[:fifteen_dayz]




:out in countryside
:no music
:no connexxion
:patches -a lot of these
:winter sun
:no battery
:no care
:coffee - thousand cups of course
:cold breath
:σοκολάτες υγείας
:A.
:late afternoon
:winter cloudy sunsets
:some photoz 
:απότομο τελείωμα

Quantic Nidia Gongora : Muevelo Negro


[:no_lights]



-τι ώρα θα ξεκινήσουμε;
-ε! θα ξεκινήσουμε
-ναι, να φτάσουμε κιόλας -να είναι και μέρα. να βλέπουμε
-τι να βλέπουμε; έτσι κι αλλιώς έχουμε φώτα
-εσένα που σ' αρέσει να χαζεύεις το τοπίο.
-ναι.τεσσεράμιση με πέντε καλά είναι;
-έλεγα κατά τις τέσσερις.
-οκ! τέσσερις και τέταρτο
-ναι, βγες στο πάρκινγ να κερδίσουμε χρόνο.
-εντάξει
[κλικ]





[στο δρόμο - επαρχιακή οδός]
-νυχτώνει νωρίς τώρα πια, έ; λες να ζούμε και λιγότερο;
-. . . . 
-έπρεπε να είχαμε φύγει νωρίτερα, καλά το έλεγες εσύ
-. . . . .
-μμμ τώρα κατάλαβα γιατί δεν κάνουμε και τόσα ταξίδια μες το χειμώνα, επειδή είναι μικρή η μέρα και δεν προλαβαίνουμε. λες να ζούμε λιγότερο τώρα που έχει μικρύνει η μέρα; δεν έχουμε ζήσει και μια περιπέτεια. . . 
-ρε γαμώτο δε βλέπω τίποτα.
-τα φώτα τα άναψες;
-ναι, αναμένα τα έχω
-βρες πλάτωμα και πιάσε άκρη

άναψε, σβήσε. για βάλε μεγάλη σκάλα. οκ, μικρή. 
για έλα να δεις. . . 
έχουν καεί οι λάμπες
-και τώρα;
-τώρα προχωράμε έτσι. μεγάλη σκάλα όταν δεν έχει αυτοκινητα απέναντι και βλέπουμε. Έλα, πάρε τη νταλίκα από πίσω και φρόντισε να μην τη χάσεις, σε δεκαπέντε χιλιόμετρα βγαίνουμε στη λεωφόρο. εκεί έχει φώτα. μετά βλέπουμε.

 
[στο μεγάλο δρόμο]
-κάποια φώτα στο βάθος. μετά έχει τα διόδια
-μετά τα διόδια όμως για δεκαπέντε χιλιόμετρα δεν έχει φώτα. πόσο έχουμε ακόμα;
-κάμμια κατοστή χιλιόμετρα
-και καλά, πάμε έτσι, πως θα γυρίσουμε χωρίς φώτα μές τη νύχτα
-μεγάλη σκάλα
-θα μας βρίζουν
-ΒΕΝΖΙΝΑΔΙΚΟ!! στρίψε μέσα
-να στρίψω; σίγουρα;
-ναι. να πάρουμε και κάτι για φαγητό. νηστικοί όλη μέρα.
-καλά.




 [στο βενζινάδικο]
-καλησπέρα
-καλησπέρα σας
-έχουμε ένα πρόβλημα κλπ

30 λεπτά αργότερα

-τυχεροί είστε, έχω μόνο δύο από τις λάμπες που χρειάζεστε
-δύο θέλουμε και μεις
-πράγματι!!

48 λεπτά μετά στο δρόμο
-πόση ώρα κάναμε;
-κάνα σαραντάλεπτο
-αυτό που μ' αρέσει σε σένα είναι η ψυχραιμία σου
-η άγνοια κινδύνου εννοείς
-πες το όπως θες. τουλάχιστον δε θα έχω τα φώτα για αύριο
-ναι. τελικά ήμασταν τυχεροί



 [στο δρόμο ξανά-κάποιες ώρες μετά-επιστροφή]
-ααα. τι ωραία βλέπουμε με τα φώτα
-. . . . 
-ρε γαμώτο νυστάζω. δεν αντέχω. πρέπει καθε φορά να φεύγουμε αμέσως;
-λοιπόν. στο πρώτο βενζινάδικο που θα βρούμε, στρίβεις
-να ένα
-στρίψε. . . . πήγαινε πιο μέσα, δίπλα από κείνο το φορτηγό. τι ώρα είναι;
-τρεισίμιση
-ας κοιμηθούμε δυό ώρες
-έλα κοντά μου γιατί κανει κρύο
-χρρρρρ






[τρεισίμιση ώρες μετά]
-αααχχχ
-ξημέρωσε τελικά
-ναι; τι ώρα πήγε;
-εφτά - εφτάμιση ίσως
-πάμε λες;
-ας πάμε
-θέλεις καφέ;
-που τον βρήκες;
-είχα φυλάξει από όταν φύγαμε
-φέρε μια γουλιά
-πάμε;
-πάμε. . . .

Lloyd Miller & Heliocentrics: Charhargah

[:two_hundred_hours_almost]











 

[:g l e n d o r a]







....όλα άρχισαν, ξέρεις πότε, ε;
πότε;




[01':29"]


υπέροχες ανισόπεδες διαβάσει[ς]
Joe Zawinul - Money In The Pocket


[πιές μια βαθιά γουλιά αέρα]
Boogie Belgique - Ms. Yutani



ο γνώριμος ήχος των κλειδειών [στην πόρτα]
Guts - Little Black Cat


[όταν ξημερώσει θα φύγω]
[που θα πας;]
[δε θα πάω-θα πάμε]
[...]
Javier Paxarino - El Quad

[θα περάσουμε από το δρόμο με τις ελιές]
[να προλάβεις να ετοιμάσεις το σάουντρακ]
[δε θέλουμε σάουντρακ]
[φτάνει να γελάς]
[πότε γέλασες τελευταία φορά [;]
[σταλήθεια εννοώ]
Quantic - entre rejas


[σε λίγο φεύγουμε-πάρε μια βαθ[ε]ιά γουλιά αέρα]
[πότε φοβήθηκες για πρώτη φορά, θυμάσαι;]
[να σταματήσουμε να πάρουμε γλυκά]
[...και μια βαθ[ε]ιά γουλιά αέρα]
Harleighblu - Enough Now

[singapore_sling_01:18:20]
















την έβλεπα να βασανίζεται
για την ακρίβεια εγώ τη βασάνιζα κι έπρεπε να το κάνω
να φαίνεται όσο γίνεται πιο αληθινό...
...δεν ξέρω το γιατί 
κι ούτε είναι η δουλειά μου να ρωτάω
δουλειά μου είναι να φύγω το γρηγορότερο από 
δω μέσα
παίρνοντας και τη Λάουρα μαζί μου
ως τότε πρέπει να κάνω ότι μου λένε
και να παίζω τον ηλίθιο
πράγμα που στην κατάσταση που είμαι 
δε χρειάζεται και ιδιαίτερη προσπάθεια

Τα βράδια τα περνάω τραγουδώντας από μέσα μου
μήπως και ανοίξω κάμια χαραμάδα στο μυαλό μου
που 'χει γίνει σαν τσιμέντο
Καμιά φορά πάλι ξυπνάω απ' το ηλίθιο γέλιο μου
γελάω σαν ηλίθιος 
και σκέφτομαι στα σοβαρά μήπως κάποιος πρέπει
να καλέσει την αστυνομία εδώ μέσα
Υπάρχει παντού καπνός και ομίχλη
κι ένα σωρό τύποι με τα πόδια πάνω στα γραφεία
που με κοιτάνε και διασκεδάζουνε αφάνταστα
Ίσως έχουν δίκιο τα παιδιά, ίσως είχανε και τότε δίκιο
το σίγουρο είναι ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί μου







[:no_promises]

[no_promises] photo 60E70415-6A64-4EB2-A635-0FD00FDEAAC0-13258-00000C237C53B150.jpg 

 photo 97382647-0EBB-4A77-A2F4-5BF0A6D7E348-13258-00000C254C34AF16.jpg
[:no_promises] by Miliokas on Mixcloud

Πως έγινε και πουλήσαμε τον Σκαραβαίο μας

 photo 0716EFA2-70DB-467F-A23C-4C00E6DC6772-5575-000006EA7F016362.jpg
 aint no use
hugh masekela mama
 
Όλα έγιναν πολύ πρωί.
μπλοκαρίστηκε η γειτονιά, το καμιόνι στάθηκε έξω
απ' την πόρτα του.
Χτύπησαν... εκείνο το ιδιαίτερο χτύπημα.
Τινάχτηκε το γατί μέσα απ' τα συρτάρια της βιβλιοθήκης που κοιμόταν.
Σηκώθηκε και εκείνος.
Η αδερφή του θηλάκωσε το ζεστό μαστό της μες στο κρεατί ζέρσεϊ, τράβηξε τον ύπνο απ' τα μάτια και τον φίλησε και του 'πε: Αντίο...
Έβαλε μέσα στη μαξιλαροθήκη λίγες αλλαξιές, κάτι παλιές φωτογραφίες, ένα πενηντάρικο σε κέρματα από το θείο. «Τώρα που φεύγεις» του 'χε πει.

Ανέβηκε στο καμιόνι. Στο βάθος ήταν και κάποιος άλλος.
Κατηφόρισαν μέσα στις σκούρες πρασιές με τις αγκαθωτές πινακίδες... Ένα κουτί από σαρδέλες τινάχτηκε κάτω από τα λάστιχα και γράφοντας μια κίτρινη τροχιά ήρθε και στάθηκε πάνω στην άσφαλτο με τα πόδια ψηλά και την κοιλιά σκισμένη.
Μια φωτίτσα σπίθησε στο βάθος του καμιονιού.
Τσιγάρο;
«Όχι ευχαριστώ». Δεν κάπνιζε.
Το κουτί έφευγε σιγά-σιγά πίσω του, μέσα κυλούσε λίγο βιολετί νερό απ' τη χτεσινή βροχή και πάνω-πάνω λίγες λαδιές ανέλυαν πρισματικά το άσπρο φως.
«Εγώ θα πηδήξω» είπε ο άλλος απ' το βάθος. Το στόμα του βρομούσε πυρετό.
Τινάχτηκε σαν έλασμα κι έπεσε στην άσφαλτο. Άρχισε να τρέχει. Πίσω έμεναν και σημάδευαν το πέρασμά του οι λαχανιαστές αναπνοές που πάγωναν κι έστεκαν εκεί μικρά-μικρα συννεφάκια...


Στη γωνιά μακελεμένος δάγκωνε και φύτευε τα δόντια του με λύσσα στις πλάκες του πεζοδρομίου.
Η συνοικά ήταν μπλοκαρισμένη –Δεν το 'ξερε.

Στον σταθμό τον κατέβασαν. 
Έφτασαν κι άλλα καμιόνια, άδειασαν πολλούς.
Τους έβαλαν στη γραμμή.
Γύρω-γύρω τους έσφιξε μια διπλή ζώνη από στρατιώτες με άσπρα κράνη, άσπρες ζώνες, άσπρες γκέτες και μαύρα όπλα.
Όλα ήταν ακίνητα, το χρώμα μόνο έλιωνε σιγά-σιγά
κόκκινο, σταχτί και μια θάλασσα δάκρυα... Χαιρετούσε.
Μέσα στο σταθμό μπήκε το τρένο, τυφλό, θωρακισμένο, χωρίς ανοίγματα.

Ένα χλωμό παιδί, ευγενικό, πουλούσε κουλούρια...
Ένα καλό παιδί.
Ακούστηκαν μερικές φωνές. Το πλήθος πισωπλάτησε, φοβήθηκε το τρένο. Οι στρατιώτες έσπρωξαν... χτύπησαν με τους υποκόπανους. Προσπάθησε να γυρίσει... έπεσαν δυο ριπές στον αέρα... το κύμα κύλησε βαριά, σπρωχνόταν κι ανέβαινε. Τα χέρια σφίχτηκαν για τελευταία φορά, κορδέλες λύθηκαν κι αφέθηκαν τα μαλλιά ν' ανεμίζουν...
μαζί με κάτι φωνές.
 «Μάνα μου».
 «Αδελφή μου»... Τα τελευταία λόγια.

 photo 2BFB114F-E5C6-4F2E-B49C-FE794CC5CE0B-5575-000006EB1E1FB8E4.jpg

Πάνω στη μαξιλαροθήκη τα κεντημένα αρχικά του άρχισαν να φυλλορροούν.
Πρόσωπα αρπαγμένα... μουντά, άγρια - δίχως ονόματα.
Και οι πενήντα δραχμές να κουδουνίζουν εκνευριστικά.
Το τρένο άρχισε να κυλά βαριά πάνω στις γραμμές.
 «Τον Σκαραβαίο με το ασημένι δέσιμο δεν θα τον πουλήσουμε ποτέ... Είναι οικογενειακό κειμήλιο γιόκα μου».

Γράμμα που έγραψε μετά από καιρό.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τα γράμματα τούτα φτάσανε στα χέρια μας, έτσι όπως φτάνουν τα τραδούδια και τα παραμύθια. -Αργά πολύ κι αλλοιωμένα, στόμα στο στόμα, στο βαθύ σκοτάδι ή αντιγράφοντάς τα πάνω στων πεύκων τις φλούδες, κρυφά απ' την μπότα και το κνούτο. -Και ο καθένας, όπως ήταν φυσικό, πρόσθεσε κάτι απ' το φόβο του κει μέσα...

Το πρώτο βράδυ μάς βάλαν στη σειρά κάτω απ' τους κόκκινους προβολείς. Μας είπαν να σηκώσουμε ψηλά τα χέρια και να ζητοκραυγάζουμε ότι αυτοί φώναζαν. Μ' έδερνε το χιονόνερο και με τρυπούσαν τα χαλίκια, με τύφλωναν οι σάλπιγγες και τα σπαθιά, με μπούχιασε το θειάφι που 'καιγε μες στους κρατήρες...
 Μάνα, σήκωσα ψηλά τα χέρια και φώναξα κι εγώ.
Και πιο ψηλά... Πιο δυνατά...
 Σκάλωσε το θειάφι μες στις ρίζες μου και ρίγωσε τα χείλη και τα δόντια.
 Και πιο ψηλά, πιο δυνατά.
 Απάνω στα συρματοπλέγματα κρέμονται τα παιδια με χέρια ανοικτα και πόδια.
 Αυτοί δε ζητωκραύγαζαν.
 – Ζήτω.
 – Ορκίζομαι.
 – Ορκίζομαι.
 Χτες βράδυ, μάνα, ένιωσα την ανάσα σου επάνω μου.
ήταν καυτή και γύγγλιζε. Γύρισα να σ΄αγγίξω κι ήταν όλα ένα γύρω, μέταλλα κρύα. Πάνω ψηλά στο θόλο η φούντα ενός σπαθιού μόνο κουνιόταν κα ιτο σπαθί κοιτούσε την καρδιά μου.
 Σαν έρχεσαι, να με ξυπνάς... να μου μιλάς.
 Είμαι καλά, σου λέω, να μη στενοχωριέσαι.


 Γράμμα δεύτερο.

 Ευχαριστώ που ήρθες χτες το βράδυ και με ξύπνησες
κι ας ήταν η φωνή σου κρύα.
 Ευχαριστώ που ήρθες και με χάιδεψες κι ας ήταν κόκαλα τα χέρια σου.
 Τώρα σε έχω μες στους προβολείς, μες στα λεπίδια των σπαθιών, μες στους καπνούς το θειάφι.
 Μάνα, κάποιος εδώ μας κοροϊδεύει, κάποιος μεταμφιέζεται σε σένα. Έρχεται κάθε βράδυ και με τυραννάει.
«Ακριβέ μου» - έτσι με χάιδεψε και μου
'πε και νόμισα πως ήσουν εσύ.
«Ακριβέ μου, πόσο αδυνάτισες» - και
χάιδευε τα μαλλιά μου, έτσι όπως έκανες και συ.
... Μας έβαλαν γυμνούς σ' ένα δωμάτιο, σ' ένα γραφείο γεμάτο μαύρα τηλέφωνα που γι' αριθμούς είχανε μάτια απ' ασημένιο φώσφορο. Και μας ρωτούσαν... τα μάτια.
Φωνές βγαίναν απ' τα μεγάφωνα των τοίχων και κάτι άνθρωποι με γλώσσες διχαλωτές μαστίγωναν τα πρόσωπά μας.
Το φίλο μου με τα γυαλιά δεν τον ξανάδα. Μέσα σ' εκείνο το σπίτι τον έχασα. 
έχω μια ζεστή κουβέρτα και χαϊδεύω, τώρα που σου γράφω. Με μεταθέσανε σε άλλο τμήμα, είναι πιο ζεστά.
 Τον Σκαραβαίο μη τονε πουλήσεις. Εγώ κρατάω ακόμα.


 – Ορκίζομαι... ορκίζομαι.
 Μα άκου, κάποιος μας κο-
ροϊδεύει, κάποιος  μ ε τ α μ φ ι έ ζ ε τ α ι  σε σένα . . . τα βράδια... τα χέρια του. Δεν ξέρω τι να κάνω. Φοβάμαι τα συρματοπλέγματα.
 Εσύ να πεις. Μη με πονέσεις με τα νύχια σου - Να 
'σαι καλή.
 Εσύ 'σαι που έρχεσαι τα βράδια - Ναι; 
 Ή δεν είσαι;


Στο τελευταίο γράμμα έγραψε μόνο αυτά.
Εκείνος είναι πάνω στα συρματοπλέγματα και 
ηλεκτρίζεται ακόμη. – Τον γνώρισα απ' τα γυαλιά του.
 Τον Σκαραβαίο να τόνε πουλήσεις.
 Συγχωρέστε με,
 μάνα μου
 κι εσύ αδελφή μου,
έλα να με χαϊδέψεις, προδότη, τώρα πάνω στα συρματοπλέγματα.


Κι ύστερα  όρμησε πάνω στις ηλεκτρικές ακίδες.
 photo DE482162-DD5B-4686-8991-01F7A5C369A0-5575-000006EA90B45204.jpg


© Νίκος Νικολαΐδης Οι Τυμβωρύχοι
1η έκδοση 1966

[:no_sound]












τι έχεις;
ξερω γω τι έχω; βαριέμαι
έπηξα όλη μέρα εδώ πέρα
ας πήγαινες μια βόλτα, για καφέ
που;
τόσα μαγαζιά υπάρχουνε, ας διάλεγες ένα να πας
δε μ' αρέσει κανένα
τι πάει να πει αυτό; τι πάει να πει δε σ' αρέσει κανένα; δε σ΄αρέσει ο καφές τους, η μουσική που παίζουν, τα άτομα που συχνάζουν;
όλα αυτά μαζί!
μήπως είσαι παράξενος;
και να είμαι θα βρεθεί κανείς να το πει; και πες ότι βρίσκεται, θα μπορέσει να το τεκμηριώσει;
εγώ! εγώ μπορώ να το κάνω αυτό μια χαρά.
ναι αλλά εσύ, είσαι εσύ κι ακριβώς γιαυτό δεν πιάνεσαι. κάνας άλλος πρόχειρος;
δεν ξέρω αν βρεθεί κάποιος άλλος. είναι κι αυτό το απότομο ύφος που έχεις μερικές φορές. τι μερικές; σχεδόν όλες. τι κάνεις τώρα;
τι κάνω τώρα;
δεν ξέρω γιαυτό σε ρωτάω
σκέφτομαι
τι σκέφτεσαι;
...ότι δε μπορώ να σκεφτώ
τι δε μπορείς να σκεφτείς;
δε μπορώ να σκεφτώ κάτι συγκεκριμμένο
λες να πάμε μια βόλτα;
που; μέχρι την κουζίνα να κάνουμε καφέ;
όχι, μια κανονική βόλτα. με αυτοκίνητο ή με μηχανή -εσύ διαλέγεις. απλα στο πρώτο θα έχουμε και τη δυνατότητα να μιλάμε, να καπνίζουμε και να ακούμε μουσική.
μία μέρα πρέπει να πάμε μία βόλτα στη θάλασσα αλλά να μην έχουμε πάρει μαζί μας ούτε μουσική ούτε καπνό.
και τι να πάρουμε;
καρπούζια.
λες να το κάνουμε σήμερα;
όχι σήμερα, μία άλλη μέρα.
an to k;anoyme ;allh m;era ua e;inai kanonism;eno
τι είπες;
λέω: αν το κάνουμε άλλη μέρα θα είναι κανονισμένο
ας είναι, αρκεί που θα είμαστε παρέα.
αρκεί αυτό;
αρκεί αλλά δεν το καταλαβαίνεις μέχρι που θα πάψει να είναι αρκετό
με μπερδεύεις τώρα.
θέλεις καφέ τελικά;
όχι, φτιάξε όμως
οκ
βιβλίο να πάρω;
που;
δε θα πάμε στη θάλασσα;
ναι αλλά όχι σήμερα
τον καφέ
τι, τον καφέ;
κάνε τον σκέτο
εντάξει


[:yellow_sky]

:





 John Hammond - Jockey Full Of Burbon

στη Δεύτερη Πόλη έφτασα σχεδόν σούρουπο.
δε θυμόμουν καν πως είχα καταλήξει εκεί.
θυμόμουν μόνο την κίτρινη ατμόσφαιρα
και τον ασθενικό ήλιο που οδηγούσε τη μέρα στο τέλος της.
στις παρυφές της πόλης, χαλάσματα και χώματα. στην άκρη του δρόμου υπήρχαν μεγάλα χαντάκια. σαν τομές ανασκαφής αρχαιολογικού χώρου, αν με καταλαβαίνεις.
αρχικά μου θύμησαν το Νησί -έμοιαζαν άλλωστε- αλλά όπως είπαμε και παραπάνω,
είχα σχεδόν φτάσει στη Δεύτερη Πόλη.
εκεί μέσα, στις τομές -που τα τοιχία τους έφταναν σχεδόν το ύψος το δικό μου-μη φανταστείς πως είμαι κανας ψηλός-κανονικός είμαι- ένα τσούρμο γυφτάκια, κλώτσαγαν μια πλαστική, πράσινη, ξεφούσκωτη μπάλα.
περπατούσα χωρίς να με νοιάζουν οι λάσπες που κολλάγανε στα παπούτσια μου.
χάζευα τα γυφτάκια και αναρωτιώμουν πως στο διάβολο βρέθηκε τόση λάσπη χωρίς να έχει βρέξει.
τα γυφτάκια άρχισαν να μαλώνουν. έτσι, από το τίποτα. ούρλιαζαν και φώναζαν.
έκανα ένα, δυο βήματα ακόμα κοιτώντας τα. από ένα διπλανό χαντάκι-τομή εμφανίστηκε μια γύφτισσα. έμοιαζε λες κι έβγαινε από την Πόρτα κάποιου σπιτιού χωρίς στέγη.
χοντρή, βρώμικη και άσχημη. πίσω της ο ουρανός βαφόταν ακόμα πιο κίτρινος.
κάτι είπε σε μια γλώσσα που δεν κατάλαβα και μετά βούτηξε μια πέτρα μεγάλη όσο ενα πιάτο βαθύ κι έλιωσε το κεφάλι του παιδιού που φώναζε δυνατότερα.
τα άλλα σκόρπισαν.
αυτή πήρε το χτυπημένο παιδί που το κεφάλι του έμοιαζε λες και ήταν από ζελέ.
"σαν ιπτάμενος δίσκος ήταν αυτή η γαμημένη η πέτρα" σκέφτηκα.
κράτησε το παιδί στην αγκαλιά της με το κεφάλι του διάφανο σχεδόν να κρέμεται στο αριστερό της πλάι.
για λίγο.
μετά, το εξφενδόνισε πάνω στον χωμάτινο τοίχο κι αυτό διαλύθηκε γεμίζοντας τα πάντα τριγύρω με ενα πρασινωπό παχύρευστο υγρό.
έριξα μια ματιά στον ασθενικό -σχεδόν ανύπαρκτο ήλιο πίσω από τα γκρεμισμένα κτήρια και τάχυνα το βήμα πριν με προλάβει το σκοτάδι. 
απο μακρυά ακούστηκε μια σειρήνα συναγερμού. 
άρχισα να τρέχω...

Winston Mcanuff and Fixi - Garden Of Love

[:may's_rain]

:
βροχερές μέρες του Μάη
και αέρας. σα να είναι νοέμβρης σε νησί
παλιά λέγαμε, στον καταραμένο τόπο, μάη μήνα βρέχει
τώρα, δε φαίνεται να δίνει και κανένας και πολλή σημασία
μη σου πω και καθόλου, μερικοί, μπορεί και να μη γνωρίζουν την ύπαρξη
αυτής της παροιμίας. δε σου κρύβω πως κι εγώ κοντεύω να την ξεχάσω.
υπάρχει η βροχή στην ατμόσφαιρα. κι αυτό το ελαφρύ κρύο που όπως έλεγα
και παραπάνω, θυμίζει νοέμβρη σε νησί. ντάξει, αρχές νοέμβρη.
άφησα και τις πόρτες ανοιχτές, έτσι, να σχηματίζεται κάποιο ρεύμα...











πάντως, έτσι και συνεχιστεί αυτός ο καιρός και μέσα στο καλοκαίρι
θα έχω την ψευδαίσθηση, ότι θα ζω σε κάποιο τροπικό μέρος/τόπο
πως σου φαίνεται;













 τις προάλλες λοιπόν, 
βρέθηκά έξω από έναν εγκαταλελειμμένο σιδηροδρομικό σταθμό 
σχεδόν τυχαία-αν θεωρήσουμε ότι το τυχαίο υφίσταται. 
έβρεχε-όχι κάμμια μπόρα της προκοπής 
αλλά την χρησιμοποίησα σαν πρόφαση για κάτσω 
και να κάνω τσιγάρο-ξέρεις να μπορέσω να σκεφτώ με την ησυχία μου 
θυμήθηκα που λες, χίλια χρόνια πριν -ίσως και χίλιαπεντακόσα 
ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος με τα νούμερα, 
ειδικά όταν δεν λειτουργούν υπέρ σου, πως είχαμε κανονίσει με κάτι φίλους 
να πάρουμε το τρένο κάτα μήκος της παραλίας μόνο για βόλτα.
να φτάσουμε μέχρι το τέρμα να πιούμε καφέ στο καφενείο του σταθμού
και μετά να επιστρέψουμε -πάντα, αργα το απόγιομα-
εγώ να φωτογραφίζω τους σταθμούς κι αυτοί, έτσι απλά, για τη βόλτα
δεν το πραγματοποιήσαμε ποτέ, το αφήναμε πάντοτε
για κάποια άλλα στιγμή -η οποία δεν ήρθε ποτέ.
αυτό που ήρθε μόνο ήταν η κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής
κι έτσι αυτό το μικρό train-trip δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ
μετά, οι σταθμοί ερήμωσαν και τα πολλά από τα καφενεία έπαψαν να
στεγάζονται στα κτήριά τους, με τον καιρό λεηλατήθηκαν αλλά 
εδώ δεν πάμε να θίξουμε κανένα κοινωνικό πρόβλημα και το κόβω_


the speakeasy three when i get low, i get high










η τελευταία φωτογραφία είναι από τον καιρό που τα τραίνα
περνούσαν πάνω-κάτω κάθε εξηνταπέντε λεπτά
μη σου πω και νωρίτερα_
these days are gone_
ολ πίκτσερς αρ μάιν_

[:totally green]



















στην κάρτα sim του παλιού κινητού της που άνοιξε
εκείνο το απόγιομα της Κυριακής,
οι περισσότεροι αριθμοί δε χρησιμοποιούνταν πια.
Στις εξερχόμενες έγραφε: ΜΠΑΜΠΑΣ,
θυμήθηκε ότι το είχε αλλάξει λίγο καιρό πριν αυτός πεθάνει.
πιο πρίν τον έγραφε με το όνομά του ή το κοσμοπολίτικο daddy,
ενώ όταν ήταν εκνευρισμένη μαζί του το άλλαζε και το έκανε ΓΕΡΟΣ.
Το άφησε στην άκρη, κι από τον πάτο της καφετί τσάντα της τράβηξε
ένα πράσινο, καταπράσινο φουλάρι που της είχε χαρίσει
ο μπαμπάς της, ή γέρος ή daddy, στα τελευταία της γεννέθλια.
Ήταν τα πρώτα που είχε θυμηθεί και τώρα που το καλοσκέφτεται
ήταν και τα τελευταία.
Έσβησε το παλιό κινητό, το πέταξε στη καφετί τσάντα και την καταχώνιασε στο συρτάρι.
εκεί που ήταν από τότε.
Σκούπισε τα μάτια τηε με το φουλάρι και το τύλιξε στο λαιμό της.
ρούφηξε τη μύτη της, χαμογέλασε στο είδωλό της  στον καθρέφτη
κι άνοιξε την πόρτα.
απόψε, θα έκοβε τα μαλλιά της κοντά

The New Mastersounds - Be Yourself
Swingrowers - Via Con Me

[21:42]

 .

καλοκαιριάζει_
παλιά, όταν ήμουν νέος και νέος και στην bloggόσφαιρα
που αυτό συνεπάγεται και πιο ορεξάτος,
έγραφα διάφορες εξυπνάδες του τύπου
"..τώρα που μεγάλωσε η μέρα, αν θα ζούμε περισσότερο..."
κι άλλα τέτοια που τα στόλιζα μα φωτογραφίες που τραβούσα
με ένα παλιό Nokia N 70 -το iPhone ήρθε αργότερα...
Βλέπεις τότε -τω καιρώ εκείνω δηλαδή, το twitter δεν ήταν και τόσο
διαδεδομένο και μπορούσα άνετα να τα λέω, καθώς δε θα βρισκόταν κανένας
να με κατηγορίσει για κλεμμένο τουΐ και τέτοιες παπαριές.
Όχι πως ίδρωνε το αυτί μου -καλά, αυτό δεν ιδρώνει ούτε και τώρα-
αλλά σε κουβέντα να βρισκόμαστε, ξέρεις τώρα...
Κι αν δεν ξέρεις, μια χαρά μπορείς να φανταστείς!
Ή όχι;
σιγά μην έλεγες "όχι"
Κανένας δεν παραδέχεται πως δε μπορεί να κάνει-φανταστεί-καταφέρει κάτι...

Αλλά με όλα αυτά ξεφύγαμε από το θέμα μας
Βασικά, και για να μην κοροϊδευόμαστε,
θέμα δεν υπάρχει -οπότε.... μια χαρά βαδίζουμε...







λέγαμε λοιπόν για το καλοκαίρι που έρχεται -αν, την ώρα που γράφονται όλα αυτά
δεν έχει φτάσει κιόλας 
ένα π΄ραγμα λοιπόν που με χαλάει που έρχεται το καλοκαίρι,
είναι που πέρασε ο χειμώνας και δεν πρόλαβα να φορέσω όλα όσα χειμωνειάτικα ρούχα ήθελα. Δεν πρόλαβα ρε παιδί μου και τώρα, τα βλέπω να με κοιτάζουν περίλυπα
μέσα από τις ντουλάπες και με ένα ειρωνικό υφάκι.
Τα μάζεψα λοιπόν και τα έβαλα όλα παρεά στις πάνω ντουλάπες που σπάνια ανοίγω
και που δε φτάνω κιόλας και τους έδωσα ραντεβού για την επόμενη χρονιά,
βέβαιος πλέον πως στο ραντεβού μας μόνο εγώ θα παρευρεθώ_









ένα άλλο θέμα -θέμα, λέμε τώρα- είναι που θα περνάω τον ατέλειωτο ελεύθερο χρόνο μου.
σε ποιό μέρος δηλαδή. τι εννοώ, ε;
θα σου πω τι εννοώ. 
ένα μέρος που να συνδιάζει, ωραίο τοπίο, καλό καφέ και καλή μουσική.
ειδικά το τρίτο σκέλος είναι κάτι που πολλές φορές δρα καταλυτικά για το αν επισκεφτούμε ή όχι κάποιο μέρος, παύλα, μαγαζί, παύλα, ξερωγώτι.
πέρυσι στάθηκα κομμάτι τυχερός, βρεθηκα σε ένα που συνδίαζε όλα τα παραπάνω
κι άκουσα από 
Perry Como - Papa Loves Mambo (Skeewiff Remix)
μέχρι λάκη παπαδόπουλο -το παραπάνω κομμάτι, στην κανονική εκτέλεση 
που ακούς εδώ
συν τα καταπληκτικά σάντουϊτς, την καλή παρέα κλπ. κλπ
ε! κι όπως ξέρεις, τα καλά κρατάνε λίγο -έτσι κι αυτό και μετά τα πράγματα κύλησαν
διαφορετικά απ΄ότι τα είχαμε φανταστεί, με πιάνεις, έτσι;
με πιάνεις, χαζός είσαι να πεις όχι και να κατηγορηθεί η νοημοσύνη σου;
Cromatica Pistona - Down In Mexico
μετά βρέθηκα σε ένα μέρος και ήταν λες και ήμουν στο μέξικο
μιλάμε για τέτοια φαντασίωση, κοίτα αν δε με πιστεύεις_

Λέγαμε όμως για τη μουσική -όχι ότι με πειράζει κι αυτό επειδή τις περισσότερες φορές πηγαίνω οργανωμένος αλλά δεν είναι και πολύ κομψό να τριγυρνάς όλη την ώρα με τα άσπρα ακουστικά του iPod χωμένα μέσα στ' αυτιά -έχεις εικόνα;
Έχεις, σιγά που δε θα 'χες!!

λέγαμε όμως για το καλοκαίρι κι όπως γίνεται τις περισσότερες φορές,
-όταν μ' αφήνεις δηλαδή να μιλάω ακατάπαυστα- 
ξεφύγαμε από το θέμα μας
αρχικά ξεκίνησα για να πω τι μου έχει λείψει από τα παλιά καλοκαίρια
αλλά ξεχάστηκα όπως κατάλαβες
 πάντως, ένα από αυτά που μου μου αρέσει είναι το γεγονός πως η γκαρνταρόμπα μου περιορίζεται σε μια δεκάδα ρούχα! 
βερμούδες -tShirt-σαγιονάρες κι όχι απαραίτητα μ' αυτήν τη σειρά.
κι ένα άλλο που μου έχει λείψει είναι εκείνες οι παμπάλαιες ψάθινες καρέκλες
-οι παλιές- που καθόσουν και τρίζανε, που τις κόλαγες στον τοίχο με τα δυό πόδια στο πάτωμα και σου έμπαινε το ψαθί στον κώλο και τιναζόσουνα στον αέρα.
Άλλη αίσθηση αυτές οι καρέκλες.
καμμία σχέση με τις πάνινες που θα είδες αν πήγες στο λινκ παραπάνω...


















 Η δική σου η γνώμη ποια είναι;

PS: όπως λέει κι ο τίτλος το ποστ ξεκίνησε να γράφεται στις 21:42
βέβαια, τώρα, 23:08 ακόμα γράφω -τις τελευταίες του αράδες-
αλλά μεσολάβησαν διάφορα κατα τη συγγραφή του.
από πλύσιμο πιάτων, μέχρι απάντηση σε μέηλ
συν το απλόαντ των κομματιών..
Τα κομμάτια που το συνοδεύουν είναι και το σάουντράκ του_

[smoke and coffee_in pink]

_
αυτή, είναι μια παλιά φωτογραφία, συνέχεια αυτού εδώ του
ποστ. βρέθηκε ξεχασμένη μέσα σε ένα μάτσο 
από παλιές, παύλα, ξεχασμένες φωτογραφίες
σε κάποιο συρτάρι του γραφείου και είναι τραβηγμένη
σχεδόν είκοσι χρόνια πριν [λέμε τώρα]


      
Στη συνέχεια, είναι αυτή η φωτογραφία, η οποία τραβήχτηκε    -μάλλον πρόσφατα- κάποιο βράδυ περί τη μία και εικοσιπέντε  όπως μπορείτε κάλλιστα να δείτε απέναντι στο ρολόι του τοίχου  κι εν μέσω, χαλάρωσης, πλάκας και ηλίθιων αστείων.  Δεν έχει κάτι το σημαντικό αλλά μου άρεσε έτσι όπως αποδίδονταν τα χρώματα τη συγκεκριμμένη στιγμή  κι από την άλλη, ήταν αυτή η επαφή, παύλα, επικοινωνία -στιγμιαία μεν- που υπήρξεόμως, καθώς τον περισσότερο καιρό τα σόσιαλ μήντια κερδίζουν έδαφος. 
Στον τρόπο επικοινωνίας εννοώ. 


Η άλλη -η αποκάτω δηλαδή, η ασπρόμαυρη- 
είναι  πρόσφατη και τραβηγμένη σε ένα μέρος που 
δεν έχω την πολυτέλεια να πηγαίνω συχνά.
Αλλά συνήθως πηγαίνω πάντοτε, με την κατάλληλη παρέα. 
[συνήθως-πάντοτε]
 

μία ακόμα που μου αρέσει -και για τα χρώματα κι επειδή
τραβήχτηκε μια ηλιόλουστη χειμωνειάτικη μέρα
κι εν κινήσει χωρίς να κοιτάζω καλά καλά...
μια χαρά βγήκε όμως_
 
εδώ είναι διάφορα "σκουπίδια" από το δεξιό-πάνω συρτάρι
από βελόνες πικάπ μέχρι... 
ξερωγώ τι_
το από πάνω κομμάτι από κάποιο πάρτυ που χορεύαμε
όταν πηγαίναμε σχολείο
 
και ύστερα η αποκάτω
ένα χειμωνιάτικο βράδυ βολτάροντας
βασικά, για δουλειά ήταν αλλά αποφασίσαμε 
να τα συνδιάσουμε όλα παρέα_



κι ένα καρτ-ποστάλ που καβατζώσει κάποτε
-χίλια χρόνια πριν σχδόν-
από κάποιο μαγαζί παύλα καφέ, στην Αθήνα,
τότε που οι επισκέψεις μου στην πρωτεύουσα
κυμαινόντουσαν γύρω στις τέσσερις με πέντε φορές το μήνα
Η Louise Brooks είναι
γράφει στο πίσω μέρος:
Louise Brooks, Filmarchiv Austria, Sammlung Leuther

Νίκος Νικολαΐδης