ΜΙΑ ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΖΟΥΜΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: greekworks.com



1
________________________________

Όλες οί βλεννόρροιες θεραπεύονται εκτός από τήν πρώτη.
Ήταν ή εποχή που είχαμε άφθονο ρόκ ν’ ρόλλ, ελάχιστο σεξ καί καθόλου ναρκωτικά..
Πάρ’ όλ’ αυτά νομίζω ότι δέν τά πήγαμε καί τόσο άσχημα.

Κατέβαινα κουτρουβαλώντας τή μεγάλη χωμάτινη κατηφόρα πλάϊ στά Τουρκοβούνια καί πίσω μου λαχάνιαζε ή Μπέττυ καί γκρεμοτσακιζότανε πάνω στίς ψηλοτάκουνες γόβες της γκρί σουρί σουέτ.
Μόλις είχα ρίξει μιά στεκιά στό μάτι τού Μοντεζούμα καί χρυσαφένιος κ’ ελαφρύς σάν τόν Ντόν ντέ λ’ Όρο μέ βίτσιζε στό πρόσωπο τό τέλος τού Νοέμβρη καί όλα αυτά γιατί μόλις είχα ρίξει ένα γερό γαμήσι στή Μπέττυ που έβριζε πίσω μου γιατί είχε μπλεχτεί σέ κάτι πικραγγουριές δίπλα στό ρέμα.
Αφήσαμε στό πλάι τά παραπήγματα τού Πολυγώνου καί πήραμε τόν μαλακό δρόμο γιά τό λοφάκι τού Γκύζη νά πέσουμε έτσι στήν αλάνα δίπλα στό Πάρκο πίσω απ’ τήν παράγκα τής Λήθης τέσσερα αναχώματα μετά κ’ έξω απ’ τή μικρή αυλή τής Μόλλυ.

_________________ 
Τίς Κυριακές ή Μόλλυ φορούσε κάτι πουλοβεράκια ανγκορά πότε ένα ρουμπινί καί πότε ένα πράσινο αχνό σέ χρώμα ραδιοφωνάκι βακελίτη που τάραζε καί ξεσήκωνε ένα πετάρισμα στό στομάχι μου κι αυτή που τό καταλάβε τίς Κυριακές φορούσε πάντα τό πράσινο.
Θά ’πρεπε τό θέμα νά μέ ψυλλιάσει αλλά ή Μόλλυ ήτανε καλό παιδί κ᾽ ή Μπέττυ σταθερό γαμήσι έστω κι άν μού ’ριχνε τέσσερα χρόνια καί τό ’παιζε μπεμπέκα κ᾽ εγώ ήμουνα στά δεκαπέντε κ’ ήθελα δράση κι όχι χεράκι χεράκι μέ τή Μόλλυ στόν Λυκαβηττό καί τί ’ναι ό έρωτας ασπασμός τών αγγέλων πρός τ’ άστρα.
Έπειτα ή Μπέττυ ήτανε μιά χαρά γκόμενα. Άδειαζε παγόνερα στό καταχείμωνο πάνω στά βυζιά της νά τά κρατάει σφιχτά μέ ρόζ ρογούλες μυτούλα ρετρουσέ μακριά κανιά ψηλόκωλη αλλά ήτανε καί πολύ ζηλιάρα ή καριόλα. Μέ χαρτζηλίκωνε όμως καλά καί τρώγαμε συχνά τά μεσημέρια μετά τό σχολείο μου στό Αχαΐα-Κλάους σωστός νομίζω.
Πρίν ένα μήνα μού ’φερε δυό γυμνές φωτογραφίες της νά τραβάω μαλακία κι αυτό μέ συγκίνησε πολύ. Τίς έκρυψα κάτω από τό στρώμα μου καί πρώτη φορά όλα καλά. Τή δεύτερη εκεί που τόν έπαιζα έπιασα κάτι που δέν γούσταρα. Ήτανε σέ μία πόζα καθιστή στήν άμμο μέ πόδια ανοιχτά καί τό μουνί της πιάτο στό φακό κ’ εντάξει αυτό τό ’κανε γιά πάρτη μου αλλά τό σούπερ καβλωμένο ύφος στή μάπα της τί ρόλο έπαιζε;—στόμα μισάνοιχτο χείλη χαλαρά κι απέξω νά κρέμεται ή γλώσσα παράλυτη λειρί ψόφιο θολό τό βλέμμα καί μάτια σκέτη βλεφαρόπτωση σά νά ’χε φάει ροπαλιά στό κρανίο τό μουνόπανο—δευτερόλεπτα πρίν τή φωτογραφία ό τύπος πίσω απ’ τόν φακό τής τόν κάρφωνε στά σίγουρα.
Τότε ξύπνησε μέσα μου ένα δεκαπεντάχρονο κυνικό καθήκι σέ δυό επιλογές νά τή σουτάριζα αφού τήν πλάκωνα καί τήν έκανα ίσα μ’ ένα άλογο αλλά πάλι σέ καμμιά κουφάλα θά ’πεφτα μέ νούμερα τρελλά κι άντε νά βρείς τό στέντυ πήδημα στίς μέρες μας ή νά συνέχιζα νά τή γαμώ σά νά μήν τρέχει τίποτα καί νά κυκλοφορώ σέ στύλ—τί έχεις αγόρι μου απόψε;—λίγο θλιμμένος είμαι τίποτα δέν έχω—μά κάτι τρέχει κουρκουμπίνι μου—τίποτα γουστάρω κανά σινεμά κ’ ύστερα μέ ταξί στήν παραλία. Μέ τό ταξί χλώμιαζε κομμάτι αλλά ή καψούρα τήν καπάκωνε.—Κ’ έτσι κ’ έγινε.
Γιατί τελικά τό θέμα είναι νά ξέρεις ότι οί άλλοι δέν τό ξέρουν καί τότε στό φινάλε γίνεται καλό παιχνίδι.
Μερικές μέρες μετά παρέα μέ πολλούς μάγκες τού Πέμπτου τής Τοσίτσα κι άλλους απ’ τή Λεόντειο τό Βαρβάκειο τό Τρίτο από τή Λιοσίων κ’ ένα σωρό μουνάκια απ’ τό Θηλέων τής Νεάπολης γίναμε ένα κουβάρι μέ τούς μπάτσους έξω απ’ τήν Ακαδημία γιά τό Κυπριακό κι όταν τά πράγματα σκούρυναν γιατί πλάκωσαν οί πυροσβεστικές καί τά θωρακισμένα μέ τούς μαύρους τήν πουλέψαμε κανονικά άλλοι γιά Στρέφη καί Λυκαβηττό άλλοι πρός Εθνικό Κήπο γιά μπαλαμούτιασμα καί μπάσκετ στόν Φωκιανό κ᾽ εγώ μέ τή Μπέττυ ξαναμμένοι απ’ τό τρεχαλητό καί τά δακρυγόνα γιά γαμήσι σπίτι μου πάνω στά Τουρκοβούνια.

Τό σπίτι στά Τουρκοβούνια ήταν μιά σκέτη μιζέρια δύο δωμάτια χώλ κουζίνα αποθηκούλα δίπλα κ᾽ έξω απ’ τήν κουζίνα ένας στενός διάδρομος που ’βγαζε στή χέστρα μόνο που ξέχασαν νά τού βάλουν ταβάνι κι όταν έβρεχε κ’ ήθελες νά πάς γιά κατούρημα γινόσουν κώλος. Θέρμανση δέν είχε καί μύριζε παντού πετρέλαιο καθώς πήγαινα βόλτα μιά φορητή θερμάστρα Πίτσος χρώμα σκούρο οινοπνευματί γιά νά ζεστάνει λίγο τό ρημάδι που δέ ζέσταινε κ’ έτσι λιβάνιζα μέ καυσαέριο όλα τά δωμάτια. Κάτω τό μωσαϊκό σέ χρώμα ξέρασε ή γάτα πού ’θελε σπάτουλα νά φύγει ή γκοράτσα κι απέξω μιάβεραντούλα κ’ ένα καρακοβούνι κήπο που φύτρωναν μόνο πέτρες καί κάτι γκριζοπράσινες μολόχες.

______________ 
Τά τελευταία χρόνια μόνιμα μπατίρηδες γιά νά τή βγάλουμε ό γέρος μου ντουμπλάριζε μετά τό κωλουπουργείο του καθηγητής σέ φροντιστήριο καί συχνά έφτανε σέρνοντας αργά στό σπίτι 11 τό βράδυ γι’ αυτό καί τώρα ή Μπέττυ ξάπλωνε ξεσαλωμένη τσίτσιδη κι άνετη πάνω στό κρεββάτι μου.
Όταν τήν πλησίασα σήκωσε μέ αναίδεια τίς ψηλοτάκουνες γάμπες της καί τίς ακούμπησε πάνω στήν κουβέρτα. Μετά τίς ανοιξε σιγά σιγά στήν πόζα τής φωτογραφίας. Χώθηκα μέσα στά πόδια της ακούμπησα τούς αγκώνες μου πάνω στά γόνατά της κ’ έγειρα κοντά της αυτή άνοιξε λίγο ακόμα—καλά οί φωτογραφίες σου είναι υπέροχες. Πονηρό χαμόγελο ή χαζοβιόλα καί—σ’ αρέσουνε κουρκουμπινάκι μου; —άν μ’ αρέσουν λέει σκέτη κάβλα—πόσες μαλακίες έριξες μωρό μου;—πεντέξη—μόνο;—έχουμε καί προπόνηση αγάπη μου…καί πού τίς τράβηξες;…
Ησυχία…Τίς φωτογραφίες πού τίς τράβηξες μήπως στό Λαιμό τής Βουλιαγμένης;…πού τό κατάλαβες;—κατέβαζα αργά τό φερμουάρ μου—καί στίς τράβηξε ποιός;—ένας φίλος μου φωτογράφος—καλά καί σύ δέ ντράπηκες νά τού πετάξεις τό μουνάκι σου στή μάπα;—μά τό ’κανα γιά σένα κουρκουμπίνι μου. Τόν πέταξα κ᾽ εγώ έξω απ’ τ’ άνοιγμα τού φερμουάρ προσέχοντας νά μή τόν στραγκουλίξω κ’ ή Μπέττυ αναστέναξε—καί πώς τόν λένε τόν φίλο σου;—μά τί σημασία έχει γιά σένα τό ’κανα νά μ’ έχεις πάντα κοντά σου…δικό μου είναι αυτό τό σκληρό κουρκουμπινάκι μου—θά μού τό χώσεις;
Μόνο που δέν τής τό ’χωσα εκεί που περίμενε. Τήν άρπαξα απότομα απ’ τή μέση τή γύρισα καί τή σβούριξα μπρούμυτα πάνω στό κρεββάτι νά ᾽ρθεί στά τέσσερα τής έριξα μιά δυνατή στήν πλάτη νά τουρλώσει καί τής τόν έχωσα στόν κώλο.
Γιά πρώτη φορά.
Νομίζω πως κάπως έτσι συνεννοηθήκαμε γιατί δέν έβγαλε μιλιά ή χαμουρίτσα. Κάθησε σά τήν κότα καί τόν έφαγε έκανε μάλιστα καί κάτι απόπειρες νά κουνηθεί αλλά δέν τής βγήκε γιατί πόναγε μέχρι που τής άρχισα κάτι παπαριές ότ’ είναι τάχα τ’ αλογάκι μου καί καλπάζει μέ τή μαλαπέρδα μου μέσα της πάνω απ’ τούς λόφους κάτω σέ πράσινα λειβάδια μέ λιμνούλες νούφαρα καί κάτι κλαίουσες γυρτές στά γεφυράκια-συννεφάκια-τουλπανάκια καί τέτοιες μαλακίες που γουστάρουνε οί γκόμενες καί πέσανε καί κάτι μπάτσες καί μού κουνήθηκε λιγάκι κ’ έχυσα κ’ έχυσε κι αυτή μαζί μου ή έκανε ότι έχυσε στά παπάρια μου.
Μετά άναψα ένα τσιγάρο κι όπως καθόταν γυμνή μαζεμένη καί μπομπολιασμένη απ’ τό κρύο στά κάτω κάγκελα τού κρεββατιού τής εξήγησα τίς νέες υποχρεώσεις της μενάζ δηλαδή δίς τής εβδομάδος που πάει νά πεί σφουγγάρισμα κανά σώβρακο κανά πουκάμισο σίδερο τό δεύτερο μπλού-τζήν μου κανένα καπαμά τό σχετικό γαμήσι κ’ ένα μπλέ κασκόλ μέ κόκκινες ρίγες που ‘χα χτυπήσει στή βιτρίνα τού Μπόν-Τόν….
Σηκώθηκε θυμωμένη κ’ έφυγε μέ σφιγμένα κωλαράκια γιά τό μπάνιο μή τρέξουνε τά φλόκια στά μπούτια της.
Έσβησα τή γόπα μου καί γύρισα μπρούμυτα νά σαπίσω λίγο ώσπου ξύπνησα από μιά φρέσκια μυρωδιά σιδερωμένου ρούχου.
Τό κορίτσι είχε πάρει τό μήνυμα. Άναψα ένα τσιγάρο κι αυτή μύρισε τόν καπνό καί κατάλαβε πως ξύπνησα.
Μπήκε στήν κάμαρά μου κρατώντας ένα βιβλίο.—Τό βρήκα στό μπάνιο είπε σά νά μήν έτρεχε τίποτα—νά σού διαβάσω κάτι κ’ επειδή διάβαζε ωραία τής είπα νά μού ρίξει πρώτα τόν Γουίλλη τόν μαύρο θερμαστή από τό Τζιμπουτί. Περάσαμε έτσι καμμιά δεκαριά ποιήματα μέ μπόλικα τσιγάρα καί λίγα σχόλια κ’ ύστερα ρώτησε ξαφνικά—τί θά κάνουμε απόψε τό βράδυ;—θά μείνω μέσα γιατί έχω νά διαβάσω καί καλά θά κάνεις νά τού δίνεις μή πλακώσει ό γέρος μου—τότε θά μέ πάς μέχρι τή στάση;—Δέ θά σέ πάω μέχρι τή στάση γιατί ’μαι πτώμα—νά ’ρθώ αύριο νά σέ πάρω στό σχόλασμα;—νά ’ρθείς μόνο μή στηθείς έξω απ’ τό σχολείο γιατί σέ παίρνει είδηση όλη ή τάξη καί κρέμονται τά λιγούρια στά παράθυρα—στήν αφετηρία τότε στή γωνία;—Έγινε.
Θά μπορούσες νά ’σαι λίγο πιό καλός μαζί μου μουρμούρισε καδραρισμένη κάτω από τήν κάσα τής πόρτας τυλιγμένη τή μαύρη γυαλιστερή καμπαρντίνα της.—Έγινε είπα καί γύρισα μπρούμυτα καί τήν άφησα νά πάει νά βρεί τήν εξώπορτα.
Όταν είμαι κακός είμαι κακός αλλά όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος.

2
________________________________

Όταν έφτασα έξω από την πόρτα του κήπου της σταμάτησα να πάρω ανάσα έτοιμος να κρεπάρω απ την γιγαντιαία κατάβαση στο Τουρκοβούνι οι παλμοί με χτυπούσαν στο λαιμό και από ανάσα μπουκωμένος.
Η Μόλλυ με είδε από το παράθυρο και κούνησε το χέρι της. Της έκανα ξέπνοα νόημα γύρισα και ακούμπησα στη σιδεριά της μάντρας γέμισα αέρα τα πνεμόνια μου και περίμενα τη Μπέττυ μέχρι που έσκασε μύτη από το κοντινό ανάχωμα στραπάτσω και αναφούφουλη σαν τ
Ανεμοδαρμένα Ύψη.

Την πόρτα την άνοιξε πάντα ο πατέρας της μια κατασκευή ανάμεσα σε λεμούριο και Κλίφτον Γουέμπ στό Μια Ντουζίνα Παιδιά Νάυλον. Μετά ο λεμούριος μας οδήγησε στο δωμάτιο της Μόλλυ και τα δυο κορίτσια αγκαλιάστηκαν και τάχα φιλήθηκαν -στον χαβαλέ αέρα-καθώς αυτός παρακολουθούσε από την πόρτα. Έδινε συχνά την εντύπωση πως ήταν έτοιμος να σου φερμάρει μιά κ
είχε τη βεβαιότητα πως οποιαδήποτε επίσκεψη αρσενικού αποσκοπούσε αποκλειστικά στό νά του γαμήσει τη Μόλλυ και τίποτ άλλο.
Πρέπει να το
χε κάνει τάμα να μη βγάλει ποτέ από πάνω του μια καρρώ σκωτσέζικη γραββάτα αν και είχα σοβαρές υποψίες ότι γεννήθηκε μ αυτή. Πάνω απ το μανιακά σφιχτό κόμπο της ξεπρόβαλλε ένα μικρό μοχθηρό λαρύγγι μετά ένα τριχοφαγωμένο γκρι μουστάκι και πιό πάνω τα στρογγυλά λεμούρια ματάκια του που τώρα πήραν ν αναβοσβύνουν σαν τα πιν-μπολ γλομπάκια του φλίππερ καθώς η Μόλλυ με πλησίαζε με απλωμένα τα χέρια για αγκαλιά

Η Μόλλυ ήταν το κορίτσι της Κυριακής και για μένα η Μόλλυ 6 με 8. Ήταν η μόνη απ
τα κορίτσια της παρέας που τα κατάφερνε Σάββατο απόγευμα να χει κάνει όλα τα Δευτεριάτικα μαθήματα κι αυτό τέσσερις ώρες μετά το σχόλασμα. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι απ το Στέκι ξυπνάγαμε αργά την Κυριακή μ ένα κεφάλι καζάνι και γλώσσα γουρνοτσάρουχο από τα Τσέστερφηλντ και τα Παλλ Μαλλ κ έπειτα από δύο καφέδες τρία τσιγάρα πλακωνόμαστε στα τηλέφωνα και στις προσφορές ποιός θα κλείσει πρώτος τη Μόλλυ κι αυτό γιατί συχνά τ άλλα γκομενάκια της παρέας η μία είχε διάβασμα η άλλη γαλλικά και πιάνο άλλη πάλι πεϊνιρλί στη Δροσιά με τους γονείς άλλη βίζιτα άλλη αγώνα μπάσκετ στον Τρίτωνα ή τσάι απογευματινό στην Μπλε Αλεπού την άλλη πάλι την πονούσε το μουνί της της ήρθαν και τα ρούχα της και γάμησέ τα. Κ έτσι την πέφταμε οι πιο πολλοί στη Μόλλυ που προσπαθούσε οι κακομοίρα να κρατήσει τις ισορροπίες και τ άκουγε στο τέλος κι από πάνω.
Μόνο εγώ δεν είχα πρόβλημα γιατί
χα μυριστεί ότι η Μόλλυ ήτανε μελό κι όπως είχε πέσει στα σινεμά πολύ Υπέροχο Μυστικό-Όλα και τον Ουρανό Ακόμα-Γραμμένο Στον Άνεμο και άλλα τέτοια τους έστηνε όλους κ ερχότανε μαζί μου. Είχε μάθει και τ  όνομα του σκηνοθέτη και κάθε φορά πριν κλείσουμε ραντεβού ρωτούσε αν ήταν η ταινία του Ντάγκλας Σέρκ έτσι τον λέγανε ―σιγά ρε φιλενάδα κάθε φορά που εσύ καβλώνεις για μελό να σου χει ο τύπος έτοιμη ταινία για την πάρτη σου ταινίες κάνει ο άνθρωπος δεν τυλίγει σουβλάκια. Κ έτσι την κάλυπτα με κάτι Το Φάντασμα Και Η Κυρία Μιούρ-Ας την Κρίνει ο Θεός και τότε ήταν που την ψώνισε με την Τζην Τίρνεϋ.

Στο στριμωξίδι στο ταμείο του σινεμά για τα εισιτήρια έκανε πάντα το ίδιο παιχνίδι. Ακουμπούσε το αγκορά πουλοβεράκι της πράσινο αχνό σε χρώμα ραδιοφωνάκι βακελίτη στο μπράτσο μου κι έτριβε πάνω του μαλακά το στήθος της κι όταν την κοίταζα κοκκίνιζε και μουρμούριζε―κατά λάθος.
Το κατά λάθος το παίζαμε συχνά κάμμια φορά ακόμα και μπροστά στην Μπέττυ που δεν έπαιρνε πρέφα αλλά μέχρι εκεί γιατί σεβότανε τη σχέση μας και μένα με θαύμαζε γιατί ήμουν ό μόνος από την παρέα που τόσο πιτσιρικάς είχα σταθερό γαμήσι. Στο σινεμά μέσα ήθελε να της κρατάω το χέρι κι αυτό το
κανε με όλους. Το κατά λάθος όμς δεν το παιζε με κανέναν πέρα από μένα.
Μετά το σινεμά το κόβαμε με τα πόδια μέχρι το σπίτι της στο πλάι του υγρού πάρκου―χαζεύαμε στον δρόμο τις βιτρίνες στα σινεμά και πάντα ρωτούσε για κάτι ξέμπαρκες που τραβολογιόμουνα κάθε τόσο κρυφά απ
την Μπέττυ―αυτή η Τζέννη είναι καλή νομίζω ότι σ αγαπάει τη Σιμόνη να τη σχολάσεις είναι πολύ μαλακισμένη και μετά με ρωτούσε πότε θα της δείξω τις γυμνές φωτογραφίες της Μπέττυ κ εκεί κάπου 8 και μισή 9 παρά κάτι την ακούμπαγα στον λεμούριο που ήτανε στημένος πίσω απ την πόρτα και περίμενε ή την έκανε τσίλιες στις γωνιές να δει μήπως και πάνω στο καληνύχτα του μπαλαμούτιαζε κανείς την κόρη. Μαζί με την κόρη του δινα τα εισιτήρια και το πρόγραμμα του σινεμά που η Μόλλυ τα παιρνε μετά και τα κόλλαγε σ ένα άλμπουμ.
Γι
αυτό την έλεγα Μόλλυ 6 με 8.

Μετά έπαιρνα την ανηφόρα δίπλα στα παραπήγματα με βήμα σκυφτό μίζερος και σκουντούφλης εκατό χρονώ παλιόγερος να φτάσω στη βάση του βράχου να σκαρφαλώσω τ
αγκωνάρια τα νεροφαγώματα μέχρι το σπίτι λίγο πριν την κορφή στα Τουρκοβούνια γαμημένη Κυριακή πως σκατά θα τελειώσω το κωλοσχολείο δεν το βλέπω.
Άντε κι άναβα τη σόμπα ρουφούσα καυσαέριο σαβούριαζα και κάνα στούμπα κριθαράκι που κόλλαγε το παγωμένο λίπος του στον ουρανίσκο μου άδειασε τώρα τη σάκκα απ τα βιβλία του Σαββάτου μάζεψε της Δευτέρας ριχ τα πάνω στο έπιπλο με το μεγάλο καθρέφτη μια τουαλέτα στη γωνιά λακαρισμένη μ ένα φριχτό φυστικί κι ανακάτευα εκεί πάνω τετράδια και βιβλία από που ν αρχίσω γαμώ την Κυριακή μου μέσα. Είχα και τον καθρέφτη απέναντί μου άντε να μελετήσεις τώρα και να χεις τη φάτσα σου να σε κοιτάζει.

Δευτέρα έξη και μισή πεταγόμουνα παγωμένος απ το κρεββάτι φόραγα τα υγραμένα ρούχα και νηστικός με την ψυχή στα δόντια βουτούσα στην κατηφόρα περνούσα την αφετηρία στο Πολύγωνο γιατί δε βόλευε και πηλαλούσα για του Γκύζη κι αν ήμουν τυχερός έπιανα εκεί το λεωφορείο κ έφευγα κρεμασμένος σαλταδόρος απ την πίσω πόρτα μέχρι την άλλη στάση που με σπρώχναν μέσα οι βάρβαροι και με στριμώχναν σε κοιλιές σε χοντροκώλες—από μασχάλες κάτω βρωμερές κωλόγριες—καλή βδομάδα τώρα μαλάκα μου.
Και άντε πάλι η κωλοπηλάλα από την άκρη Ιπποκράτους μέχρι Σίνα και εκεί την άραζα λαχανιασμένος στον κηπάκο απ τη Λεόντειο απέναντι κι έκανα ένα τσιγαράκι να κουλάρω για να περάσω μετά πάντα ένα τέταρτο αργά την είσοδο να με βουτήξει ο φρερ Κρισολόγκ—που πάει να πει ο αδερφός Χρυσολόγος ν αρπάξει και να μυρίσει βιτσιόζικα τα δάχτυλα και να μου πει πάλι—τσιγάρο κάπνισες πρωί πρωί γρήγορα στην τάξη σου.

3
________________________________

           —Τον Μπαρντέμ τον είδες ρε μαλάκα:...ξύπνα ηλίθιε—με ταρακουνούσε άγρια πάνω στη ντιβανοκασσέλα μου ο Τάκης ο μαλακοκαύλης ο κολλητός μου.

Ξεκουκουλώθηκα στα μπρούμυτα.
           —Τι θέλεις εδώ ρε λούστρο πότε γύρισες;...μου είπε αργά τ απόγευμα και πήγε στο Αττικόν να δει τον Μπαρντέμ.
           —εσύ τον είδες τον Μπαρντέμ ηλίθιε;
Σηκώθηκα ακούμπησα στους αγκώνες μου και προσπάθησα να συνέλθω.

           —εννοείς τον Χουάν Αντόνιο Μπαρντεμο Θάνατος του Ποδηλάτη;
           γιατί ξέρεις κάναν άλλο Μπαρντέμ ρε ηλίθιε; 
           —εντάξει και τι έγινε;
           —έγινε ότι γύρισαν το βιβλίο σου μαλάκα μου. Πήγαινε να το δεις στο Αττικόν να πάθεις την πλάκα σου.
           —ποιο βιβλίο ρε;
           —αυτό που έκανες και σενάριο...μ εκείνο τον τύπο που χάνει μια γκόμενα κ επειδή δε μπορεί να τη βρει στο τέλος πάει και την παραγγέλνει ολόιδια ηλεκτρικιά και δίνει και τα κείμενα—τι πρέπει να του λέει—πότε πρέπει να κλαίει—να του κάνει έρωτα κ έπειτα...
           —ξέρω ρε ηλίθιε εγώ το γραψα δε χρειάζεται να μου πεις τώρα όλη την ιστορία με την τσίμπλα στο μάτι άντε κάνε κάνα καφέ να ισιώσουμε.
           —να μην ισιώσεις ρε ηλίθιε να κοιμάσαι μέχρι τις τέσσερις τ απόγευμα και ν αφήνεις τους άλλους να γυρίζουν τα σενάριά σου κ έφυγε για την κουζίνα και καθώς βαριότανε να μου φτιάξει τον γαλλικό με σικορέ μου χωσε ένα καραμπινάτο κρύο νεσκαφέ κάτω από την ξυνισμένη μούρη μου απ αυτούς που μια γουλιά σου κάνουν τ άντερα κομποσκοίνι.
Καπνίσαμε δυό τσιγάρα χωρίς να μιλάμε. Έξω έβρεχε μια γλίτσα κι άκουγα τα λάστιχα απ τ αυτοκίνητα στην άσφαλτο καθώς σχεδιάζανε μπακλαβαδάκια πάνω στη λασπουριά της Βικτώριας.

Με τον Τάκη συναντηθήκαμε στην Πέμπτη στη Λεόντειο. Ήταν ένα όμορφο παιδί όχι ψηλός αλλά καλός κατοστάρης με ωραία μαύρα μάτια και κάτι τρίποντες βλεφαρίδες.Πάνω απ τ αριστερό του φρύδι ξεκίναγε κ έφτανε μέχρι στο πλάι σαγόνι μία ροζ γραμμή σημάδι από παλιά ουλή καθόλου ηρωικής προέλευσης που 'δινε κάποια ιστορία στη φάτσα του κ' έκανε τις γκόμενες να γουστάρουνε. Στα διαλείμματα καθόταν σε μια άκρη της εσωτερικής αυλής κι ατένιζε το σύμπαν μ' ένα πολύ σνομπέ υφάκι κρατώντας πάντα την τσάντα του φουσκωμένη από κάτι τερατώδη σάντουϊτς που του 'φτιαχνε η μάνα του—γιατί ήτανε αδύνατος λέει—με μουρταδέλλα τυρί και ντομάτα ή φέτες από κρύο κρέας και μαρούλι και τα πουλούσε να μαζέψει φράγκα για το ποκεράκι Κυριακή πρωί στην κρυψώνα του στο ρέμα της Φιλοθέης παρέα με τον Λούλη τόν Βιθέντε τόν Βαγγέλη τόν Νίκ Ντελή το Φίδι την Πέπη και τον αδερφό της και μερικά άλλα εξαιρετικά λουλούδια. Το Σάββατο πουλούσε Τσέστερφηλντ και Κάμελ τρεις δραχμές το τσιγάρο ο λούστρος.
           Μια μέρα με πήρε είδηση ότι τον έκοβα κι άρχισε κι αυτός να κόβει.
           —Μην τον κάνεις παρέα αυτόν γιατί 'ναι κωλόπαιδο με ειδοποίησε ένα καθολικάκι από τήν τάξη.
Ένα Σάββατο παίξαμε μπάσκετ στην αυλή—ήταν πολύ γρήγορος έβαλε τρία ξεγυρισμένα καλάθια μετά τα παράτησε επιτόπου κ' έφυγε.
           —που πας; τον ρώτησα.
           —φεύγω είπε.
           —γιατί ρε αφού νικάμε;
           —να νικήσεις μόνος σου είπε εγώ μαράθηκα.
Του 'ριξα επιτόπου μια δόση ψυχολογίας εκδόσεις Γκοβόστη από το πανέρι—Άμυνα κάνεις και πουλάς υφάκι σνομπαρία γιατί 'σαι έξω απ' τα νερά σου. Δε μίλησε—Καλά κάνεις και τους περιφρονείς όλοι ελβιτίνη και μαρέλ είναι 'δω μέσα.
Μετά μίλησε.
           —την Κυριακή τι κάνεις; ρώτησε.
           —τίποτα.
           —ξέρεις το πέτρινο περίπτερο στη Φιλοθέη;
           —το ξέρω.
           —Κυριακή στις 12 στο πέτρινο αλλά χωρίς τη γκόμενα.
           —ποιά γκόμενα;
           —αυτή που τη στήνει έξω από το σχολείο.
           —την Μπέττυ;—έγινε.
           —πόκερ παίζεις;
           —ξέρω αλλά δεν παίζω.
           γιατί;
           —γιατί παίζω πολύ καλά.

           Μετά με πλησίασε πάλι το καθολικό ρουφιανάκι.—Γιατί τον κάνεις παρέα αυτόν αφού είναι κωλόπαιδο.
           —Γιατί 'ναι κωλόπαιδο του 'πα.


Άναψα το τρίτο τσιγάρο και τον ρώτησα πως πήγε η Θεσσαλονίκη. Ήταν ανταποκριτής σ' ένα αυστριακό δύκτιο τηλεόρασης κι ανέβηκε να καλύψει κάποιο πολιτικό θέμα.
Έσπρωξε πλάι την ονειροπόληση κι άφησε ένα από κείνα τα δαχτυλίδια καπνού που συνήθιζε να φτιάχνει σημάδι εισαγωγής μιας τάχα μου σούπερ συνταρακτικής αποκάλυψης.
           —Ήμουνα στη Θεσσαλονίκη απάντησε και βρήκα ματάκια.
           Το Θεσσαλονίκη το ήξερα, το ματάκια όμως με γέμισε ανησυχίες.
Έριξε ακόμα άλλο ένα δαχτυλίδι και περίμενε. Μετά έγειρε πίσω την καρέκλα του μέχρι που τα μπροστινά πόδια σηκώθηκαν κ' ήρθε η πλάτη της κι ακούμπησε στην άκρη του μεταλλικού γραφείου μου. Τα πίσω άρπαζαν σύριζα την άκρη της μοκέττας—τώρα θα γλυστρίσει θα γκρεμοτσακιστεί και θα του φύγει το υφάκι.
           —καλλίτερα απ' της Ντάνα Γουίντερ; ρώτησα.
           —πολύ ματάκια...και τρεμόπαιξε στοχαστικά τις βλεφαρίδες του.


Συνήθως ο Τάκης σιχαινότανε τις γκόμενες.—είναι όλες σιχαμένες πουτάνες και βρωμιάρες εκτός απ' αυτές που είχανε ματάκια και ματάκια πάει να πει μια κυρία που 'βγαινε μέσα από την ομίχλη με μάτια όλο υγρή μελαγχολία και προχωρούσε κατά πάνω του αέρινη κι ανεξιχνίαστη σέρνοντας απαραίτητα πίσω της ξόμπλια νοτιά της Όστριας και κάργα μυστήριο.
Κι αν τύχαινε και του καθότανε το σκηνικό ο Τάκης φρόντιζε να μαραθεί στα γρήγορα και τίναζε την κυρία Όστρια στον αέρα κ' έπειτα έπεφτε σ' ένα κώμα ερωτικό προς το τρίμηνο μεθοκοπώντας και θρηνώντας τα χαμένα του ματάκια. Και ποιανού τ' αρχίδια έσπαζε στη γκρίνια;
Τα δικά μου.


Σίγουρα στην εκτίμισή του ήμουνα βαθμολογημένος κάτω απ' τη βάση κι αυτό γιατί εγώ γούσταρα και σαβουρόδερνα από λινάτσα σε λινάτσα. Μ' άρεσε να του περιγράφω το γαμήσι με τη χοντρή πλάτη μιας γκόμενας μες την ακόμη τα σπυριά και τα μπιμπίκια με μαυροκέφαλα στην άκρη κι ο Τάκης έλεγε σταμάτα ηλίθιε θα ξεράσω.
           —καλά δεν ξέρεις τι κάβλα είναι να της τον χώνεις να σπας σπυράκια και να πετάγεται σμήγμα κίτρινο κι αυτή η καριόλα να ερεθίζεται.
Μια φορά τον έψησα και του 'κλεισα ραντεβού με μία γνωστή μου μπαλλαρίνα το καλλίτερο πισωκολλητό της πόλης και άντε με τα χίλια ζόρια δέχτηκε και πήγε να γλυτώσει τη μουρμούρα μου για να τον συναντήσω μετά από τρεις ώρες στη Βικτώρια ένα τετράγωνο μακριά απ' το σπίτι μου να περπατά με χέρια πόδια ανοιχτά σα συγκαμένο ρομποτάκι.
           —που πας ρε μαλακοκαύλη; τον ρώτησα.
           —σπίτι σου να κάνω κάνα μπάνιο βρωμούσε η πουτάνα.
           —και γιατί περπατάς έτσι;
           —σιχαίνομαι μην ακουμπήσω πάνω μου είπε και συνέχισε για το σπίτι μου περπατώντας μες στα ρούχα του.

Μου είπε πως ήτανε μόνος του κι έκανε σκοποβολή σ' ένα μικρό μαγαζάκι πάνω στην παραλία κάπου ανάμεσα σε Λευκό Πύργο και Όλυμπο-Νάουσα. Είχε τελειώσει τη δουλειά του από νωρίς σουρούπωνε κι αυτός είχε αρχίσει να μαραίνεται στην υγρασία και το πούσι του Θερμαϊκού και βάραγε βαριεστημένα με τα στραβόκανα τα χαρτονάκια και οι φουντίτσες με τη σιδερένεια μύτη πέφταν όπου γούσταραν όταν έννοιωσε μια παρουσία αεράκι δίπλα του αλλά ζοχαδιασμένος δεν έδωσε σημασία μέχρι που άρχισε να νοιώθει κάτι στο πιο έντονο—κάτι σα να τον σκούνταγε μια αύρα γύρισε τότε και την είδε.
           —ματάκια του είπα.
           —τώρα γιατί μου το γαμείς;
           —εντάξει τι είδες;
           —ματάκια.
           —έ, τι 'πα κι εγώ; Κ' έπαθες την πλάκα σου.
           —μήπως ρε ηλίθιε θέλεις να πεις εσύ την ιστορία μου;
           —εντάξει συγγνώμη γύρισες και είδες ξαφνικά ματάκια.
           —κ' έπαθα την πλάκα μου.
Άναψα πάλι τσιγάρο να 'χω το στόμα μου απασχολημένο μην τον χέσω.

           Στη θέα της του πήρε λίγο να συνέλθει  προσπάθησε να μαζέψει την ταραχή του κ' έτσι κρύφτηκε πρόχειρα πίσω από μια χειρονομία καθώς της πρότεινε το όπλο να σημαδέψει κι αυτή με πολύ υγρά μάτια έγνεψε αρνητικά και του 'δωσε μ' ένα θλιμμένο χαμόγελο την άδεια να συνεχίσει και τότε αυτός της μίλησε στα γαλλικά.
           —καλά την πούτσισες κανονικά δικέ μου και θα σε πέρασε για κανένα ψώνιο άκου γαλλικά σε Θεσσαλονικιά—πας καλά;
           —γιατί ρε ηλίθιε δε μιλάνε γαλλικά οι Θεσσαλονικιές;
           —μιλάνε αλλά άμα τις ακούσεις είναι σα Βουλγάρες.
           —δεν ξέρω πως μου ήρθε και της μίλησα στα γαλλικά.Μετά κάρφωσε το βλέμμα του στον τοίχο πίσω μου όπου απ' ότι θυμόμουν δεν υπήρχε τίποτα αλλά μ' έψησε και κοίταξα κι εγώ.
           —και τι της είπες ρε μεγάλε;
           —αν θέλει να πάμε παρέα για κάνα καφέ
           —εντάξει δε σκίζει αλλά ό,τι μαλακία κι αν σπικάρεις στο γαλλικό ακούγεται ωραίακι αυτή βούρλιασε κάπως;
           —καθόλου μου απάντησε κι αυτή στα γαλλικά;
           —κοίτα γαλλικό ή σουρδία και τι σου απάντησε;
           όχι ευχαριστώ.
           —απ' ότι ακούω είχατε μια πολύ σύντομη αλλά ενδιαφέρουσα συνομιλία—σκάσε—έσκασα και μπουκώθηκα πάλι γρήγορα το τσιγάρο μου.
Μετά τη ρώτησε αν ήθελε να πάνε να φάνε κι αυτή είπε—όχι ευχαριστώ μετά κάπου είχε πάρει το μάτι του ότι κάπου παίζαν τους Τρισέρ του Καρνέ κι αν ήθελε να το δούνε παρέα—πάλι όχι ευχαριστώ κ' ύστερα αυτή του είπε αν ήθελε να πάνε σπίτι του και τον ρούμπωσε—μένω σε ξενοδοχείο ψέλλισε ο Τάκης κι αυτή είπε—τότε καλλίτερα και τον έπιασε απ' το χέρι να την οδηγήσει.
           —Πήγαμε στο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο και κάναμε έρωτα μέχρι τα μεσάνυχτα.

           —και μετά το 'σκασε γιατί θα γινόταν κολοκύθα.
           —όχι—με αγνόησε—κι έριξε μια δόση νοσταλγίας στα μάτια κοιμηθήκαμε λίγο και μετά κάναμε πάλι έρωτα πολύ ήσυχα πολύ γλυκά βαθιά μέσα στα μάτια της μέχρι που βούρκωσε και σταμάτησα γιατί μέσα στη φάση μου δεν πήρα είδηση πως έκλαιγε από ώρα.
           —την πήραν τα ζουμιά από την κάβλα;
           —δεν ήξερα τότε ρε κωλόπαιδο μετά την αγκάλιασα και λαγοκοιμήθηκα στο στήθος της μέχρι που την έννοιωσα να να σηκώνεται  να με κοιτάζει πρέπει να 'τανε κοντά πέντε τα ξημερώματα και μου είπε σιγά...καθάρισε το λαιμό του κ' έριξε μια τζούρα έσβησε το τσιγάρο άναψε άλλο...και καρφώθηκε πάλι στον τοίχο.
           —να πάω για ξύρισμα μέχρι την πλατεία και μου το λες μετά;
           —μη μιλάς μην πεις τίποτα σε τρεις ώρες φεύγω με το αεροπλάνο για το Παρίσι κάνε μου έρωτα—αυτό μου είπε ρε αρχίδι.
           —και γαμώ τις ιστορίες δικέ μου Στατσιόνε Τέρμινι να πούμε—και τελικά κάνατε έρωτα;
           —μέχρι τις 7 το πρωί και κλαίγαμε κ' οι δύο.
           —συνέχεια;
           —κάπως έτσι...κ' έπειτα έφυγε.
           —δεν πήγες μαζί της στο αεροδρόμιο;
           —δεν ήθελε.
           —Λοιπόν θα το δοκιμάσω κ' εγώ αυτό καμμιά φορά.
Καθάρισε λίγο κάτι γρέζια από το λαιμό του και ρώτησε ποιό αυτό.
           —αυτό ρε μαλάκα μου να γαμώ και να κλαίω μαζί πολύ απελπισία.
           —Τα ματάκια πληρώνονται.
           —να σου πω όμως ρε φίλε γουστάρω αυτήν τη μυστική έλξη που την τράβηξε απ' του διαόλου τη μάνα και την έστειλε σούμπιτη δίπλα σου στο σκοπευτήριο κάπου μες στα κεφάλια σας πρέπει να τρέχει η ίδια μαλακοστούπα μαγικά πράγματα.—τελικά ήτανε Γαλλίδα;
           —Ναι
           —και τι λέγατε όλο το βράδυ...τι είχε το ρεπερτόριο; Τέλλο Άγρα ή Ουράνη;
           —δε θυμάμαι τίποτα...σα να μην έγινε δε ξέρω τελικά κι αν έγινε.
           —Και όνομα παρακαλώ;
           —Τζιμ Μπλαίκερ, ταχυδακτυλουργός από την Οντέσσα μου 'δωσε πάσα και χαμογέλασε—μου 'γραψε στα βιαστικά ένα τηλέφωνο και κάποιο όνομα ψεύτικα υποθέτω και τα δύο.
           —και το ψεύτικο όνομα αυτής;
           —Μόλλυ...

Γύρισα κ' έφτιαξα τα μαξιλάρια στην πλάτη της ντιβανοκασσέλας κέρδισα έτσι κάποιο χρόνο. μετά ταχτοποίησα δήθεν την κουβέρτα πάνω μου. 
           —κοντά μαύρα μαλλιά με κοντές αφέλειες;—ρώτησα αδιάφορα και τον ψάρεψα.
           —κοντά μαύρα μαλλιά με κοντές αφέλειες.
           —σα τη Λουίζ Μπρουκς να πούμε.
           —κάπως έτσι.
           —και τη λέγανε Μόλλυ ή Μολλύ, γιατί ξέρεις άρχισα εγώ τις μαλακίες οι Γάλλοι βάζουνε πάντα τον τόνο στο τέλος ας πούμε τον Τζέρρυ Λούις τονε Ζερρύ Λεβίς ο τόνος στο τέλος κατάλαβες;
           —Μόλλυ τη λέγανε κι όχι Μολλύ.
           —και τον Τάυρον Πάουερ τον λένε Τυρόν Πουβέρ πάλι ο τόνος στο τέλος.

           —τι παπαριές μου λες τώρα; Άντε ντύσου να φύγουμε.
Πετάχτηκα απάνω και καθώς μπερδευόμουνα μες στα ρούχα μου κάνοντας πως ντύνομαι διακινδύνεψα...—και το Μόλλυ γράφεται με ένα λάμδα ή με δύο.
           —άκου ρε ηλίθιε έρωτα κάναμε δεν παίζαμε σκράμπλ όλη τη νύχτα άντε πάμε ν' ακούσουμε λίγη μουσική στην καναδεζούλα στην Πλάκα—κερνάω. 

4 
________________________________

Καθώς η Μόλλυ με πλησίασε με απλωμένα τα χέρια για αγκαλιά πήρε είδηση τον λεμούριο που 'χε στηθεί στην πόρτα κ' είπε σιγά εντάξει είναι μπαμπά θα μείνω τώρα μόνη με τους φίλους μου κι όπως ο λεμούριος έκλεινε μ' ένα απελπιστικά αργό τρόπο το πορτόφυλλο η Μόλλυ μ' έκλεισε στην αγκαλιά της και με τάραξε γιατί κάθε που μ' ακουμπούσε ένα γλυκό παχύρρευστο υγρό έτρεχε μέσα μου στα γόνατα λιγώνανε οι κλειδώσεις και μια δροσιά έπαιρνε βόλτα στο στήθος μου.
Για μια στιγμή τραβήχτηκε μακριά μου και με κοίταξε—μα είσαι πολύ ωραίος απόψε και μετά γύρισε στη Μπέττυ που ξύνιζε στο παράθυρο και είπε—δεν είναι πολύ ωραίος απόψε και μετά είρθε κοντά μου κ' είπε σιγά—μακάρι να 'σουν έτσι ωραίος κάθε μέρα.

Με φίλησε απαλά στα χείλη κ' είχε τη γεύση του κοκκινόξανθου εκείνου σιροπιού που αφήνουν τα σφεντάμια το φθινόπωρο. Το πρόσωπό της είχε κι αυτό χρώματα του φθινοπώρου χλωμό κόκκινο του πλατανόφυλλου στα μάγουλα που χρύσιζε στα ζυγωματικά—το τελευταίο σκούρο πράσινο πρίν το χειμώνα μες στα μάτι της και τα μαλλιά μαύρα κοντά με ίσιες αφέλειες στο μέτωπο σαν της Λουίζ Μπρουκς.
           —Πάω στην τουαλέττα είπε συφιλιασμένη απ' τη φάση η Μπέττυ και βγήκε απ' το δωμάτιο τριζάτη και σμιχτομπούτα πάνω στις γκρι σουρί σουέτ γόβες της γιατί φαίνεται πως τρέχανε ακόμα τα σπέρματα στα μπούτια της.

           —κάνατε έρωτα;  μουρμούρισε με συνωμοτικό ύφος η Μόλλυ.
           —που το κατάλαβες μωρή; τη ρώτησα.
           —Όταν κάνεις έρωτα γίνεσαι πολύ όμορφος. Κ' έπειτα πήγε βιαστικά στις μύτες και χώθηκε δίπλα στη κόχη στον μπουφέ προφυλαγμένη απ' την πόρτα.

           —Έλα δω.
           —Τι 'ναι;
           —Έλα δω ρε βλάκα να κάνουμε ένα γρήγορα κάτα λάθος. 

5
________________________________

Χθες βράδυ στις 9 ακριβώς έπεσε για πάρτη μου ένα ξεγυρισμένο ξύλο στο Τοπ-Χατ.
Χωρίς μάλιστα να πάρω μέρος αν κ’ εγώ ο ίδιος το προκάλεσα.
Κατά τις 8 πούλησα την Μπέττυ αφού πρώτα πήγαμε για πάστα στη Μασκωτίτσα Φιλελλήνων κ’ έπειτα για μια γρήγορη στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα προς Φιλοπάππου στο όρθιο δηλαδή αλλά έπεσε σύρμα και πλάκωσαν όλοι οι μπανιστηρτζήδες της περιοχής και τα μαζέψαμε με τα βρακιά κατεβασμένα προς Κουκάκι που ήτανε το σπίτι της. Στη γωνία τη φίλησα μετά αυτή έχωσε το χέρι μέσα στο κυλοττάκι της ξερίζωσε λίγες τριχούλες που τις έχωσε κάτω απ ‘τη φανέλλα μου για να την έχω μαζί μου όλο το βράδυ κουρκουμπίνι μου—καμμία αντίρρηση το ‘παιξα κι εγώ βλέμμα τυχερό νούμερο 4 έπεσε και το σχετικό χαρτζηλίκι και την πούλεψα τρέχοντας στη Βεΐκου για το τραμ.
Εννιά η ώρα είχα ραντεβού με τον Μάνο και τη Στέλλα στο Τοπ-Χατ.
Ο Μάνος έπιασε πριν μερικούς μήνες τα δέκα οχτώ και μόνιμη τη Στέλλα αν και πηδούσε όποια γούσταρε αλλά την πάτησε με τη μικροκαμωμένη Στέλλα τις κάπως εξαντρίκ καμπύλες της και την αλογοουρά μέχρι τη μέση και τα όμορφα σχιστά της μάτια προς το μελί πολύ γκομενάκι.
Αν και τρία χρόνια μεγαλύτερός μου μου ‘ριχνε μόνο δυο τρεις πόντους και καθώς ήμουνα ο μοναδικός στο στέκι που τραβούσα στέντυ γκόμενα με εκτίμησε δεόντως και με πήρε κάτω απ’ την προστασία του. Δηλαδή δε με άφηνε να πίνω παραπάνω και να τραβιέμαι με λινάτσες ακόμα με συμβούλευε πως ν’ αποφεύγω τους κωλομπαράδες και να τα παίρνω πάντα από τις γκόμενες  κι όταν πήγαινε με μια Μερσεντές πούστηδες προς Καλαμάκι ή Καβούρι και κόλλαγα και γω από πίσω του μου ‘λεγε—Σπόρε εσύ θα κάτσεις εδώ και μου ‘ριχνε χαρτζηλίκι για ποτό και δίσκους στο τζιουκ-μποξ και φρόνιμα. Τελευταία με προβίβασε σε φύλακα της Στέλλας , δηλαδή Σπόρε θα κάτσεις στο μαγαζί και θα προσέχεις τη Στελλίτσα δε θα χορέψεις μαζί της ροκ εντ ρολλ γιατί γίνεσαι νούμερο ούτε μπλουζάκια γιατί σ’ κόβω που τρίβεσαι πάνω της μόνο κανένα λάτιν κι από μακριά κ’ έπαιρνε το γυάλινο μάτι του να γυαλίζει επικύνδινα. Τον έλεγα γκλας-άι που πάει να πει γυάλινο μάτι κι αυτό γιατί όταν ζοχαδιαζότανε το ‘να του μάτι πάγωνε σα γυάλινο και γλύστραγε όλος ο βολβός προς τα κάτω—γούσταρε όμως το παρατσούκλι.

Κάποτε έπεσε στα χέρια μου μια καρτ-ποστάλ με τον Δαβίδ του Μικελάντζελο και ο τύπος ήταν ίδος Μάνος κ’ έπαθα την πλάκα μου. Μύτη σπαθάτη σα λεπίδα στα φρύδια ανάμεσα ζοχαδιακή ρυτίδα που έσβυνε στο μέτωπο βλέμμα ανήσυχο και αυστηρό κάπως στην τσίλια σα να ‘ρχεται μια μπετονιέρα κατα πάνω του και κοριτσίστικα σαρκώδη χείλια γαμώ τους γκόμενους κι από κορμί πιο γυμνασμένος από τον Δαβίδ του Μικελάντζελο και πιο μακρύκανος. Έπαιζε μπάσκετ στον Τρίτωνα πρωτάθλημα αλλά ήτανε χάλια κάθε Κυριακή στο μάτς γιατί Σαββάτο βράδυ τον ξεκατίνιαζε όλη η γυναικεία ομάδα του Σπόρτνγκ και το πρωί σερνότανε αλλά ήταν ακόμα πρωταθλητής στο μήκος των εφήβων.
Τα Σαββατόβραδα καμμιά φορα που έπεφτε νηστεία από γκόμενες παρτάκια και άλλα έκτακτα και κλείνανε τα φώτα στο Στέκι παίρναμε αργά τον δρόμο για τα σπίτια μας μέναμε κάπως κοντά  αυτός στα σύνορα Κυψέλης κ’ εγώ στην κορυφή στα Τουρκοβούνια. Διασχίζαμε παρέα την υγρή χλαπάτσα του πάρκου περνάγαμε τα παραπήγματα και φτάναμε στο σταυροδρόμι να χωρίσουμε αλλά πάντα την τελευταία στιγμή μου ‘λεγε πάμε σπίτι μου ν’ ακούσουμε λίγο κουλ τζαζ. Κάπου του ‘χανε πέσει δυό δίσκοι του Ντιούκ έλλινγκτον και τους ελιωνε κανονικά. Με κέρναγε κόκκινο βερμούτ με πάγο ανάβαμε τσιγάρα ακούγαμε και τους δυό δίσκους κανονικά και στο φλιπσάιντ—δύσκολη μουσική και μετά κάναμε το τελευταίο τσιγάρο χυμένοι στον καναπέ μέχρι και γώ να του απαγγείλω το ποίημα που αγαπούσε για να κλείσει η βραδιά. Τήν είχε κάνει ψώνιο με την “Αρμίδα” του Καββαδία αυτό που αρχίζει
Το πειρατικό του Captain Jimmy
που μ’ αυτό θα φύγετε κι εσείς
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Κι έλεγε για κάτι ναυτικούς που στο ταξίδι για το Περού πλακωθήκανε στα χασίσια κ’ έτσι άρχισαν να βλέπουνε σειρήνες και γοργόνες και κάτι σκελετωμένους τύπους από μεριά Κολόμβου που ‘χανε βρυκολακιάσει και κολυμπούσανε δίπλα στο πλοίο τους καί οι τύποι τήν είχανε κάνει λαχείο άλλα πιό πολύ τού άρεσε τό τέλος πού ζητούσε να το λέω δυό φορές.

Κι έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.

Μετά με πήγαινε μέχρι το σταυροδρόμι μη μου την πέσουνε τίποτα κωλόμπες πιτσιρικάς που ήμουνα και με βρούνε το πρωί σε καμμιά γράνα με σκισμένα τα βάρδουλα.
Δηλαδή συλλογιζότανε φωναχτά στο δρόμο μέχρι οι τύποι να φτάσουνε στο Περού είχανε καπνίσει χίλιους τόνους χασίσι την κάνανε ψώνιο και στο φινάλε την είδανε βεγγαλικό σε στυλ κόκκινοι γλάροι κι όταν χωρίζαμε κανονίζαμε τ’ αυριανά κ’ έτσι και τού ‘λεγα πως έχω Μόλλυ 6 με 8 γυάλιζε το γυάλινό του και μου ‘λεγε κωλόπαιδο έτσι καί πειράξεις τή Μόλλυ θα σε γαμήσω επιτόπου.

Χθες βράδυ στις 9 ακριβώς έπεσε γιά πάρτη μου ένα ξεγυρισμένο ξύλο έξω απ’ το Τοπ-Χατ.
Όταν παράτησα την Μπέττυ και πάτησα κάπως αργοπορημένος το πεζοδρόμια άνοιξε η πόρτα του κλαμπ στο βάθος και χύθηκε έξω ένα γκομενάκι τραβ΄ντας πίσω της τον Έντυ Κόχραν κ’ ένα σκληρό σάμερταϊμ μπλουζ. Προχώρησα κατά κει μέχρι που έπιασα με την άκρη του ματιού ένα κουρσάκι στο πλάι στενό μέ τέσσερις τύπους πού μού ’καναν για γλίτσηδες να με κοιτάζουν. μετά από τέσσερα βήματα αυτοί μέ κάρφωναν ακόμα κ’ έστριψα απότομα και πλησίασα στό μπροστινό παράθυρο.
           —Τρέχει τίποτα;
Ο τύπος μ’ ένα κοκοράκι συσπανσιόν στό μέτωπο καί πίσω από τό τιμόνι έβγαλε κάτιστρογγυλό από τήν τσέπη του τό λύγισε και μου το πέταξε στα πόδια ενώ εγώ έξυσα αργά τόν κρόταφό μου κοίταξα τριγύρω άφησα λίγο να κυλήσει ο χρόνος έσκυψα τό σήκωσα κ’ ήταν μιά δεκάρα λυγισμένη στα δύο πολύ μάγκας.
           —περίμενε τού είπα καί μπήκα μέσα στο μισοσκότεινο Τοπ-Χατ.
Ο Μάνος και η Στέλλα άραζαν στο βάθος—μπροστά μου χόρευαν κι ανακάτευαν τα χνώτα και την τσιγαρίλα κάτι ξέκωλα καλοντυμένα και ξενέρωτααπό τήν σχολή Καζαντζάκη μάλλον καί χαλάγανε την πιάτσα.
           —Ωραίες πλάτες—που ψωνίζεις; φώναξε μία απ’ αυτές καθώς την προσπερνούσα.
           —γιατί θέλεις  να τις γλύψεις, τη ρώτησα όλος ζοχάδα—έ, βούρλο;
           Η Στέλλα μέ πήρε είδηση κι έτρεξε κατά πάνω μου ενθουσιασμένη τόσο πηγμένη ήτανε γιατί κανονικά κάπως μ’ αντιπαθούσε. Ο Μάνος χόρευε καλά μά σπάνια κι αυτή ήτανε ροκατζού τρελλή κ’ έβγαζε ο κώλος της ρώζους καθώς την έστηνε ο δικός μου όλο τό βράδυ στην καρέκλα δίπλα του καί φεύγαν τά σαγόνια της από τή βαρεμάρα μάλλον κουνιότανε ωραία όταν χόρευε και τή ζήλευε.
Μόλις πρόλαβε κι έκανε δυό χορευτικά βήματα απέναντί μου ώσπου να την πιάσω απ’ τη μέση καί να την παρασύρω στο τραπεζάκι της. Τήν στρίμωξα στον καναπέ γιά νά καθίσω απέναντι απ’ τον Μάνο του ‘βαλα τήν τσακισμένη δεκάρα μπροστά του καί ρώτησε τι ‘ναι αυτό αφού πρώτα την πλησίασε στο κεράκι που άναβε δίπλα στο ποτήρι του—μου την πέταξαν κάτι γύφτοι έξω απ’ το Τοπ-Χατ πού ψάχνουνε για φραμπαλά.
           Ο Μάνος κοίταξε τη Στέλλα με σένα θα τά πούμε μετά—πόσοι είναι;
           —τέσσερις τού είπα.
Έσκυψε πίσω του στον Μίμη τον Μπογκομόλετς κι όταν αυτός γύρισε κάτι του είπε και ο Μπογκομόλετς με κοίταξε καί χαμογέλασε σηκώθηκε είπε στην κοπέλλα δίπλα του να μαζέψει τά πόδια της να περάσει κ’ έκανε νόημα στον απέναντί του που όταν σηκώθηκε κι αυτός ένα παιδοβούβαλο που τού ‘ριχνε δύο κεφάλια πρώτη δορά τόν έβλεπα. Σταθήκανε δίπλα στον Μάνο που περίμενε μέ μάτι γυαλενάκι στο σκοτάδι και με προσπέρασν λες κ’ ήμουνα ο άσχετος και φύγαν για την έξοδο. Στο δρόμο τράκαραν με τον αεροπόρο ένα γεροδεμένο τυπά στα είκοσι τρία πού φορούσε πάντα ωραία πέτσινα μπουφάν της ΡΑΦ γι’ αυτό καί κόλλησε τό αεροπόρος που κάτι σα να μυρ’ιήσηκε γιατί ‘χανε κι οι τρείς ένα στυφό υφάκι στύλ πάνε έξω να γαμήσουμε κώλους.
           —Ξύλο; ρώτησε.
Κι όπως αυτοί του έγνεψαν κόλλησε στο κατόπι.
Μετά γύρισε καί με κοίταξε που ακολουθούσα—εσύ τι θέλεις—παρέα είμαι μετά μ’ έκοψε πιό ψηλό από δαύτονε και δεν το προχώρησε. Κοίτα ρε φίλε είχα ξεκινήσει ολόκληρη φάση κι αυτοί μ’ είχανε χεσμένο κανονικά.
Πριν βγούμε έξω από τήν αίθουσα σταμάτησαν στήν εξώπορτα βγάλαν τους ζίππο καί τούς χώσανε στην παλάμη τους και κλείσανε γερά να ‘ναι σφιχτές οι γροθιές.
Εγώ ζίππο δεν είχα—μόνο ένα ξεφτίλικο τζούνιορ Τρίπλεξ καί βγήκαμε έξω.
Πρώτος ο Μάνος δίπλα του ο Μπογκομόλετς καί μετά το παιδοβούβαλο καί τελευταίοι εγώ καί ο αεροπόρος. Ο Μάνος πήγε αργά και στάθηκε πέντε μέτρα μακριά απ’ το κουρσάκι γλίστρισα κ’ εγώ δίπλα του καί οι πόρτες άνοιξαν καί βγήκαν έγω έξη άτομα.
Ο Μάνος έσκυψε δίπλα μου καί μού ψιθύρισε—έξη είναι—εγώ μέτρησα τέσσερις τού είπα τί νά κάνουμε τώρα; Τό κοκοράκι συσπανσιόν πλησίασε σε στυλ ο άνθρωπος πού σκότωσε τον Λίμπερτυ Βάλλανς.
           —Ποιός πέταξε αυτό στον φιλαράκο μου; ρώτησε ο Μάνος καί τίναξε τη δεκάρα μπροστά στον τύπο.—εγώ είπε το κοκοράκι συσπανσιόν καί σταμάτησε στα δύο μέτρα τί γουστάρεις τώρα;—ο αεροπόρος άφησε ένα κακαριστό γελάκι κι ο Μπογκομόλετς μέ τό παιδοβούβαλο ανοίχτηκαν στα πλάγια.
           —ξύλο είπε ό Μάνος αυτό γουστάρω ό τύπος έκανε μπροστά μισό βήμα κι αμόλησε μιά ροχάλα δίπλα στά παπούτσια του—άν είσαι μάγκας κολύμπα—πατώνω απάντησε ό Μάνος καί ξαφνικά τού χύμηξε καί τού ’ριξε μιά κουτουλιά κι άρχισε αμέσως μιά άγρια κλωτσοπατινάδα βρισιές κλωτσιές μπουνιές ροχάλες γονατιές καί ξεμαλλιάσματα κ’ εγώ πήγα νά βγάλω τ’ αμπέχωνο νά πλακωθώ μαζί τους—αλλά σέ μιά στροφή μέ πέταξε πίσω δυνατά ό Μάνος—φύγε από δώ ρέ Σπόρε.
Τήν καλλίτερη δουλειά τήν έκανε τό παιδοβούβαλο πού ’χε κάτι αρβύλες νούμερο 47 καί τούς γαμούσε στίς κλωτσιές καί τούς μπίσταγε μετά πάνω στό καπό καί τίς πόρτες. Ό αεροπόρος είχε ένα προσωπικό στυλάκι κάτι πρός καραγκιόζη κ’ έριχνε τίς κλωτσιές του σά μπουνιές καί τίς μπουνιές κλωτσιές κ’ έτσι τούς μπέρδευε μόνο ό Μπογκομόλετς χτύπαγε σωστά καθότι καί μποξέρ αλλά βαρέθηκε γρήγορα γιατί οί άλλοι δυό τού τήν πέφτανε στά γιούργια κι άτσαλα καί δέν τού ’βγαινε ή προπόνηση. Ό Μάνος χοροπηδούσε σά κατσίκι ανάμεσά τους κουφάλες θά πεθάνετε τούς άδειαζε μέ κουτουλιές τούς έβγαινε στήν πλάτη καί άνετος από κεί σβούριζε τίς γροθιές του στά νεφρά τους.
Ό Μπογκομόλετς έστειλε έναν πάνω στίς λαμαρίνες κ’ έσυρε έναν τύπο γονατιστό δίπλα μου μακριά απ’ τούς άλλους καί τού ’ριχνε τούς μπουλκουμέδες ρυθμικά στή μάπα κάτι ανάμεσα μπουνιά σφαλιάρα κι ό τύπος μέ κοίταξε καθώς τίς άρπαζε καί μού ’πε μέ παράπονο—εμείς ρέ φίλε πλακωνόμαστε γιά πάρτη σου καί σύ κάθεσαι καί κοιτάζεις καί γύρισε απότομα νά ξεφύγει καί κεί τού ξέφυγε καί τού Μπογκομόλετς μιά ξεγυρισμένη που βρήκε σβέρκο καί τόν άφησε σέκο. Αμέσως μετά ακούστηκε μιά πόρτα νά κλείνει τό κοκοράκι άναψε τή μηχανή κ’ ήρθανε δύο στραπατσαρισμένοι μές στά αίματα νά μαζέψουνε τόν σέκο που τόν πετάξανε στό πίσω κάθισμα καί πέσαν από πάνω του νά φύγουν. Τό παιδοβούβαλο έσπασε μέ κλωτσιές τά πισινά φανάρια τους κι αυτοί σπινιάραν τήν ξεφτίλα τους πάνω στά λάστιχα καί φύγανε μέ χίλια πρός τά κάτω καί πόρτες ανοιχτές νά κοπανάνε.
Τό όλο σκηνικό δέν κράτησε ούτε λεπτό. Γίνανε όλα τόσο γρήγορα που εγώ στεκόμουνα ακόμα μέ τό μανίκι μου νά κρέμεται μισοβγαλμένο ψιλοχεσμένος κιόλας γιατί σ’ ό,τι καβγάδες είχα μπλέξει μέχρι τώρα ήτανε—κράτα μή τόν πλακώσω τόν πούστη καί σού γαμώ τό μουνί που σέ πέταγε καί τό μπουγαδοκόφινο τήν αδελφή σου καί τέτοια μέ τό στόμα δηλαδή καί τσαμπουκιές τής πλάκας.

           Μετά έπεσε στά μεγάφωνα καί ή Γκλεντόρα.
Δέ γουστάρω εδώ μέσα πάμε κανά σινεμά είπε βαριανασαίνοντας ακόμα ό Μάνος καί σηκώθηκε—μέ σένα θά τά πούμε αύριο είπε στή Στέλλα που ετοιμαζότανε ν’ ακολουθήσει κι αυτή συμμαζεύτηκε μετά γύρισε καί μέ κοίταξε σέ στύλ φίδι—τί γουστάρει τώρα τό μουνί της;
Έξω απ’ τήν πόρτα τού Τόπ-Χάτ μέ ρώτησε—παίζει κανά καλό ρέ Σπόρε έπαιζε στόν Έσπερο τή Λάουρα—τί ’ναι αυτό ρώτησε τό παιδοβούβαλο—αστυνομικό θρίλλερ καί πρός τό ερωτικό λιγάκι καί είπε ό Μπογκομόλετς γουστάρω φύγαμε.
Μπήκαμε σ’ ένα ταξί Σεβρολέττα ρεφενέ νά μήν αργήσουμε καί σ’ ένα τέταρτο αράζαμε κέντρο πλατεία μές στόν Έσπερο μακριά απ’ τόν κρυστάλλινο πολυέλαιο τής οροφής που όπου νά ’ταν θά ’πεφτε.
Σέ δυό λεπτά βάρεσε ή καμπάνα κι ανοίξανε αργά οί βυσσινιές κουρτίνες στήν άσπρη οθόνη νά  δούμε τή Λάουρα. 

6 
________________________________


Χάζευα το φθινόπωρο κάτω στη συννεφιασμένη πλατεία της Βικτώριας μέσα στην κουζίνα γουργούριζε η μηχανή του γαλλικού καφέ.
Χθές χάλασε μιά δουλειά θέλανε βοηθό σε μια ταινία αλλά τελικά δεν πήρανε γιατί δεν έχω πείρα αν θέλω κάτι στο συνεργείο να κουβαλάω σκηνικά φώτα να καθαρίζω τό πλατώ τέτοια πράγματα και μετά βλέπουμε. Ο Βιθέντε απ’ τις Βρυξέλλες μού ‘γραφε εδώ και μερικούς μήνες κάτι τρελλά μάλλον τό πήγαινε γιά αλκοολίκι δέν έβγαζα νόημα καί τον απασχολούσε αν θα πηδήξει απ’ το παράθυρο ή μήπως θά ήταν καλλίτερα νά κρεμαστεί απ’ τα χοντρά δοκάρια τής σοφίτας του.
Τον τελευταίο καιρό είχα στραβώσει άσχημα αρκετά πιά υπήκοος στη αυτοκρατορία των σκουληκιών κι αρχίζω να πιστεύω ότι ήρθε πιά η στιγμή να υπερασπιστώ μέχρι θανάτου σου το δικαίωμά μου να μην έχεις γνώμη ρέ μαλάκα κι όταν μ’ άκουσε ο Τάκης σαλτάρησε καί είπε μήν τα λές αυτά παραέξω ρε ηλίθιε.
           Χτύπησε τό τηλέφωνο.
           —Είσαι ο φίλος του Μάνου; άκουσα μιά άγνωστη γυναικεία φωνή στό τηλέφωνο.
           —ναι κάναμε ένα φεγγάρι παρέα τί τρέχει;
           —έχω να σου δώσω κάτι από το Μάνο ένα φάκελλο—τί φάκελλο;—ένα φάκελλο δεν ξέρω τι έχει μέσα….
           —εσύ ποιά είσαι;—μιά φίλη του από παλιά δέ μέ ξέρεις—αν είσαι φίλη του από παλιά αποκλείεται να μη σέ ξέρω πως σε λένε;—Νίνα τί σημασία έχει;
           —Έχει ότι εγώ δεν σε ξέρω…τί φάκελλος είναι αυτός;—δεν ξέρω δεν τον άνοιξα ποτέ τόν έχω δυό χρόνια αλλά τώρα βρήκα τό τηλέφωνό σου μπορώ να σέ δώ;
           —Που μένεις;
           —στή Φωκίωνος—ωραία εγώ ‘μαι στη βικτώρια μπορείς σε καμμιά ώρα;—πού νά βρεθούμε;—στό Πέρφεκτ—εντάξει καί μιά στιγμή πώς θά σέ γνωρίσω;—μή σέ νοιάζει κορίτσι μου τέτοα ώρα είναι ερημιά εγώ κ’ εσύ θά ‘μαστε.
           Πού σκατά ήταν ο Μάνος τόσα χρόνια;

Το Πέρφεκτ ήταν έρημο καί ευτυχώς ζεστό μύριζε μόνο λίγο σκόνη καί αρπαγμένη τσιγαρίλα στίς κουρτίνες κι από το βάθος σφύριζε ατμό η μηχανή του εσπρέσσο αυτή καθότανε μπροστά σ’ ένα φλυτζάνι καφέ δίπλα στή τζαμαρία προς την 3ης Σεπτεμβρίου πήγα κοντά της καί κάθισα—εσύ ‘σαι η Νίνα;—Μου έγνεψε.
Πρέπει να ‘τανε στην ηλικία μου στά δάχτυλα του ενός χεριού της το ασημένιο δαχτυλίδι του Μάνου στό άλλο μιά χρυσή βέρα—πού τον ξέρεις εσύ τον Μάνο χαμογέλασε καί πήρα είδηση πώς με μέτραγε πόντο πόντο ήτανε λίγο βαριά βαμμένη για τέτοια ώρα φορούσε μαύρο βελούδινο ταγιέρ καί άπλωνε γύρω της ένα καταραμένο μυστήριο αέρα ανάκατο με άρωμα Ιντιμέιτ—είμαστε κάποτε αρραβωνιασμένοι είπε—ώστε έτσι λοιπόν εσύ ‘σαι η πιτσιρίκα η αρραβωνιαστικιά τού Μάνου απ’ τη Φωκίωνος.—πού τό ξέρεις εσύ αφού ήτανε κρυφό;—σιγά ρε Νίνα πού ήτανε κρυφό—δεν ήτανε;
           —ήτανε αλλά εγώ τό ήξερα—σου το ‘πε ο Μάνος;—όχι βέβαια από αλλού το ‘μαθα καί άφησα τον Μάνο να πιστεύει ότι δεν το ξέρω—αυτό το μπουφάν πού φοράς είναι δικό του το θυμάμαι—κι αυτό το δαχτυλίδι το ασημένιο πού φοράς με τη νεκροκεφαλή είναι δικό του το θυμάμαι κ’ εγω αυτό το άλλο το χρυσό τι είναι;—παντρεύτηκα—όχι τον Μάνο;
           —Όχι.
           —Έβγαλε μέσα απ’ την τσάντα της ένα μεγάλο χακί φάκελλο φθαρμένο στις γωνίες και μου τόν έδωσε πάνω ήταν γραμμένη μισοσβυσμένη τώρα πιά η παλιά μου διεύθυνση στα Τουρκοβούνια μετά με στυλό διαρκείας «αγνώστου διαμονής» ένα μάτσο γραμματόσημα από τη Νότιο Αφρική διάφορα χρώματα σφραγίδες και μιά άλλη διεύθυνση στή Φωκίωνος.
           —Είχες φύγει από κει καί τον έστειλε σε μένα μήπως σε βρω καί να στον δώσω.
Φώναξα το γκαρσόνι να φέρει καπουτσίνο έσκισα άκρη καί προσεκτικά τον φάκελλο καί τράβηξα από μέσα ένα περιοδικό. Αυτή έγειρε πάνω απ’ το τραπεζάκι—στό ιλλουστρασιόν εξώφυλλο του πόζαρε μιά σούπερ γκόμενα φορώντας μιά αντρική χοχόλικη αθλητική φανέλλα έτσι που να την ξεβυζώνει κάπως. Πάνω αριστερά μ’ έναν συνδετήρα ένα κίτρινο χαρτάκι καί κάτι έγραφε μέ τά γράμματα τού Μάνου—αυτή η φανέλλα πού φοράει η γκόμενα είναι δικιά μου γουστάρεις; γράψε μου ρε Σπόρε…
Χαμογέλασα καί έσπρωξα τό περιδικό στό μέρος της να το κοιτάξει κι αυτή άναψα ένα τσιγάρο δε βάζει μυαλό με τίποτα ο πούστης. Διάβασε δυό φορές το σημείωμα άφησε το περιοδικό μπροστά της και με κοίταξε χαμογέλασε λιγάκι—τότε που ‘ημαστε μαζί μου μιλούσε για σένα σε είχε σα μικρό αδερφάκι.—Νίνα αν μου επιτρέπεις αυτήν την οικειότητα το μόνο πού άκουγα απ’ τον δικό μας ήτανε ένα άιντε γαμήσου Σπόρε και κλάιν μάιν πουτς μαλάκα μου καί τέτοια—είχε τόν τρόπο του ν’ αγαπάει—σίγουρα—γνώρισα καί τη Στέλλα—τί κάνει αυτή πάντα όμορφη;—πάντα όμορφη τήν ήξερα από παλιά—πού τήν ήξερες;—μου την έδειξε κάποτε ο Μάνος στο Στέκι από μακριά…δεν είχαμε μυστικά μου τά ‘λεγε όλα καί για τη Ζέτα καί για την Έλσα γιά όλες και για κείνο το νούμερο την Τζοάννα.
           —καί που την γνώρισες τελικά τη Στέλλα;—στην κηδεία.—ποιά κηδεία;
           —Στην κηδεία του Μάνου.
Πετάχτηκα πάνω δεν ξέρω τί έγινε—μού ‘ρθε μιά θολούρα μού ‘φυγε το χέρι τή γράπωσα από τα πέτα την τράβηξα κοντά μου γαμώ τα καντήλια σου πλάκα μου κάνεις ρε παλιόμουνο πού ‘ναι ο Μάνος; άκουσα το ύφασμα να σκίζεται.
           —Ο Μάνος πέθανε.
Τό στομα μου είχε γεμίσει σάλια κι αυτή δεν έκανε καμμιά προσπάθεια να ξεφύγει εγώ την έσφιγγα όλο και πιό πολύ—μέ κοίταζε ήρεμη.
           —όλα εντάξει; ρώτησε το γκαρσόνι που τήν είδε έτσι άγρια σβερκωμένη αυτή του έγνεψε άφησε τον καφέ στο τραπέζι κ’ έφυγε.
           —πέθανε είπε πάλι.
           Την παράτησα κ’ έπεσα πίσω στην καρέκλα μου της είχα κατεβάσει όλο τον γιακά της και κρεμμότανε.
Πέθανε μέσα σε τρεις μήνες δεν σωζόταν με τίποτα τον φέρανε από τη Νότιο Αφρική 27 χρονώ…Όχι τον Όλιβερ δεν τον συνάντησε ποτέ εκεί κάτω—απ’ τους παλιούς ήρθανε μόνο ο Μπογκομόλετς καί ο Πώλ ο Γλίτσης στην κηδεία του άκου ξεφτίλα ο Γλίτσης—δε βρήκε άλλους—η Στέλλα καί κάποια Έλσα μπορεί η Έλσα το πλυντήριο.
           —δε θέλεις να μάθεις από τί πέθανε;
           —τον σκοτώσανε;
           —όχι.
           —τότε δεν θέλω να μάθω…
           —ούτε πού τόν θάψανε;…άν θέλεις να του πάς λίγα λουλούδια…
           —καλά έτσι καί τού πάω λουλούδια θα σηκωθεί από τον τάφο καί θα με πλακώσει στις φάπες ο δικός μας—άκου λουλούδια…μου φαίνεται ότι δεν τον ήξερες καλά τον φιλαράκο μας Νίνα.
           —είσαι πολύ κυνικός.
           —εντάξει το ‘χω ξανακούσει αυτό το παραμύθι πρόσεξε τώρα Νίνα όπως σέβομαι εγώ το πένθος σου έχω την απαίτηση να σεβαστείς κ’ εσύ τη δικιά μου τρέλλα…ο Μάνος έχει πολλές δουλειές να κάνει ακόμα καί δε θα τα τινάξει αν δεν πάρει πρώτα πίσω το ρεκόρ στο μήκος…εσύ λοιπόν να τον κλαίς κι εγώ θα του κάνω παρέα στην προπόνηση.
Βγήκα απ’ το Πέρφεκτ πέρασα απέναντι τον δρόμο σφίγγοντας παραμάσχαλα το χακί φάκελλο του Μάνου και πάτησα στην πλατεία σα να περπατούσα πάνω σε μπαμπάκια σαν τότε που κατέβασα μισό μπουκάλι βαλεριάνα να αντέξω την απόξεση της Μπέττυ.
Ακούμπησα τη ζαλάδα μου στα κάγκελα της σκάλας π’ ανέβαιναν απ’ τον υπόγειο της Βικτώριας κ’ έβαλα τό παπούτσι μου πάνω στο κασελάκι του πρώτου λουστράκου που ήρθε κοντά μου—σπέσιαλ κύριος; ρώτησε—πολύ σπέσιαλ δικέ μου κι αν με πας σ’ ένα τέταρτο στ’ αεροδρόμιο θα σου δώσω τα  διπλά—δέν κατάλαβε τίποτα μήπως κατάλαβα κ’ εγώ;
Ήθελα το τηλέφωνο της Στέλλας καί της το ζήτησα αλλά η Νίνα δεν μπορούσε να μου το δώσει έπρεπε πρώτα να την ρωτήσει τώρα πρέπει να φύγει αν δεν αισθάνομαι καλά έχει αυτοκίνητο να με πετάξει όπου θέλω κ ‘ειδα έξω απ’ την τζαμαρία παρκαρισμένη μιά άσπρη Τζουλιέττα—δέ χρειάζεται μένω δυό βήματα κάτω απ’ την πλατεία πάντως Νίνα παντρεύτηκες ωραίο αυτοκίνητο.
Σηκώθηκε θυμωμένη καί πέταξε κάποια χρήματα πάνω στο τραπέζι—τι’ ναι αυτά;—μού ‘χε γράψει ο Μάνος όταν σε βρω να σε κεράσω έναν καφέ εκ μέρους του και να σου πώ γειά σου Σπόρε. 

7
________________________________

Μετά από μιάμισυ ώρα κάθισαν όλοι σκεφτικοί στο κοντό σκαλάκι έξω απ’ τον Έσπερο κατέβασε κ’ ένας τύπος τα διχτυωτά ρολλά του σινεμά έσβησε τα φώτα μεσάνυχτα κοντά με τη Σταδίου έρημη στό ψιλόβροχο—περίεργη ταινία είπε το παιδοβούβαλο τά δάχτυλά του στίς κλειδώσεις ήτανε γδαρμένα καί λίγο αίμα είχε ξεραθεί στον κρόταφό του δηλαδή πετάχτηκε ο Μπογκομόλετς  ο τύπος αγάπησε ένα πτώμα αυτήν την Λάουρα πολύ αφασία δικέ μου—πάντως εγώ τή γούσταρα πολύ είπε κι ο αεροπόρος δεν έχω ξαναδεί τέτοια ταινία καί πέταξε ένα αμερικάνικο στον Μάνο πού τον ρώτησε ποιά ‘ναι αυτή η γκόμενα πού έπαιζε τη Λάουρα.
           —Τζην Τίρνεϋ τι λένε—καί πότε έσκασε μούρη το μουνάκι και δεν τό πήρα είδηση τζήν πώς;—Τίρνεϋ Τζήν Τίρνεϋ καί σε παρακαλώ όταν τη συναντησεις να τής φερθείς σαν κύριος γιατί ‘ναι η αγαπημένη της Μόλλυ.
           —Είναι κανείς για Μεταξουργείο; σηκώθηκε το παιδοβούβαλο ο αεροπόρος πήγαινε Ομόνοια είπανε γειά καί φύγανε παρέα—ο Μπογκομόλετς πήγαινε αντίθετα προς Νέο Κόσμο και μείναμε εγώ κι ο Μάνος κάτσε ρε φίλε πριν δυό ώρες πλακωνόμαστε καί τώρα φύγανε έτσι;
           —τώρα τι θέλεις να βάλουμε ορχήστρα—άντε πάμε σπίτια μας είπε καί σηκώθηκε απ’ τα σκαλάκια τίναξε το παντελόνι του καί πήραμε προς τα κάτω τη Σταδίου.
Στα εκατό μέτρα απέναντι βρήκαμε το Πέτρογκαδ ανοιχτό ακόμα να λάμπει σά λούνα πάρκ στήν έρημο με τα φώτα στις βιτρίνες του να χρωματίζουνε γυαλιστερά το βρεμμένο πεζοδρόμιο κερνάω πιροσκί είπα καί περάσαμε το δρόμο.
Μέσα δεν υπήρχε ψυχή αλλά ήτανε ζεστά καί κόζυ βγάλαμε τα μπλε αμπέχωνα καί χυθήκαμε στους δερμάτινους καναπέδες μού άναψε το τσιγάρο με το ζίππο του κ’ έγειτε πίσω κι άναψε και το δικό του.

Ωραίο πιστόλι ετούτο μα την πίστη μου
κι’ ειν’ εντελώς καινούργιο καί γεμάτο.
Κι όπου καί νάναι θα φανή και το Βλαδιβοστόκ
το  τ έ ρ μ α… που  δεν  έχει  π α ρ α κ ά τ ω.

           —μή μου γαμάς τη νύχτα τώρα ξέρεις πως δε γουστάρω τέτοιες μαυρίλες αν είναι κανένα από κείνα του τύπου του θαλασσινού γουστάρω.
           —δυό πιροσκί καί δυό βιενουά.
           —τ’ άρπαξες πάλι Σπόρε απ’ την Μπέττυ σωστός νομίζω ο φιλαράκος μου. Μετά έπιασε να κοιτάζει κάτι βιτρίνες δίπλα με κάτι ρώσσικα ζωγραφιστά αυγά—πραγματικά είναι;—μάλλον πορσελάνη ή κάτι τέτοιο.
           Πήρε το βλέμματου μιά βόλτα κάπου σταμάτησε κ’ είπε μέσα απ’ τα δόντια του μη γυρίσεις να κοιτάξεις αλλά στο βάθος κάθεται ένα πουρό καί μας κόβει.
έκαν πως γυρίζω πίσω να φτιάξω τό αμπέχωνο στη ράχη του καναπέ μου κ’ είδα τον τύπο έναν ηλικιωμένο απρομάλλη με λεπτό ευγενικό πρόσωπο νά κάθεται μόνος του και να πίνει βάθος στη γωνία μισοκρυμμένος από μιά βιτρίνα με άγιες εικόνες κοιταχτήκαμε τού χαμογέλασα καί κούνησα το κεφάλι μου ελαφρά σε σχήμα χαιρετισμού χαμογέλασε κι αυτός κ’ έκανε το ίδιο. Μετά γύρισα μπροστά στον Μάνο—τόν ξέρεις τόν τύπο;—ναί ρέ μαλάκα μου ο ιδιοκτήτης είναι ο πιανίστας ο Γιάκοβλεφ.
           Μαίρη Λώ καί Νίκ Γιάκοβλεφ αυτός είναι;…τούς ακούω ντουέτο στο ράδιο ωραίο πιάνο.
           —αυτός είναι ήρθανε καί τά πιροσκί κ’ οι καφτοί βιενουάδες. Πέσαμε κ’ οι δυό σαν καννίβαλοι—μην τρώμε έτσι με συμμάζεψε ο Μάνοςθα μας περάσει για λιγούρια ο τύπος.
Ανάψαμε μετά δυό τσιγάρα και τήν πέσαμε στον βιενουά που τον σερβίραν σε ψηλά χοντρά ποτήρια μέσα σε ασημένιες σκαλιστές θήκες τραβήξαμε σιωπηλά μερικές τζούρες με πιάσαν κ’ εμένα οι μαυρίλες μου τι σκατά θα γίνει εδώ πέρα γαμώ την αφραγκιά καί τη μιζέρια μου πως θα τελειώσω το γαμημένο το σχολείο αφού δε γουστάρω με τίποτα.
           —καλά ρε Σπόρε και σένα τι ’ θελε ο γέρος σου και σ’ έχωσε στη Λεόντειο με τους κωλοφρέρηδες αφού ‘ναι αυστηρό το γαμημένο.
           —λέω να την κάνω προς το ναιτ κλαμπ Φωτόπουλος Διδότου, αλλά ζητάει δέκα χρυσές ο πούστης γιά να περνάς τη χρονιά και δεν περισσεύουνε. Μου το είπε η Μπέττυ πως μπαίνει κάθε Δευτέρα μες στην τάξη καί τους λέει—την Πέμπτη αιφνιδιαστικό διαγώνισμα στην τριγωνομετρία τους δίνει και τα θέματα και δεν τρέχει τίποτα γράφουνε όλοι για 18 και 20 αλλά πολλά λεφτά ο λούστρος.           —τελικά μπορεί να την πέσω σε κάνα νυχτερινό.
           —το σκέφτηκα κ’ γω είπε ο Μάνος χρειάζομαι το κωλόχαρτο γιατί του χρόνου καλοκαίρι φεύγω για το Γκραυς Αυστρία άρχισα κ’ ιδιαίτερα γερμανικά.
           —Τι θα κάνεις εκεί πέρα ρε μαλάκα;
           —πολιτικός μηχανικός ρε Σπόρε τι θα κάνω;…σε λίγα χρόνια τούτος ο κωλότοπος θα χτίζεται απ’ άκρη σ’ άκρη χρειάζονται πολιτικοί μηχανικοί.
           —εκεί πάνω ρε μαλάκα είναι διόμισυ χιλιάδες Έλληνες φοιτητές πού παίζουνε όλη τη μέρα πρέφα και ποκεράκι χαρακίρι τι σπουδές θα κάνεις θα το γαμήσεις.
           —αν δεν τα καταφέρω τότε πάω Γιοχάνεσμπουργκ είπε με πονηρό υφάκι έχω άκρες εκεί κάτω θ’ ανοίξουμε ένα πάρκινγκ μ’ ένα φιλαράκο φράγκα ζωή και κότα και γαμήσι.
           —όλο το μουνί έχεις στο μυαλό σου.
           —γιατί εσύ τι έχεις ρε Σπόρε;
           —το μουνί ρε μαλάκα και γελάσαμε για πρώτη φορά αυτό το βράδυ κ’ έπειτα του ‘πα σιγά—Μάνο θέλω να μου κάνεις μιά χάρη αν είσαι φίλος.
           —τι φίλος ρε Σπόρε αφού σήμερα πλακώθηκα στο Τοπ-Χατ για πάρτη σου.
Έγειρα πάνω από τον βιενουά και τον πλησίασα λιγάκι—δε γουστάρω να με φωνάζεις Σπόρο.
Με κοίταξε για λίγο παραπάνω απ’ ότι έπρεπε—τι κακό έχει ο Σπόρος ξέρεις πόσο χρονώ είσαι ρε μαλάκα;
           —ξέρω δεκαπέντε όπως ξέρω ακόμα ότι μου ρίχνεις μόνο 2-3 πόντους κι ότι έχω πιό μεγάλες πλάτες από σένα σε καλύπτω όταν χτυπάς τα έχτρα γκομενάκια πάω τη Στέλλα σινεμά σε κάτι μαλακίες μιούζικαλ της κάνω το μαντρόσκυλο στο Στέκι μετράω τα ποτά της έχω τα χέρια μου κοντά τη σέβομαι και σου ‘δωσα τρεις φορές το σπίτι να γαμήσεις την Έλσα το πλυντήριο και ξεροστάλιαζα ο μαλάκας κάτω στην αφετηρία μή πλακώσει ο γέρος μου—το Σπόρος κομμένο.
           —γιατί εγώ δε σε καλύπτω με την Μπέττυ;
           —σωστός αλλά το Σπόρος κομμένο.
           —γιατί τι θα μου κάνεις ρε Σπόρε; Κι άρχισε να πέφτει ο βολβός στο μάτι τού γκλας-άι.
           —κάτι θα σου κάνω και σταμάτα να μου γυαλίζεις εμένα το μάτι μήν πλακωθούμε εδώ μέσα.
           —Άντε ρε φίλε θα μας δείρεις κιόλας από πάνω—για φάε ένα μαλάκα.
           —Είπα ότι θα πλακωθούμε αυτό δε σημαίνει ότι θα σε δείρω κιόλας κι αυτό του άρεσε—αλλά μπορώ να σου κάνω κάτι χειρότερο—τι χειρότερο;—ρώτησε κ’ έσκυψε μπροστά πάνω απ’ το τραπέζι—έγειρα κ’ εγώ μέχρι που φτάσανε οι μύτες μας στους τρείς πόντους και κοιταζόμαστε αλλήθωροι.—κάτι πολύ χειρότερο ψιθύρισα.
           —τι χειρότερο ρε μαλάκα;
           —θα χορεύω συνέχεια μπλουζ με τη Στέλλα.
Έπεσε πίσω ξεκαρδισμένος απ’ τα γέλια μετά πνίγηκε ήπιε νερό  έφτυσε το μισό πάνω του μπούκωσε απ’ τα γέλια και τ’ απόνερα κόπηκε η αναπνοή του και γλίστρισε λιγωμένος κάτω απ’ το τραπέζι ρεζίλι γίναμε.
           —Το λογαριασμό γύρισα στο γκαρσόνι που ‘χε στηθεί ανήσυχο λίγα μέτρα πιό πέρα.
           —είναι κερασμένα.
Ο Μάνος έσκασε μούρη πίσω απ’ το τραπέζι—κερασμένα από ποιόν;—από τον κύριο Γιάκοβλεφ είπε. Γύρισα πίσω μου αλλά στο βάθος τραπεζάκι δεν ήτανε κανείς.
Σηκώθηκα—που είναι να του πούμε ευχαριστώ;
—έφυγε αλλά μου είπε να καθίσετε όσο θέλετε.
Τον έκοψα κάπως ταλαιπωρημένο ακούστηκε κι ο ξερός ήχος κάποιου διακόπτη στο βάθος κ’ έσβησαν τα πίσω φώτα—μπα ειν’ αργά θα την κάνουμε κ ‘έβγαλα κάτι αξιοπρεπή ψιλά απ’ την τσέπη μου και τ’ άφησα πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι για πάρτη του. Μας συνόδευσε μέχρι την πόρτα είπε ευχαριστώ καληνύχτα έκελισε κλείδωσε.
Το ψιλόβροχο έξω το ‘χει δει κατούρημα βροχούλα και πήραμε το δρόμο τοίχο τοίχο κάτω απ’ τις μαρκίζες και μέχρι να φτάσουμε μετά από μια ώρα στο σταυροδρόμι να χωρίσουμε τ’ αμπέχωνά μας ζύγιζαν είκοσι κιλά απ’ το νερό που ρούφηξαν.
—έχω αγώνα αύριο θα ‘ρθεις; Μου ‘χαν χωθεί κάτι σκουριασμένα χαρτιά στα γόνατα και η μέση μ’ έσφαζε απ’ την υγρασία και τον ποδαρόδρομο—αν δεν τα καταφέρω απογευματάκι στο στέκι—δεν θα κατέβω Στέκι είπε και με κοίταξε πονηρά αλλά εγώ δεν τσίμπησα μόνο τον ρώτησα κ’ η Στέλλα;—τα ‘χω κανονίσει εσύ τάφος εντάξει;
           —εντάξει και γύρισα για το λόφο. Δεν είχα κάνει δέκα βήματα κι άκουσα να φωνάζει  μες στη νύχτα—ρε Σπόρε…δε γύρισα—ρε Σπόρε είναι η τελευταία φορά που σε φωνάζω Σπόρο εντάξει και με τη Στέλλα μόνο λάτιν κι από μακριά εντάξει; Σήκωσα χωρίς να γυρίσω και του κούνησα το χέρι κι άκουσα το γέλιο του να ξεμακραίνει για τα σκαλάκια της Κυψέλης μετά έβαλα το κεφάλι κάτω και πήρα την ανηφόρα για τον πύργο των καταιγίδων.

Την άλλη μέρα Κυριακή ξύπνησα μες στην αδυναμία και τα ρίγη. Έτρεχε μιά γαμημένη ασιάτικη γρίππη που ‘χε γεμίσει φέρετρα και νοσοκομεία και τα ραδιόφωνα σκορπούσανε τον πανικό και λέγαν για θανατηφόρα πανδημία με διάρροιες εμετούς μύξες πολλές κλειστά σχολεία άδεια τα καφενεία και τα σινεμά κ’ έτσι και φταρνιζότανε κανένας φουκαράς μέσα στο λεωφορείο τον πέταγαν έξω με τις κλωτσιές κ’ εμείς στα παπάρια μας γουστάραμε πολύ την ερημιά του πανικού στην πόλη.
Πετάχτηκα ηρωϊκά απ’ το κρεββάτι φόρεσα τις νοτισμένες κάλτσες και την παλιά καμπαρντίνα μου γιατί το κρύο εκεί μέσα ξούριζε έφτιαξα έναν διπλό καφέ κάπνισα και τρία τσιγάρα κι όταν ίσιωσα πήρα τν Μόλλυ τηλέφωνο να τη ρωτήσω αν ήτανε για σινεμά 6-8 Λάουρα θα γούσταρε πολύ.
           —είναι του Ντάγκλας Σερκ; με ρώτησε.
Της εξήγησα γι’ ακόμα μιά φορά πολύ ήρεμα—Ρε βούρλο τι τον πέρασες τον τύπο για τον Βάγγο στην Ερμού που τυλίγει σουβλάκια ψώνιο που γουστάρεις κάθε μήνα ταινία Ντάγκλας Σέρκ για πάρτη σου Όττο Πρέμινγκερ τον λεν’ τον σκηνοθέτη.
           —Α!…αν  είναι  ευρωπαϊκό  δε  θέλω.—τι   ευρωπαϊκό;  αγγλικά μιλάνε—α!…είναι και ντουμπλαρισμένο—τι ντουμπλαρισμένο ρε μούλικο; αμερικάνικο είναι—ναι αλλά ο σκηνοθέτης είναι ξένος κ’ έτσι κι αλλοιώς δεν μπορώ είμαι πιασμένη γιατί με κάλεσε ο Πώλ και η Καιτούλα γι’ απογευματινό ζουρ-φιξ στο Γκρην Πάρκ γιατί δεν έρχεσαι παρέα;
           —Με τον Πώλ τον Γλίτση;—και γιατί ‘ναι Γλίτσης παρακαλώ με την κοπέλλα του θα ‘ναι—ζηλεύεις;
           —και γλίτσης είναι γιατί ο γιακάς του είναι πάντα μες στη γλίτσα και κλέφτης γιατί κλέβει αυτοκίνητα και μαλάκας γιατί μετά τον βουτάνε πάντα οι μπάτσοι και τον μπουζουριάζουνε.
           —Ζηλεύεις είπε και μου ‘κλεισε το τηλέφωνο.
Καλά θα την καρφώσω  την χαζοβιόλα στον Μάνο πως κάνει παρέα με τον Πωλ τον Γλίτση να τον πλακώσει στα πατ-κιουτ να πάρει δρόμο ο λούστρος. Τώρα το μάτς θα ‘ταν στο ημίχρονο και με το δίκηο του θα μ’ έχεζε που δεν κατέβηκα στο γήπεδο—άκου ζηλεύω….
           —Η Ζέτα…πως και ξέχασα τη Ζέτα γαμώ τα υπουργεία μου θα την έκανε βεγγαλικό με τη Λάουρα—το στυλ της. 

8
________________________________

Η Ζέτα γούσταρε πολύ ταινίες με άρρωστες γκόμενες κάτι περίεργες τζαζάτες και μισότρελλες που παντρευόντουσαν τον ένα γαμιώσαντε με δυό τρεις βάζαν τους άντρες τους τους να πλακωνονται για πάρτη τους και στο φινάλε σκότωναν αυτόν που αγαπούσανε πραγματικά σκέτες σηφιλιάρες οι καριόλες κ' έπειτα χώναν το περίστροφο στο στόμα τους τίναζαν τα μυαλά τους στον αέραή μπαίναν μες στις κούρσες και στουκάρανε στους τοίχους κι άλλες φορές γκαζώναν βουρλισμένες σπάγανε στην κλειστή στροφή τα καγκελλάκια και βούταγαν στις αφρισμένες θάλασσες.
Έπειτα η Ζέτα τραβούσε και την καλλίτερη μαλακία.
Μου είχε ρίξει κάτι φοβερές καθώς βλέπαμε Φόλλεν έιντζελ με την Λίντα ντάρνελλ Δις Γκαν Φον Χάιερ με Βερόνικα Λέηκ Έιντζελ Φέης με Τζην Σίμμονς μα πιό πολύ είχε γουστάρει την Τζέην Γκρηρ στο Άουτ οφ δε Πάστ κ' έδωσε ρέστα με τη Λίζαμπεθ Σκόττ γιατί 'χανε κ' οι δυό ίδια βραχνή φωνή. Έπειτα κι εγώ από μικρός την είχα ψωνισμένη με τέτοια σκηνικά.
Λέω για την εποχή που εφτά χρονώ εγώ μας κάλεσε η φοβερή Καβαλλιεράτου κτηνώδης διευθύντρια στην Ιόνιο σχολή τον πατέρα μου και μένα στο γραφείο της. Μας άφησε μισή ώρα να περιμένουμε ο γέρος μου είχε σκάσει
           —Τι εννοείτε; ρώτησε εξαιρετικά ήρεμος ο γέρος μου και ανακάθισε πάλι.
           —Εννοώ ότι πρέπει να δείτε κάποιον ειδικό.
Κανονικά και επειδή τον ήξερα θα της μουντάριζε στα ίσα και θα τηςέκανε τα μούτρα κρεας γιατί ο πατέρας μου δεν αναγνώριζε σε κανέναν το δικαίωμα να αποκαλεί το παιδί του καθυστερημένο πέρα απ' αυτόν τον ίδιο—Μπορείτε να γίνετε λίγο πιο συγκεκριμένη;
Ο μαύρος μπόγος που δεν είχε μάθει στη ζωή της να τρώει αμφισβητήσεις αντιρρήσεις κι αυθάδειες γενικά κάπου τα πήρε.
           —Θέλω να πώ έκανε στιφά πως ο νεαρός τέλος της πρώτης Δημοτικού δεν ξέρει να διαβάζει να γράφει και να μετράει μόνο μέχρι το πέντε.
           —Μέχρι το δέκα πετάχτηκα εγώ.
           —σιωπή εσύ—μάλιστα είπα και τσιτώθηκα περισσότερο—Θα τον αφήσω στην ίδια τάξη αρνείται να κάνει πρωινή προσευχή δε συμμετέχει πουθενά χτυπάει τα κορίτσια και είναι συνέχεια απών και δεν τον θέλω στο σχολείο μου.
           —μπορεί να 'χετε δίκηο υπάρχουν κάποιες ατυχίες στο σπίτι μας και ξέρετε πόσο αυτά επηρεάζουν τα παιδιά ειδικά σ' αυτήν την ηλικία.
           —Για' αυτό προτείνω να τον δει κάποιος ειδικός.
Ο πατέρας μου στύρωσε αργά τα πόδια του κ' έγειρε περίεργα άνετος πίσω στην πολυθρόνα του κ' ύστερα της είπε κάτι στα γαλλικά.
Η χοντρή έμεινε κάγκελλο τον κοίταξε με υποψία μετά εμένα κ' έπειτα για να σιγουρέψει τ' αυτιά της είπε κι αυτή κάτι δειλά δειλά στα γαλλικά μπας και δεν άκουσε καλά και γινότανε ρεζίλι. Ο πατέρας μου της απάντησε και συνέχισε αμέσως ακάθεκτος με τη χοντρέλα να γουρλώνει πρώτα μ' έκπληξη μετά ευχάριστα τα μάτια της μέχρι που φτάσαν στα πιατάκια του καφέ και είπε—Ώ μον ντιέ ανκρουαγιαμπλ.
           —Μαλερεζεμάν σε βραί...—είπε πάλι ο γέρος μου.
Ώ πώβρ ανφάν—έκανε πάλι το κτήνος και με κοίταξε τώρα με συμπάθεια την ώρα που ετοιμαζόμουνα να την κάτσω κρυφά στην πολυθρόνα γιατί με πόναγε η μέση μου και σταμάτησα την κίνηση στη μέση και τσιτώθηκα πάλι.—και τότε τηνέ πλάκωσε ο γέρος μου στη γαλλική παρλαπίπα κι αυτή έλεγε κάθε τόσο—τερρίμπλ—σέ πά ποσσίμπλ—ώ πώβρ ανφάν—πά φαίρ πά φαίρ—με ουί σε τρέ ντιφφισίλκαι γω παράτησα κάθε προσπάθεια καθισιού γιατί η χοντρή μ' έκοβε συνέχεια μέχρι που ο γέρος έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του και είπε—περμετέ μουά σέρ μαντάμ; και η χοντρή —μαι σερτενεμάν σέρ μεσιέ κ' έτσι άναψε κι ο δικός μου ένα πεντάρι Παπαστράτο και βρωμοκόπησε ο τόπος κ' είπα και γω να κάτσω γιατί με τις γαλλικούρες του θα μας έπιανε η νύχτα εκεί μέσα.
           —Κάτσε παιδί μου κάτσε είπε η χοντρή αλλά εγώ είχα καθίσει κιόλας και το τηλέφωνό της χτύπαγε συνέχεια αλλά αυτή το αγνοούσε.
Μετά από δυό τσιγάρα ο πατέρας μου σηκώθηκε και τη χαιρέτησε ευγενικά. Η χοντρή του 'σφιξε το χέρι και μετά έκανε το γύρο του γραφείου της κ' ήρθε καταπάνω μου σταμάτησε μπροστά μου και σήκωσε το χέρι της κι εγώ μαζεύτηκα μη φάω σφαλιάρα, αλλά τελικά το προσγείωσε πάνω στα κατσόμαλλά μου τα χάιδεψε και μου 'πε—έχεις έναν υπέροχο και πολύ μπρφωμένο πατέρακοίταξε να γίνεις αντάξιός του πήγαινε τώρα.
Βγήκαμε απ' την Ιόνιο.—τι έγινε τον ρώτησα—εγινε ότι προβιβάστηκες στη δεύτερη τάξη—μα η χοντρή ήθελε να μ' αφήσει στην ίδια τάξη και να με διώξει—χεσ' τηνα τη χοντρή από το νέο χρόνο είσαι στη δεύτερη τάξη και δε μας έδιωξε κανείς φύγαμε μόνοι μας και αύριο αλλάζουμε σπίτι και πάμε στην Κηφισιά σ' ένα άδειο της θειάς μου της Βαρβάρας γιατί από λεφτά δε βγαίνουμε άλλο—μου' ρθε σφοντύλι.
Το άλλο βράδυ μπήκε ξαφνικά στο δωμάτιό μου και γω ξαπλωμένος χύμηξα να κρύψω κάτι κάτω απ' το κρεββάτι. Με κοίταξε και μ' ένα πονηρό χαμόγελο ήρθε έσκυψε από κάτω και ψαχούλεψε λίγο μέχρι που τράβηξε μια στοίβα περιοδικά τ' ακούμπησε πάνω στο κρεββάτι και κάθισε δίπλα μου—τι 'ναι αυτά;...αυτά είναι τα περιοδικά που χάνονται και δεν τα βρίσκει κανείς μουρμούρισε μετά είδε ότι ήταν όλα γυρισμένα στην προτελευταία σελίδα καμμιά δεκαπενταριά ήτανε...με κοίταξε με υποψία.
           —Διαβάζεις;...
Μετά από λίγο ξαναρώτησε—διαβάζεις;...
           —ναι...και μαζεύτηκα μη φάω κάμμια φάπα.
           —από πότε διαβάζεις;
           —δε θυμάμαι...
           —τα διαβάζεις όλα;
           —όχι μόνο αυτά που είναι γυρισμένα αστυνομικές ιστορίες...υπό Τζέημς Τσέηζ συμπλήρωσα.
Τα ανακάτεψε τα ξεφύλλισε λίγο και σταμάτησε σ' ένα άλλο τεύχος εδώ λέει κι άλλο όνομα—ναι του είπα υπό Ραίημοντ Τσάντλερ.
—και στο σχολείο γιατί δε διαβάζεις;
Σήκωσα τους ώμους μου τι να του πω;
           —Είναι καλά;
           —εμένα μ' αρέσουν.
           —ποιό διαβάζεις τώρα;
           —όλα μόλις τελειώσω ένα το βάζω από κάτω και παίρνω τ' άλλο το διαβάζω και το βάζω από κάτω πάλι.
           —κι όταν τελειώσουν;
           —τα ξαναδιαβάζω απ' την αρχή γιατί έχει περάσει καιρός και τα ξεχνάω.
           —Ωραία είπε και μάζεψε μερικά από τον πάτο—αυτά τα παίρνω και στα φέρνω πίσω όταν τα τελειώσω πήγε στην πόρτα σταμάτησε—μέχρι που ξέρεις να μετράς του είπα όσο θέλει—ωραία είπε αυτός αλλά θα μπεις τιμωρία.
           —τι τιμωρία;
           —κάθε Κυριακή πρωί θα μου φτιάχνεις καφέ και θα μου διαβάζεις την εφημεριδα μου.
           Μετακομίσαμε μαζί με τα περιοδικά μου κάμμια εικοσαριά τώρα σ' ένα ρημάδι της θείας Βαρβάρας χωρίς νερό φως και θέρμανση στην κορυφή ενός λόφου μες στα στάχυα κάπου ανάμεσα Ζηρίνειο και Κάτω Κηφισιά. Πήγα στο Δημόσιο της Μαγκουφάνας αλλά δεύτερη και τρίτη τάξη  δεν κάναμε μαθήματα γιατί κάθε τόσο ορμούσαν μες στην τάξη κάτι γομάρια εσατζήδες κι αρπάζανε τους δασκάλους μας πάνω απ'την έδρα και τους σέρνανε έξω γιατί 'τανε λέει κομμουνιστές και στο τέλος έμεινε στο σχολείο μόνο μια γυμνάστρια και τηνε βγάλαμε δυο χρόνια με το αναγνωστικό της πρώτης και τραγουδάκια με τα δυο χέρια πλάθω κουλουράκια και γω την άραζα συνέχεια τα βράδυα στο κρεββάτι κουκουλωμένος και τουρτουριστός με τον αέρα να λυσσομανάει στον λόφο και να ορμάει σφυριχτός μέσα στο σπίτι απ'τις χαραμάδες και πλακωνόμουν με το φως της λάμπας Τσέηζ και Τσάντλερ και βούταγα στα μυστήρια και στους φόνους όπου συνάντησα όλες τις άρρωστες γκόμενες και τις περίεργες και γούσταρα πολύ.
Κάπως έτσι και χωρίς να το ξέρω προετοίμαζα τη φοβερή μου ιστορία με τη Ζέτα γιατί απόκτησα ειδικότητα με τις ανωμαλιάρες και τους γκάγκστερ τις σκοτεινές ταινίες όλο βροχή κι ασπρόμαυρη ομίχλη πολύ φάση σκηνικό ρε πούστη. Καθώς μεγάλωνα μεγάλωσε κι ο ορίζοντας μου γιατί μυρίστηκα πως σήμερα για να ρίξεις γκόμενα πρέπει να παίζεις στα δάχτυλα τα τρία Κάππα που πάει να πει Καβάφης Καρυωτάκης Καββαδίας- ο Μάνος ας πούμε πλασάριζε πρώτη ομάδα μπάσκετ ήτανε και πρωταθλητής στο μήκος των εφήβων ο Όλιβερ τη μεγάλη συλλογή απ΄τα Ελ Πι του ο Μπογκομόλετς δέρνω ότι περπατάει ο Πωλ ο Γλιτσης βόλτες με κλεμμένα αμάξια ο Τζων ο Χαστούκης εισιτήρια ελευθέρας για τους σινεμάδες και όλα αυτά πλας να ροκάρεις και να παίζεις μπάσκετ πλας να είσαι γκόμενος χωρίς να το φωνάζεις να ξέρεις κάτι από σινεμά από Μπετόβεν Μόζαρτ άντε και Ραχμάνινοφ να ρίχνεις καμιά φάπα πότε πότε-πλας μην ξεφωνίζεις τα κορίτσια ποιανής έπιασες τον κώλο χθες στο πάρτυ να σέμπιστεύονται τα γκομενάκια και συ τάφος να τρίβεις άνετα τις μουνίτσες και να ξεροχύνεις γιατί από γαμήσι ξέχασέ το μόνο ετσι και τους μοστράριζες φράγκα και ρόδα μπαίναν οι κουφαλίτσες στην ουρά να μεταλάβουν.
           Τα μηχανάκια και οι βέσπες δεν φτουράγανε.

Γιαυτό κι εγώ γούσταρα το μεγάλο Στέκι και την άραζα δυο χρόνια τώρα. Εκεί τα λέγαμε με τα μάτια—Γουστάρω να στον έχω μέσα μέχρι Δευτέρα Παρουσία και γω καβλώνω ρε μαλάκα πέρνα όμως απ΄το σπίτι πρώτα να γνωρίσεις τους γονείς μου και μετά το τρίξιμο—Έτσι ΄χαν μάθει τα μουνάκια τι σού φταίνε. Από την άλλη γουστάρω μια νέα λέξη πού΄μαθα τη θαλπωρή-από την άλλη είχε το Στέκι μια θαλπωρή σαν καταφύγιο ζωντανό που πέταγε έξω κάθε άσχετο λιγούρι και κρατάνε μέσα του καμιά τριανταριά σκληρούς και στάνταρ άντε και με τους κολλητούς κι άλλους γνωστούς περαστικούς της προσκολλήσεως φτάναμε πάνω κάτω κορίτσια αγόρια τους σαράντα.   Όταν πατούσα μέσα στο παχύ τσαγαλί χαλί του κι άραζα στο βάθος δίπλα στο τζιουκ μποξ παρέα με την Τζούλι Λόντον και τον Τζόννυ Ραίη που ήταν κι ο αγαπημένος μου ξεχνούσα το γαμημένο το σχολείο το μίζερο στα Τουρκοβούνια την αφραγκία και τι θα κάνουμε στη γαμημένη τη ζωή μας κι όταν σε λίγο πλακώναν ένα ένα τα νούμερα δε μιλούσαμε πολύ γιάυτά που τρέχανε στην περιφέρεια της μικρής μας πόλης τα λέγαμε όλα με τα μάτια τι να πούμε; -Για την πολιτική μη χέσω μέσα όλες τις κωλολουμπίνες τους πολιτικούς τάρχίδια-να φύγει ο Βασσιλιάς κι η Φρειδερίκη στα παπάρια μας και δυο αυγά μελάτα κι άμα αφήσουνε ποτέ οι Εγγλέζοι να γίνει η Κύπρος ελληνική να με γαμήσεις επιτόπου μες στο Σύνταγμα τι σχέση έχουμε εμείς μ' όλους αυτούς τους συφιλιάριδες και λέγαμε παρέα με τις κότες τα δικά μας-ιστορίες για γαμήσια και για γκόμενες για ηθοποιούς τα νέα ροκάκια που κυκλοφορούσανε κ΄ύστερα πέφταν τα φράγκα στα τραπέζια ρεφενέ-πότε για σινεμά πότε για Λήθη το κουτούκι πίσω από τη Μόλλυ πότε για τσάρκα Κηφισιά σπάνια για τη Μιμόζα προς Ομόνοια στριπ-τηζ και καννιβάλισμα αραιά και πότε για κάνα ποτό στου Τζίμμυ στη Βουκουρεστίου μπας και ψωνίσουμε καμιά σικάτη βίζιτα με φράγκα Κι όλο κάπως τη βγάζαμε κι αν δε τη βγάζαμε γράφανε τα γκαρσόνια στα τεφτέρια τα βερμούτ και γω τους έλεγα Καρυωτάκη Καββαδία για να μελώσουν τα μουνάκια τα΄άσχετα που με ρωτάγανε συγκεκριμένα αν έγραψα εγώ αυτά τα ωραία ποιήματα και ο Μάνος έλεγε πάρτε αυτόν τον πούστη από δω μέσα θα μας γαμήσει όλες τις γκόμενες.   Στα πολύ σκούρα πότε πότε αδειάζανε τις τσέπες τους δυό φρέσκα φιρφιρίκια ή Πέπη κ΄η Νανά που χτύπαγαν βίζιτα στα φανερά και τρώγαμε καλά μόνο που κάθε φορά που μπαίναν μες στο Στέκι το βλέπανε κάπως σαν την εκκλησία η Παναγία η Τρυπητή να πούμε και το΄παιζαν κάργα σμιχτομπούτες και κοντά τα χέρια σου για ποια με πέρασες ρε λούστρο- όχι πως δεν τις σεβόμαστε σαν όλα τα κορίτσια εκεί μέσα αλλά κάπου είχανε τη μύγα και μυγιάζονταν μέχρι που ένα βράδυ σαλτάρισε ο Μπογκομόλετς τους πήρε τις κυλόττες και τις πέταξε ξεβράκωτες στο πεζοδρόμιο—έξω απ΄το Στέκι μας κουφάλες μετά κρέμασε τις κυλόττες τους στην τζαμαρία στυλ μπουγάδα κ΄οι γκομενίτσες της παρέας και οι κολλητές πιάσαν το νόημα και τηνε κάνανε μαστίχα.   Έτσι τη βγάζαμε και όχι κατινιές και πουστιές πίσω από την πλάτη όλα στα ίσια καταπρόσωπο και φιλαράκια πάντα κι όταν κάποιο απ΄τα κορίτσια χτύπαγε ρόδα με μαλάκα Κολωνάκι Μπιούικ ή Πόντιακ χωνόμαστε καμμιά δεκαριά μες στην κουρσάρα για Παγκράτι Καλλιθέα και Συγγρού να πέσει και κάνα γιαούρτι στις μάπες μην ξεχνιόμαστε.
           Όσο για τσάρκα στα μπουρδέλλα σε λιγούρια στυλ που κάνανε σε άλλα πεθαμένα στέκια δεν κατάλαβα γιατρέ μου είμαστε νέοι ψωλαράδες πονηροί και γκόμενοι κι όποιος την έκανε κατά μπουρδέλο ήτανε σκέτος φτύσιμο ξεφτίλας. Τα γκομενάκια όσο έπαιρνε μας βοηθούσαν λιανοτριβόντουσαν σα καυλοράπανα μες στα σκοτάδια στα Σαββατόβραδα παρτάκια μέχρι να ισιώσουν λίγο τα΄αρσενικά και να ξεχαρμανιάσουν κ΄έπειτα βγαίναν στα στενά μπαλκόνια και χαχανίζανε ερεθισμένα κάνοντας σούμα πόσους ξερόχυσε η κάθε μια τους εκεί μέσα. Έπεφτε η μαλακία σύννεφο καλά εγώ κι ο Μάνος είχαμε τα στέντυ και γαμούσαμε μα όλοι οι άλλοι κάπως το κράταγαν καθαρό γιατί όπως είπαν και οι σοφοί μας πρόγονοι—άμα σου κάτσει η μαλακία τύφλα να΄χει το γαμήσι.
           Σωστά-τώρα πώς και δε σκέφτηκα τη Ζέτα;

9
________________________________

Τα μάτια μου τσούζανε απ’ τα δακρυγόνα σειρήνες και γκλοπιές σφυρίζανε στην πλάτη μου.
           Με είχαν αποκόψει μαζί με κάμμια δεκαριά στρωμένους στο κυνήγι και σπρώχνανε οι πούστηδες οι μαύροι μπάτσοι από Ακαδημίας προς τα κάτω Σίνα Πανεπιστημίου σταυροδρόμι που ‘χανε κάνει μπλόκο άλλοι μαύροι και περιμένανε να μας τσακίσουνε. Ψιλόβρεχε και γλίστραγαν οι ελβιέλες μου άντε να κάνεις τσαλιμάκι τώρα να ξεφύγεις καί σκάσαμε όλοι μπούγιο σβουριχτοί απάνω τους μαζί με τα καθήκια που μας κυνηγούσαν από πίσω και γίναμε όλοι ένας μπόγος πάνω στο πλακόστρωμα. Τινάχτηκα σαν ελατήριο απάνω βγήκα μ’ αγκωνιές από τον ξαπλωμένο αχταρμά κ’ έφυγα σφυρί με μια ξώφαλτση κλωτσιά στα νεφρά και μιά γκλοπιά στην πλάτη. Έξω απ’ την Καθολική τράκαρα με φόρα πάνω σ’ ένα μαύρο γουρούνι και τον σώριασα στις πλάκες και η κουφάλα ο μπουρτζόβλαχος το πήρε στο προσωπικό μ’ έστρωσε με ζοχάδα στο κυνήγι και την πούτσισα γιατί πλάκωσε να σφυράει με τη σφυρίχτρα του και να φωνάζει και γαμώ την τύχη μου μέσα πήγαινα πάλι σβουριχτός πρός μπατσαρία παρεϊτσα—τέσσερις μαύροι που ‘χαν ξαπλώσει μια κοπελλίτσα γωνία Αμερικής από τη Ζήμενς έξω και την πατάγαν κάτω με μανία οι λούστροι. Έπεσα πάλι πάνω τους με φόρα τους σκόρπισα και βγήκα παραπαίοντας μουλάρι ζεμένο γιατί η πιτσιρίκα είχε αρπάξει το μπουφάν μου και σερνόταν πίσω μου στο πεζοδρόμιο. Γύρισα την άρπαξα απ’ τη μασχάλη και τη σήκωσα στα πόδια της μετά την έπιασα απ’ το χέρι και φύγαμε τρέχοντας τσιγκολελέτα απέναντι προς Σιστοβάρη—σήκω τη φούστα σου καί τρέχα—έξω απ’ του Ζωναρά άρπαξε πάλι το μπουφάν μου με φρενάρισε αλλά την πήρα σούρνωντας Βουκουρεστίου προς τα κάτω περάσαμε Παλλάς Μπραζίλιαν στρίψαμε δεξιά μπήκαμε στη στοά και πέσαμε στα κάγκελα λαχανιασμένοι απέναντι απ’ τη Σκαντινάβιαν.
           Μέσα στη στοά ήτανε ήσυχα και κάπως απειλητικά…τόσο ήσυχα. Η καρδιά μου χτυπούσε σφυρί την κοίταξα κ’ ήταν ξαναμμένη μελαχροινή και όμορφη έτοιμη να κλάψει με κάτι μπούτια ψώνιο πήρε κι αυτή το βλέμμα μου κατέβασε τη φούστα της—τώρα τι κάνουμε;—που ‘ναι το σπίτι σου;—προς τη Χρυσοσπηλιώτισσα η φωνή της ητανε κάπως βραχνή ανάμεσα  Λίζαμπεθ Σκοτ και Μίκυ Μάους.
           —τώρα κάνουμε ένα τσιγάρο και βλέπουμε άναψα ένα ζήτησε κι αυτή.
Τη ρώτησα πόσο χρονώ είναι είπε δεκαπέντε κ’ εσύ; της είπα δεκαπέντε κι εγώ της άναψα τσιγάρο και το ρούφηξε σαν αράπης—μην κουλάρεις γιατί μπορεί να μας την πέσουνε στο ξαφνικό—που; κοίταξε γύρω ανήσυχα κι έκανε να σηκώσει πάλι τη φούστα—πουθενά ακόμα αλλά να ‘σαι έτοιμη—έχεις αίμα—που;—εδώ στο φρύδι κάτσε και τότε πρόσεξα ένα μαύρο τσαντάκι όλο μαύρες παγιετίτσες που κρατούσε σφιχτά τόση ώρα και τ’ άνοιξε κ’ έβγαλε ένα καθρεφτάκι.
           —Εδώ στο φρύδι και μου’ δειξε Είχα ένα μικρό σκίσιμο στο φρύδι που ‘χε ενθουσιαστεί κ’ έτρεχε ένα κάρρο αίμα μέχρι το λαιμό και τράβαγε μέσα στην μπλούζα λες κ’ ήμουνα στην Οκινάουα με τους Γιαπωνέζους—δεν είναι τίποτα είπα μετά αυτή τράβηξε απ’ την τσάντα της ένα δαντελλένιο μαντηλάκι το σάλιωσε ελαφρά με ρώτησε αν σιχαίνομαι και πριν προλάβω ν’ απαντήσω έπιασε να με καθαρίζει απ’ το αίμα το σάλιωσε κάμποσες φορές και γω γούσταρα πολύ άσε τα μαύρα τα μακριά μαλλιά και μιά επιδερμίδα σε σιτάρι χρώμα μέχρι που μ’ έγλειψε κανονικά σα γάτα με κατασάλιωσε κι εγώ την έκοψα ευγενικά—εντάξει είμαι και πέταξα τη γόπα κάτω και της είπα ελα—που να πάμε;—ξέρω κ’ εγώ στο Τσούμπο-Τσάμπο έλα….
          Σκάσαμε πονηρά στην άκρη της Στοάς από Αμερικής και πάνω κάτω στους καθέτους γινότανε της κόφας όταν τριάντα μέτρα στα δεξιά μας κάποιοι κυνηγημένοι μες στα καπνογόνα τρέξαν και χώθηκαν στο Μαξίμ σωστοί νομίζω. Την άρπαξα απ ‘το χέρι και την έσυρα κατά κει. Στο ταμείο δεν ήταν κανείς και μερικά σκαλάκια κάτω ούρλιαζαν δυο ταξιθέτριες—μπήτε μέσα μπήτε μέσα—και κράταγαν την πόρτα ανοιχτή. Πηδήξαμε τα σκαλάκια πνιγμένοι απ’ το δακρυγόνο μαζί με κάμμια δεκαριά που σκάσαν πίσω μας και μας σουτάρανε σπρωχτούς μέσα στην αίθουσα. Ο λαιμός μου έκαιγε.
           Μέσα γινότανε της τρελλής και σαν από άλλο κόσμο καμμιά πενηνταριά δαρμένοι και γκόμενες ξεμαλλιασμένες είχαν ανέβει στα καθίσματα χοροπηδούσαν και χτυπούσαν ρυθμικά τα χέρια τους και φώναζαν ν’ αρχίσει το έργο. Πίσω μας πέσαν κι άλλοι κ’ έσπρωχναν και την παρέσυρα στα πλαϊνά καθίσματα καθώς στους κεντρικούς διαδρόμους γινόταν φραμπαλάς χοντρός και γέμιζαν τα καθίσματα καννίβαλους—βλέπεις την πόρτα εκεί που γράφει έξιτ;—ναι—έτσι και μπουκάρουνε οι μπάτσοι φεύγεις σφυρί νομίζω ότι βγάζει πάνω στη στοά. Μου ‘πιασε το χέρι και το ‘σφιξε Ζέτα είπε—Ελένη απάντησα και σβήσαν ξαφνικά τα φώτα κ’ έσκασε αμέσως στο πανί ο Λίτλ Άντονυ κι αρχίσανε σφυρίγματα και παλαμάκια και σκοτεινές φιγούρες πιάσανε να ροκάρουν στους διαδρόμους κ’ η Ζέτα κοίταζε εκστατική.
           Η μεγάλη πόρτα άνοιγε κάθε τόσο πίσω μας και χώνευε λαχανιασμένους ιδρωμένους και αφανιασμένες ρουφώντας και μια ταγγή μυρωδιά καμμένου κι όταν έπεσε το Λόνγκ Τόλλ Σάλλυ με τον Λίττλ Ρίτσαρντ έγινε το μεγάλο ξέσκισμα Γκούντ Γκόλλυ Μίς Μόλλυ-Ρέντυ Τέντυ-Ρόλλ όβερ Μπετόβεν χύθηκαν λυσσασμένες οι σκιές για να ροκάρουνε στον διάδρομο κι ακούστηκε μια στριγγή φωνή στα πίσω μας.
           κάνουνε μπούκα οι μαύροι και ξέκοψαν προς τα κει κάμποσοι αφηνιασμένοι από το Τζέννυ-Τζέννυ κι άρχισε το πλάκωμα—κάπως έτσι φώναξα και πήδηξα πίσω μου πάνω απ’ τα καθίσματα για την πόρτα. Οι μπάτσοι είχανε κάνει ντου και κράταγαν το άνοιγμα αλλά τρώγανε στη μάπα σκόνη απ’ τους πυροσβεστήρες τα ξηλωμένα μπράτσα απ’ τα καθίσματα βροχή ροχάλες και δίπλα μου τρία γομαράκια ψωμωμένα είχαν σούρει μέσα έναν ξαπλωμένο μπάτσο και του τράβαγαν κάτι ξεγυρισμένα σουτ όπου τον έβρισκαν και φώναζε αυτός—σιγά ρε παλληκάρια έχω και παιδιά—κ’ εμείς παιδιά είμαστε ρε πούστη μπάτσε φώναξε ένας και του φύτεψε την μπότα του στο ψωμοσάκκουλο κ’ έσκουζε σα γουρούνι ξαπλωμένο το γουρούνι έτσι ‘ναι ρε κωλομπασκίνα όταν εσείς πλακώνετε μαρσάρετε τις μηχανές να μην ακούγονται οι φωνές μας όταν εμείς βάζουμε τη Λουσσίλ Λίττλ Ρίτσαρντ φάτηνε κωλόμπα.
           Οι ταξιθέτριες τρέχαν πάνω κάτω και ουρλιάζανε με τους φακούς τους αναμμένους πιάνοντας φάτσες αγριεμένες και γκομενάκια έξαλλα μ’ αφρισμένα νύχια και Σί Γιού Λέιτερ Αλλιγκέιτορ στο πανί ο Μπίλλ Χάλλεϋ κ’ έπεσα στο σπρώξιμο μαζί με τους άλλους να τους πετάξουμε τους μαύρος κ’ έτρωγα και κάτι αδέσποτες τις περισσότερες απ’ τους δικούς μου μέχρι πού φέρανε απ’ τη γωνία σέρνοντας μια πατσοκοιλιά μπάτσο βαθμοφόρο που του ‘χανε κάνει τα μούτρα κρέας—κάντε πίσω ρε πούστηδες θα τον γαμήσουμε τον δικό σας—Μπι-Μπαπ-ά-Λούλα ούρλιαζε στο πανί ο Τζήν Βίνσεντ—θα τα πούμε έξω ρε τσογλάνια άφρισε ο αρχιμπάτσος και την έκανε στο όπισθεν παρέα με τους άλλους καραγκιόζηδες—άντε ρε παλιόπουστα να γαμηθείς ν’ ασπρίσεις ρε μαλάκα κλείσαν τις πόρτες με τον βαθμοφόρο μέσα και πίσω τα καθίσματα για να φρακάρουν—Σέικ Ράττελ έντ Ρόλλ ούρλιαζε στο καπάκι κι Μπίλλ Χάλλεϋ.
           Στον διάδρομο δίπλα από τις θέσεις μας βρήκα τη Ζέτα να το χορεύει κάτι προς καρσιλαμά κάτι σε καραγκούνικο—έλα δείξε μου τα βήματα φώναξε και πήρε μια γυροβολιά αλαμπουρνέζικη. Μου ‘χαν ανέβει τα πνευμόνια στο στόμα γι’ αυτό το ‘ριξα σε στυλάτο σλόου ροκ να πάρω και καμμιά ανάσα μέχρι που κάβλωσε απ’ τη μουσική του Φάτς Ντόμινο με στρίμωξε στον τοίχο τόνε τούρλωσε κι άρχισε να μου τρίβεται σαν ξεκωλιάρα—Μπλούμπερρι Χιλλ ροκάκι στο οριεντάλ έτσι το είδε και γαμήσέ τα μ’ έκανε μπαρούτι η πιτσιρίκα…σάμαλι Αντρέα!…
           Στους δρόμους έξω έπεσε σύρμα ότι γινόταν φάση στο Μαξίμ κ’ είχε και γκόμενες και πλάκωσαν μπουλούκια κι αφήσανε τους μπάτσους να κυνηγάνε τα λιμά απ’ το Κολλέγιο τη Σχολή Μπερζάν Αθηνών και τέτοια βούτυρα. Εμείς ψιλοτριβόμαστε με Φράνκυ Λάιμον έντ δέ Τηνέιτζερς τους Φάιβ Σάτινς κ’ έπειτα Πλάττερς και Τσάκ Μπέρρυ πάλι με τσιγαράκια μπόλικα και αραχτοί κ’ η Ζέτα ξαφνικά πετάχτηκε—πωπώ θ’ ανησυχεί η μαμά μου πάω να φύγω—θα σε πάω σπίτι είπα και σηκώθηκα.
          Πήγαμε προς την πόρτα έξιτ μες στο μισοσκόταδο και γω την κράταγα κάπου ανάμεσα μέση και κώλο και σ’ όλα τα σκαλάκια προς στοά την μπαλαμούτιαζα κανονικά κι αυτή με κοίταζε κλεφτά ψιλοκοκκίνιζε και γέλαγε μικρά βραχνά κι αμήχανα γελάκια.
           Έξω οι δρόμοι ήσυχοι του θανατά κανά δυο βιτρίνες κατεβασμένες νερά πολλά ξεπατωμένα πεζοδρόμια μια γόβα μαύρη ένα γκρι μικρό θωρακισμένο κάτω από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη και μπουκεττάκια από μαύρους στις γωνίες που δε μας δίναν σημασία πήραν τα μάτια μου να τσούζουν—περπάτα στη μέση του δρόμου της είπα κι αν μας χυμήξουν φούστα ψηλά και πόδια στις πλάτες.
           Στα κάτω στενά ήτανε ήρεμα—που κάνεις στέκι;—στο Μεγάλο Στέκι που αλλού;—α!…ξέρω στην Πλατεία Αιγύπτου—εκεί ακριβώς—τι ώρα;—τι ώρα τι;—Τι ώρα περνάς από κει;—καθημερινές μπαινοβγαίνω Σαββατοκύριακα 5 με 9 και μετά αμολιόμαστε.—Θα περάσω κάμμια μέρα είπε φτάσαμε και μου ‘δειξε μια πόρτα σ’ ένα παλιό δίπατο κι ανέβηκε δυο σκαλοπάτια μετά στάθηκε έβγαλε μέσα από το τσαντάκι της με τις παγιέτες ένα μικρό μαύρο μπλοκάκι τράβηξε κ’ ένα χρυσό στυλό μεταλλικό διαρκείας κ’ έγραψε κάτι έσκισε το φύλλο και μου το ‘δωσε—το τηλέφωνό μου—Πήρα το μπλοκάκι απ’ τα χέρια της κ’ έγραψα κι εγώ κάτι και της το ‘δωσα.—έλα πιο κοντά πήγα πιο κοντά και μου ‘σκασε ένα φιλί στο μάγουλο τη φίλησα κι εγώ με ξαναφίλησε την ξαναφίλησα κι αφού φιληθήκαμε σα συμμαθήτριες έκανα μεταβολή και πήρα τον δρόμο προς τα πάνω μέχρι που άκουσα στα πέντε να με φωνάζει—Έι…Ελένη—γύρισα—δε θα μου πεις κι εσύ τ’ ονοματάκι σου;—το ‘γραψα στο μπλοκάκι σου αλλά τηλέφωνο δεν έχω βάλει ακόμα. Έχωσα το χαρτάκι με το τηλέφωνό της στην τσέπη του μπλου-τζήν μου και πήρα το πρώτο στενό στ’ αριστερά μη συναντήσω μπατσαρία.
Το ίδιο βράδυ ο γέρος μου πήγε για τους κράσους του στο ξυροσφύρι στέκι της Φυλής κι ανέβηκε κ’ η Μπέττυ στα Τουρκοβούνια για μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα και το σχετικό μενάζ είδε το μπλού-τζήν μέσα στις λάσπες τα αίματα και το ‘πλυνε. Ανέβηκε μετά στο ταρατσάκι και το κρέμασε να στεγνώσει μετά έφτιαξε τηγανιτές πατάτες και την άλλη μέρα όταν το φόρεσα ανακάλυψα μέσα στην τσέπη μου ένα σβώλο χαρτί μπαμπακιασμένο κάτι ξεραμένο που τριβότανε στα χέρια μου. ήτανε το χαρτάκι με το τηλέφωνο της Ζέτας—πάει η γκόμενα. 

10
________________________________

Μετά την ξέχασα πλακώσανε κ’ οι εξετάσεις και πέσαν όλες οι σπασίκλες στη μελέτη πέρα από μένα και τον Μάνο. Τ’ άλλα παιδιά στο Στέκι πρόβλημα κανένα γιατί οι πιο πολλοί είχανε κόψει κιόλας το σχολείο. Μέχρι κι ο Τάκης μελέταγε παρέα με τον Κωνσταντίνο γιατί Χαλάνδρι ο ένας Φιλοθέη ο άλλος.
           Πήγα και γω μια μέρα να διαβάσουμε λατινικά αλλά οι τύποι το ‘χανε δει στο πατριωτικό καφέδες και τσιγάρα κολλημένοι στις καρέκλες άντε κάνα κατούρημα σκέτη ξεφτίλα. Μελέτησα μια ώρα κβό βάντις νάουτα κι άρχισα να ζαλίζομαι πήρα μια μπάλλα και πήγα στην μπασκέτα στην αυλή του Τάκη αλλά έκανα θόρυβο και μου την πέσανε οι σπασίκλες. Το μεσημέρι έφτιαξε η μάνα του μακαρόνια με κιμά την τύλωσα κι έφυγα για Έβγα Φιλοθέη να βρω τον Μιχάλη τον Βιθέντε που ‘χε τελειώσει ένα χρόνο πριν σχολείο κι άραζε γενικά όλη τη μέρα εκτός από χαράματα τα πρωινά που σηκωνόταν να μοιράσει γάλα.
           Τον Βιθέντε τον σνομπάρανε λιγάκι γιατί ήτανε πάντα πολύ ήρεμος μελαγχολία σκέτη και πολύ μπατίρης μιλούσε όμως καταπληκτικά γαλλικά και αγγλικά και χτύπαγε στο Σύνταγμα κάτι μουνάκια τουριστάκια κάτι Ίνγκε Λούλου Κριστιάνα και Καρίνα μελαχροινός Μεξικάνος και μουλωχτός σκέτη σουπιά ο λούστρος.
           Ο Τάκης τον έκανε παρέα μόνο και μόνο να του του τρώει τις γκόμενες  αλλά ο Βιθέντε στ’ αρχίδια του χτύπαγε άλλες μα γενικά τον είχανε χεσμένο έτσι κ’ εγώ τον συμπάθησα άσε που πέρασε και στα δεκαπέντε του μούτσος μια φορά τον Ισημερινό και τον βαφτίσανε οι άλλοι ναυτικοί με τα θαλασσινά μπουγέλα άσε που κουβαλούσε μόνιμα και Καββαδία στην κωλότσεπη και γούσταρα.
           Όμως ο Νίκ Ντελής ήταν κακός μαζί του και μια φορά Νοέμβρη προς δειλινό χυμένοι στις πάνινες στο Πέτρινο Περίπτερο ήρθε και στάθηκε πίσω του όμως του ‘πεφτε ο ήλιος στην πλάτη κ’ η σκιά μπροστά στα πόδια του Βιθέντε και πριν αυτός αρχίσει τις χοντράδες είπε ο Βιθέντε δίχως να γυρίσει—βλέπω μια σκιά από φίδι πίσω μου—και του ‘μεινε από τότε ο Νίκ Ντελής το Φίδι.

Κάποτε έκανα μια προσπάθεια να κατεβάσω τον Τάκη στο Στέκι αλλά δεν κόλλησε. Με το που πάτησε το πόδι του ο μαλάκας άρχισε χωρίς λόγο τα κομπλεξικά του και κάτι κοίταζε τις γκόμενες μες στη ζοχάδα κάτι ξεφούσκωνε βαριεστημένα κάτι ματάκια μες στην υγρασία και δηλώσεις στυλ—όλες οι γκόμενες είναι βρωμιάρες—κι αν κάποιο κοριτσάκι γούσταρε την ουλή στο πρόσωπό του και του ‘πιανε κουβέντα αυτός την έκοβε κατάματα χαμογελούσε ηλίθια και δε μίλαγε κι όταν αυτή ξαναρωτούσε μπας και δεν άκουσε ο τύπος αυτός τα ίδια πάλι την κοιτούσε σιωπηλά και ηλίθια κ’ έπιανε κ’ ένα γκομενιάρικο υφάκι σα να σφιγγότανε στον καμπινέ και δεν του έβγαινε νόμιζε ότι έτσι κάνει κόρτε σκέτο νούμερο.
           Μετά κάμποσες επισκέψεις ο Μάνος την ψιλοσαλτάρησε γιατί ο Τάκης έκανε ματάκια στη Στελλίτσα—πες στον δικό σου να ξεκουμπιστεί από δω μέσα γιατί θα τον κάνω καροτσάκι με ράδιο κι ο Τάκης που μυρίστηκε τη φάση το ‘παιξε δήθεν μαράθηκα πάω να φύγω και τον σταμάτησα στην πόρτα στο Στέκι—που πας ρε μαλάκα—δε γουστάρω τους μαλάκες εκεί μέσα—κι αυτοί λένε το ίδιο για σένα—αφού ‘ναι μαλάκες δε στο ‘πα; και την έβγαζε πάλι στάνταρ με την παρέα της Φιλοθέης χορό τα Σαββατόβραδα στην Έβγα δίπλα στη αφετηρία και τα παιδιά στο πράσινο δωμάτιο στο Χαλάνδρι όπου την έπεσα κι εγώ μια εποχή γιατί οι τύποι εκεί μέσα ήτανε πολύ περίεργοι και ξέραν πράγματα που γούσταρα πολύ και που δεν ήξερα—και ευκαιρία να τα μάθω.
           Ήταν ένα δωμάτιο όλο πράσινα χαλιά κουρτίνες μαξιλάρια φώτα πολυθρόνες πράσινες διάβαζαν Ρίλκε Μπωντελαιρ Καβάφη άκουγαν κλασσική μετά Μπρασσένς και Μουλουτζί κι όχι ροκάκια κ’ είχανε ψώνιο με την Γκρέτα Γκάρμπο και το θέατρο Το Πένθος Ταιριάζει Στην Ηλέκτα Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης τέτοια σκηνικά κ’ ένας ντυνόταν πότε πότε Μάτα Χάρι σελινιαζότανε κι ανέμιζε χορευτικά τα χέρια του γιατί το είχε δει πως όταν πεθαίνει η Γκάρμπο στην οθόνη τον αφήνει στο πόδι της πλας πως του εμπιστεύεται τα χέρια της καπάκι να συντηρεί το καλούπι—κύριος όμω έγραφε και ωραία ποιήματα αλλά από χέρια ήταν μάπα.
           Καλά παιδιά και συντροφάκια είχανε τον δικό τους Γαλαξία και πλανητεύανε σαν αστροναύτες αλανιάρηδες το χάος το προσωπικό της ύπαρξής τους—έτσι μου ‘λεγαν και μου άρεσε.
           Κάποια στιγμή ανέβασα και την Μπέττυ στο Χαλάνδρι και γουστάρανε πολύ γιατί στο πράσινο από θηλυκό ούτε γάτα. Ο Βιθέντε την ερωτεύτηκε αμέσως και το δήλωσε ο Τάκης την πήρε περιέργως με καλό μάτι ο Σπύρος της άναβε γαλλικά χρυσά Παλλέτ ο Κωνσταντίνος την είδε σαν την αδερφή που δεν του χάρισαν ποτέ κι ο Γκρέτα Γκάρμπος της αφιέρωνε τα ποιήματά του ως και Λωτρεαμόν της δάνεισαν κ’ η Μπέττυ που το είδε κάτι προς μαμά του λόχου κάτι προς Ζουλιέτ Γκρεκό πλάκωσε ξαφνικά μαύρα πουλόβερ μαύρα νύχια φούστες μακριές και χαμηλές γοβίτσες έφερνε κέικ κεφτεδάκια από το σπίτι της μέχρι που το συμμάζεψα το ψώνιο—κι άντε πλατεία για τσιγάρα άντε για κράσο πιάσε και κανά κοψίδι κρεατούρα απ’ τον Ταύγετο πλύνε τα πιάτα χαζοβιόλα μην χεστούμε εδώ μέσα γιατί ποτέ δεν ξέχασα την φάση της στη Βουλιαγμένη που ‘βγαλε το μουνί της φάτσα φόρα στη φωτογραφία κάτσε καλά μην πέσουνε τίποτα φάπες κι αύριο πρωί γαμιόλα με τον κηδεμόνα σου. 

11 
________________________________

Στις εξετάσεις έγραψα σκατά κάτω απ’ τη βάση πέρα από έκθεση ιδεών λατινικά κι αρχαία τα θρησκευτικά δεν πιάνουνε γιατί ο θρησκευτικός έριχνε πάντα εικοσάρια. Φώναξα και την Μπέττυ για βοήθεια κ’ έκανα μαλακία χοντρή γιατί μ’ έστρωνε στη μελέτη κάμμια ώρα κ’ ύστερα με ξεπάτωνε στο πισωκολλητό σούρωμα σκέτο η ξεκωλιάρα και παράταγε λίγο πριν πλακώσει σπίτι ο πατέρας μου μεράκιον Ερετρικόν στεγνό σαν πηγαδάκι στη Σαχάρα.
            Δε λέω από γαμήσι τεχνική είμαι κομμάτι αλμπάνης κ’ έριχνα τέσσερα πέντε στη σειρά μέχρι να πάρει πρέφα το μουνί της κι αγκομαχώντας δούλευα τα τρίωρα μέσα στα σκέλια της κι άντε καβάλλα στα λοφάκια της κωλάρας με τα νεφρά μου τσακισμένα κι αυτό δεν ειν’ γαμήσι ρε μαλάκα μου παρά μονάχα μεροκάματο του τρόμου.
           Έτσι μια μέρα που τελειώναμε κοσμογραφία κι αυτή κατέβαζε κυλόττα λάγνο μάτι πήρα απόφαση να εφαρμόσω πειραματικά μια τεχνική που να ‘βγαζε μέσο όρο ένα χύσιμο το δίωρο—μπας και γλυτώσω την προφυματίωση.
            Το ‘χα σκεφτεί από καιρό και το εφάρμοσα σαν έτοιμος από καιρό σα θαρραλέος το κόλπο όλο έχει σχέση με τον χρόνο και με τον ρυθμό πλάς άλλες βαριασόνες. Πότε τραβιέσαι δηλαδή για να μη χύσεις πότε τσιγάρο διάλειμμα στο μεταξύ να χτυπάει μαλακία να κρατιέσαι ντούρος κι όταν ζορίζανε τα πράγματα στα κωλομέρια εφαρμογή το σχέδιο—φίμωμα που πάει να πει κράτει στα φλόκια βλέμμα προς το ταβάνι πάλι γεμίσαμε αράχνες στις γωνίες που να χέσω μέσα και από τα μέσα σου να τραγουδάς τραγούδια άσχετα σε κόντρα φάση—Κοντά στο τζάκι αγκαλιά στην πολυθρόνα Θα σε πάρω να φύγουμε σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη Μοναξιά φτάνεις κάποτε μοιραία κ’ άλλα τέτοια—κ’ έφτιαξα ένα ρεπερτόριο αντικαύλας κ’ έχυνα έτσι σα βεγγαλικό μετά απ’ το δίωρο κ’ η Μπέττυ που την έκανε λαχείο στην καληνύχτα πάντα μου έλεγε στάνταρ ξαναμμένη απόψε ήτανε γαμώ τα γαμησάκια μου κουρκουμπινάκι μου. 

12
________________________________

 Πέρασε έτσι το μαγγανοπήγαδο κι άρχισα να ψήνω τον γέρο μου για το νυχτερινό. Είχα χτυπήσει ένα κωλοχανείο στην Κωλέττη που το πρωί ήτανε Βαρβάκειο και το βράδυ μπουρδελάκι ό,τι έπρεπε όμως ούτε που σήκωνε κουβέντα ο κωλόγερος και σταμάτα να μου κλέβεις τα τσιγάρα να τρέχω νύχτα στα περίπτερα—χαρτζηλίκι παίρνεις ν’ αγοράζεις τα δικά σου κ’ έκοβε τη συζήτηση …Βάλαμε και τηλέφωνο με λουκετάκι μην το ξεσκίζω κι όταν ο γέρος κατάλαβε πως έπαιρνα τους αριθμούς χτυπώντας τα κουμπάκια στο ακουμπιστήρι μου είπε είσα ένα ρεμάλι άντε και γαμήσου και το ξεκλείδωσε.

             Κ’ ένα απογευματάκι καθώς μπούκαρα στο Στέκι έπεσα μούτρα με τη Ζέτα είσοδος τραπεζάκι—μπρος στη βιτρίνα με τις πάστες.

            —Έλα φώναξε και σηκώθηκε κοντά μου με ξέχασες;
            —Έχασα το τηλέφωνό σου ιστορία ολόκληρη αλήθεια λέω—και από δω ο Λίνος και ο Θέμης μου ‘δειξε δυο τύπους στο τραπέζι της που δεν τους πρόσεξα γιατί η Ζέτα μ’ είχε μαγνητίσει ο Λίνος κ’ ένα μπλέηζερ μαζί σηκώθηκαν και μου ‘σφιξαν το χέρι συμπαθητικό παιδί ο άλλος ούτε να με χέσει κούνησε το κεφάλι του κ’ ένα μαλλί κωλομπαρίστικο στρωμένο πίσω και γυαλιστερό απ’ το χεσαμόλι.
             Φορούσε φούστα κόκκινο ταφτά και φουσκωτό φουρό δαντέλλα γκρενά χρώμα και μύριζε φρέσκο λεμονάκι και γυναίκα.—Είναι το παιδί που μ’ έσωσε απ’ τους μπάτσους που σας έλεγα γύρισε στους άλλους κ’ έπειτα σε μένα—ούτε ευχαριστώ σε σου ‘πα.
            —ποτέ δεν ειν’ αργά πήρα κ’ εγώ το γκομενίστικο και πάνω που πήγαινα ν’ αρχίσω το ψηστήρι έννοιωσα ένα χέρι ν’ ακουμπάει τον κώλο μου κ’ η φατσούλα του Μάνου ήρθε από πλάτη δίπλα στη δικιά μου—όταν τελειώσεις έλα μέσα πήγε να ρίξει κ’ ένα Σπόρε από πάνω αλλά το ‘κοψε στο παρά πέντε κ’ έπειτα έσμιξε τα φρύδια του κάρφωσε το βλέμμα του στη Ζέτα στυλ κι αν σε γαμήσω χάρη θα σου κάνω—ποιό είναι το παπάκι ρώτησε κ’ έφυγε αργά προς λύκος για το βάθος στο τζιούκ-μπόξ καθώς η Τζούλι Λόντον τραγουδούσε Κράι Μι Ά Ρίβερ κ’ η Ζέτα τον κοίταζε σα μαγεμένη.
            —τον  ξέρεις;  ρώτησε  χωρίς  ανάσα  καρφωμένη  ακόμα  σαν  το σαϊλό στις πλατάρες του κι όταν αυτός χάθηκε στο άνοιγμα γύρισε και με ξαναρώτησε σιγά—τον ξέρεις;
            —κολλητός μου.
            —θα μου τον γνωρίσεις;
            —μάζεψε πρώτα τα σάλια σου και θα τα βρούμε.
            —Τώρα;…
            —Τώρα θα τα βρούμε πρώτα οι δυό μας κι ο γκόμενος αργότερα έλα πάνω στο πατάρι και πιάσε μου ένα βερμουτάκι πάγο—δεν ήξερε σε το τσογλάνι έπεσε.
            Το πατάρι ήτανε μια μεγάλη χαμηολοτάβανη αίθουσα έρημη πάντα με ζεστό φως καστανή παχειά μοκέττα φαρδυούς πέτσινους καναπέδες και πράσινα τραπεζάκια μάρμαρο με ανοιχτόχρωμα νερά και που σπάνια ανεβαίναμε εκεί πάνω.
            Πήγα αργά προς το πατάρι χαιρέτησα την κοπελλίτσα στο ταμείο μια εικοσάρα με βαλσαμωμένο ύφος που τη γαμούσε το αφεντικό κ’ ήτανε πια ντεκόρ εκεί μέσα μόνο που κάναμε όλοι το κορόιδο κ’ είμαστε τυπικοί μαζί της όχι καννιβαλίσματα και τέτοια γιατί περνούσαν απ’ τα χέρια της τα βερεσέδια μας κι αυτή μας κάλυπτε που δεν την ξεφωνίζαμε. Πήρα τη Ζέτα με την άκρη του ματιού μου να τζάζει στο σπρωχτό τους καβαλλιέρους της ανέβηκα και πριν προλάβω να στρώσω τον κώλο μου στον καναπέ έσκασε με το βερμουτάκι σήκωσε φούστα και φουρώ και κάθισε απέναντί μου. Πέταξα τσιγάρα αναπτήρα πάνω στο μάρμαρο και μια μερίδα σιωπή ‘ηπια και μια αργή γουλιά απ’ το ποτό μου—δε μου λες κοριτσάκι τσιγάρα δεν αγοράζεις όλο στη τράκα παίζεις;
            Έμεινε με το τζούνιορ Τρίπλεξ αναμμένο και το τσιγάρο χαλάρωσε στα χείλη της συγγνώμη είπε κ’ έσβησε τον αναπτήρα—κουλάρησε μωρό μου πλάκα κάνω—δεν αγοράζω είπε γιατί μου ψάχνει η μαμά την τσάντα κι άναψε το δικό μου που περίμενε σφιγμένο μες στα  δόντια μου.
            —Πρόσεξε τώρα φιλενάδα ο Μάνος είναι σκληρό παιδάκι εντάξει; —Μάνο τον λένε;—Μάνο κι άσε τα παράσιτα—εντάξει μη θυμώνεις τώρα—δε θυμώνω αλλά βάλε γλώσσα μέσα κι άκου γαμώ το φελέκι μου και δε μίλησε άναψε το τσιγάρο της άντε και πάλι απ’ την αρχή.
            —Ο Μάνος έχει όποια γκόμενα γουστάρει και δεν προλαβαίνει να τις περνάει σουβλάκι αν με πιάνεις κι ούτε καιρό για κατιμάδες και μυξοπαρθένες είσαι μέσα;—μέσα είπε ψιλοπαγωμένη δηλαδή δε θα με συστήσεις;—και βέβαια θα σε συστήσω κι έσκασε τότε το χαμόγελο μέχρι τα σκουλαρίκια της μου ‘πιασε και το χέρι είσαι οκέυ.
            —οκέυ αλλά όχι στην ξελιγωμάρα—ψάρωσε λίγο αλλά το κατάπιε—κ’ εξηγούμαι πρώτα απ’ όλα έχει στέντυ γκόμενα και τη γουστάρει.
            —τι στέντυ;—μόνιμη μωρό μου—κ’ είναι καλή; —μια χαρά μουνίτσα—καλλίτερη από μένα; —δε θα το ‘λεγα άλλο στύλ να πούμε.
            —σιγά δηλαδή τι έχει αυτή η γκόμενα τον κώλο πίσω;
            —Ζέτα δε σου πάει καθόλου το τσμπουκαλίκι προσπαθώ να σου εξηγήσω πως δε γουστάρω να του την πέσεις σε ξελιγωμάρα στύλ και να σε ρίξει στην ξεπέτα μια κ’ έξω το θέμα είναι να γίνει κάποιος φραμπαλάς σωστός και ούνα στόρια ντραμάτικα.
            —με μένα και τον Μάνθο;
            —μη του γαμάς τ’ όνομα Μάνο τον λένε τον άνθρωπο κατάλαβες;
            —κατάλαβα αλλά…θέλει σχέδιο;
            —το ‘πιασες γι’ αυτό είμαι εδώ κουλάρησε κι άσ’ το πάνω μου.
            —κι αυτήν την γκόμενά του πως την λένε;—Στέλλα—σιγά το όνομα και τι έχει δηλαδή αυτή και την έχει στέντυ;—τίποτα καλλίτερο από σένα η κουφάλα—αλήθεια λές;—να σε νεκροφιλήσω μωρό μου είσαι καβλίτσα σκέτη κι από βυζάκια σκίζεις—που το ξέρεις δεν ντρέπεσαι ρε αλήτη;—τα είδα που κουνιόντουσαν την ώρα που μας κυνηγούσανε οι μπάτσοι άσε από μπούτι—κάνω μπαλλέτο γι’ αυτό…—κι από κώλο—καλά αυτόν μου τον ψαχούλεψες για τα καλά στις σκάλες σκατουλάκι.
            —και δε θα ‘ναι η πρώτη φορά.
            με κοίταξε χωρίς να το πιστεύει έκανε μετά να γελάσει αλλά την έκοψα.
            —αύριο—κοίταξα το ρολόι μου κόντευε 6 παρά 20—αύριο 5 σε περιμένω κάτω στην πόρτα σε πάω στον Μάνο κάνω τις συστάσεις κάνω παρέα ένα τσιγαράκι να σπάσει ο πάγος και μετά την κόβω ρόδα μυρωμένα.
            —γιατί δεν πάμε τώρα;
            —γιατί τώρα μωρό μου περιμένει τη δικιά του κι εμείς θα πάμε σινεμά.

            Σινεμά σημαίνει φιλιά χαμούρεμα έξω τα σουτιέν και για τις χαμουρίτσες τις περπατημένες στην τσάντα η κυλόττα και μουνί πινέλο γάτα η μικρή και το ‘πιασε αμέσως μούτρωσε το ξεροκατάπιε έκανε να φύγει το μετάνοιωσε. Δάγκωσα δεύτερο τσιγάρο με παγωμένη φάτσα Ντον ντε λ’ Όρο τ’ άναψα κι αυτή το πήρε από το στόμα μου ρούφηξε τζούρα σιωπηλή και μου ξεφύσηξε στα μούτρα τον καπνό κ’ ένα—εντάξει. Τι εντάξει το ρούμπωσα το παπί ποιος είμ’ εγώ ο Τσιμ-Τσομ-Τσίμπλερ;
            —Περίμενε στην πόρτα της είπα κ’ έκανα να σηκωθώ μα καρφώθηκα στη σκάλα και σαλτάρησα γιατί είδα τα μάτια της Μόλλυ να ξεπροβάλουνε πίσω απ’ τα κάγκελα της κουπαστής —σταμάτησε και με κάρφωσε μσοκρυμμένη με πήρε είδηση ότι την πήρα είδηση και το ‘παιξε στο αδιάφορο ανέβηκε αργά στο πατάρι προχώρησε λίγα βήματα και κοίταξε την ερημιά μια γύρα με προσπέρασε δήθεν ψάχνοντας στο βάθος—ποιος πούστης μου την έστειλε δω πάνω κι άκουσα κάτω στ τζιούκ-μποξ τους Πλάττερς Δέ Γκρέητ Πρετέντερ σύνθημα πλάκας του Μάνου της κουφάλας. Πήγε μερικά βήματα μετά γύρισε αγνόησε τη Ζέτα και στάθηκε πάνω μου κοκκινισμένη κάπως.—Να σου πω ψάχνω την Μπέττυ μήπως πέρασε από δω;—ποια Μπέττυ; έκανα κ’ εγώ τον ψόφιο κοριό—την Μπέττυ η ψηλή αυτή που μοιάζει λίγο με την Γκλόρια Γκράχαμ…Κοίτα τώρα πλάκα το τσογλανάκι—από δω η Ζέτα—χαίρω πολύ Μόλλυ και χαμόγελο σε ξεμαλλιάζω επιτόπου—μήπως την πήρε το μάτι σου;—την Μπέττυ την ψηλή; όχι θέλεις να της πω τίποτα;—άσε θα της τα πω εγώ όταν τη δω χάρηκα πολύ—και γω είπε η Ζέτα κι όταν η Μόλλυ χάθηκε στη σκάλα με ρώτησε ποια’ ναι αυτή;—Η Μόλλυ φιλαράκι από δω μέσα.
            —τι φιλαράκι αυτή κόντεψε να μου βγάλει τα μάτια.
            —είναι λίγο προβληματικό το κοριτσάκι.—σε πέντε λεπτά περίμενέ με στην πόρτα σηκώθηκα κατέβηκα δυο δυο τα σκαλιά πέρασα γρήγορα τον διάδρομο κ’ έφτασα δίπλα στο τζιούκ-μποξ που άραζε ο Μάνος έπεσα  δίπλα του.—που είναι;—ποια;—άσε τις μαλακίες τώρα που είναι η Μόλλυ—η Μόλλυ;…η Μόλλυ μάλλον έφυγε—καλά ρε πούστη εγώ κάνω παιχνίδι για πάρτη σου και συ μου κάνεις πλάκες—αφού σ’ έψαχνε ρε μαλάκα. Πετάχτηκα  στην είσοδο βγήκα έξω αλλά το πεζοδρόμια ήταν άδειο και ψυχή μέσα στην μπίχλα της ομίχλης που κατέβαζε το πάρκο που σκατά χώθηκε τώρα η κουφαλίτσα; μπήκα πήγα στο ταμείο στη βαλσαμωμένη μήπως πέρασε από δω η Μόλλυ; ψάρακλας η άλλη—μία κοπελλίτσα με αφέλειες μήπως;—Ζωήρεψε τότε έτοιμη να πηδήξει έξω απ’ τον τάφο της—μια κοπελλίτσα με αφέλειες έφυγε βιαστικά πριν από λίγο…άφησε και το ποτό της.

Καλά ρε πούστη Μάνο έτσι και με καρφώσει στην Μπέττυ τη γάμησες θα τα ξεράσω όλα στη Στέλλα—κουλάρησε ρε μαλάκα τώρα τι έγινε με το παπί;—το παπί σε γουστάρει—κανά καινούργιο έχεις να μου πεις έκανε και πήρε το βαριεστημένο του—πως δεν έχω ρίξε κάνα φράγκο να την πάω σινεμά—μαλάκας θα 'σαι να σου πληρώσω και τα γαμησιάτικα από πάνω—ποια γαμησιάτικα ρε μαλάκα για πάρτη σου δουλεύω—κόψε ρε φλώρε το παραμύθι μου πέσανε τα τέλια ξέρω πως το δουλεύεις για πάρτη σου—καμμιά μουρόχαβλη θα ΄ταν που την έτζασα και κάρφωνε μαλακίες—αφού σου 'πα ρε μαλάκα Σπόρε δε γουστάρω μεταχειρισμένες—παρθένα είναι ρε μαλάκα κάνει και μπαλλέτο γαμώ τα σπαγγάτα κ' έπειτα εγώ δεν τις χρησιμοποιώ τις τεστάρω τις ξεσκαρτάρω και σου φέρνω πρώτο πράμα ρίξε τώρα κάνα φράγκο—εξώστη θα πας—για φάτονε εγώ την ψήνω για πάρτη σου και συ με ρίχνεις στον εξώστη—τι ψήνεις ρε χαμούρι αφού η γκόμενα είναι ψημένη σε ποιον τα πουλάς;—σε σένα ρε κορόιδο σου 'χει βγει βρώμα πως είσαι καψούρι με τη Στέλλα κ' οι γκόμενες σε λίγο θα σε θάψουνε στη σαλαμούρα—εγώ της είπα πως δεν τρέχει τίποτα και είσαι στα χωρίσματα...άντε πέσε δύο πλατεία τώρα και τελείωνε κι αύριο εδώ στις 5 φέρνω το πακέττο έτοιμο—τι αλήτης είσαι ρε πούστη μου κι άνοιξε το πορτοφόλι του πόσω χρονώ είναι;—μου' πε δεκαπέντε—και τι θα κάνω εγώ ρε μαλάκα δεκαπεντάρα και παρθένα τρίλιζα θα παίζουμε;—και που 'σαι έτσι και σκάσει από δω η Μπέττυ πες της πως πήγα Φωκιανό για μπάσκετ—κ' έτσι κι αρπάξει κανά ταξί η τρελλοκαμπέρω κ' έρθει κατά κει και δε σε βρει τι θα γίνει ρε μαλάκα;—θα της πω πως έπιασε βροχή κι έφυγα—κι αν δε βρέξει ρε αρχίδι που το παίζεις και ξύπνιος;—τότε θα πω πως στέγνωσε τι γουστάρεις τώρα αύριο στις 5 να 'σαι εδώ πήρα τα φράγκα και τον παράτησα.
Άνοιξα την πόρτα κ' έσπρωξα την Ζέτα στο πεζοδρόμιο—όλα εντάξει το κανόνισα αύριο στις 5 εδώ κι ο τύπος σε κάνει πολύ κέφι.—Αλήθεια τι σου είπε;—λεφτά για ταξί έχεις;—έχω τι σου είπε;—μου είπε το παπάκι είναι σκέτη κάβλα—γιατί με είπε παπάκι;—σε είπε παπάκι κ΄ έψαχνα για ταξί γιατί 'σαι μικρούλα και πολύ σεξουάλα γαμιούνται οι ταξιτζήδες σήμερα και όλο τους το σόι πήγαινε τέρμα τζαμαρία να τον δεις και κάνε παιχνίδι μέχρι να χτυπήσω κάνα ταξί.
            —Ντρέπομαι.
            —πήγαινε ρε βλαμμένο και την έστειλα με μια σπρωξιά γκελαριστή μπροστά στη τζαμαρία. Κάθισε εκεί και με κοίταζε της έκανα ένα τσαντισμένο νόημα γύρισε δειλά κ' έκανε ντικ μες στη τζαμαρία....Σε λίγο κούνησε το κεφάλι της και χαμογέλασε κάτι της συναξάριζε ο Μάνος από μέσα μετά άρχισε να παλαντζάρει κου-πε-πε σήκωσε και το δαχτυλάκι της κ' έκανε ένα μικρό κύκλο στον αέρα κ' ύστερα του αμόλησε μια μούτζα κ΄ έφυγε τρέχοντας και μπίστησε απάνω μου κόκκινη σαν την παπαρούνα. Την έχωσα στο ταξί Άστυ Κοραή έπιασε και μια βροχή στο δρόμο—τι έκανες τον μούτζωσες τον άνθρωπο;—όχι του 'πα αύριο κ' ύστερα του είπα στις 5 και του 'δειξα με τα δάχτυλά μου τι έκανα;—έκανες πως όταν λέμε σε κάποιον από μακριά στις 5 του δείχνουμε με τα δάχτυλα και την παλάμη μας προς τη μάπα μας το άλλο πεντάρι που 'κανες εσύ ήταν σκέτη μούτζα.
            —είμαι μαλακισμένη.
            —δεν είσαι μαλακισμένη αλλά σταμάτα τις πρωτοβουλίες κι ασ' τα πάνω μου.
            —λες να θύμωσε ο Μάνθος;
            —τέτοια να λες αύριο και να γίνουμε ρεντίκολο Μάνο τον λέν τον άνθρωπο.
            —Α ναι Μάνο—να τον λέω αγόρι μου μην τα μπερδέψω;
            —αγόρι μου λένε οι βίζιτες κουλάρησε.
            —καλά ασ' το τι ταινία θα δούμε;
            —αστυνομική και λίγο αισθηματική κάπως περίεργη παίζει και μια σούπερ γκόμενα στο στυλ σου.
            Λίγο πριν φτάσουμε στο σινεμά μου πάσσαρε κρυφά τα χρήματα για το ταξί κ' ύστερα μου 'ριξε μια σπρωξιά στον ώμο με τον ώμο της—είσαι καλός τυπάς το ξέρεις;
            Έτσι 'ναι—όταν είμαι κακός είμαι κακός όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος.

Κατεβήκαμε τριάντα σκαλοπάτια στον  τάφο του Ινδού κάτω η στοά ήτανε άδεια μες στη θλίψη κι όλα τα μαγαζιά τριγύρω με σβηστά τα φώτα στις στρογγυλές τους τζαμαρίες ή ξενοίκιαστα. Στη μέση της στοάς έσταζε απ' το ταβάνι η βροχή κ' έφτιαχνε μια λιμνούλα φάτσα στο ταμείο—δύο είπα και η γκόμενα πίσω απ' το τζάμι άφησε το πλεκτό της δίπλα πέταξε έξω τη γλώσσα της πασάλειψε τα δάχτυλά της και μου 'κοψε δυο σαλιωμένα εισιτήρια.
            —να πληρώσω το δικό μου είπε η Ζέτα—άλλη φορά κουκλίτσα μου—τότε σ' ευχαριστώ είχε και τρόπους το κορίτσι.
            Στην μακρόστενη αίθουσα καμμιά δεκαριά και ερημιά. Η Ζέτα ανέβηκε μέχρι τη μέση κ' ύστερα έκανε στα πλάγια πέρασε κάθετα όλη την πλατεία και κάθισε στην τελευταία θέση δίπλα σε μια χοντρή κολώνα έβγαλε την καπαρντίνα την έριξε στους ώμους και κάθισε καθώς τελειώνανε οι τίτλοι. Δίπλωσα κι εγώ την μπλε πατατούκα μου την άπλωσα πάνω στην μπροστινή πλάτη χώθηκα δίπλα στο τριζάτο πέτσινο κάθισμα κ' έγειρε δίπλα μου και ρώτησε ποιος είναι αυτός;— Ο Ρόμπερτ Μήτσαμ της είπα—και η γκόμενα που μου μοιάζει;—θα σου πω—μαυρόασπρο είναι;—όπως βλέπεις και έπιασα το πρώτο κουμπί πουκαμισάκι κανονικά και στα ίσα κι ας με περνούσε για λιγούρι—μωρό αφού θα το κάνεις που θα το κάνεις καν' το καλά και κοίταξε να το φχαριστηθείς κιόλας—είσαι ένας αλητάμπουρας εσύ τσίμπησε την αρλούμπα η δικιά μου κ' έγειρε κοντά έξη κουμπιά ανοίξανε κ' έπεσα για το σουτιέν μόνο που δεν το βρήκα γιατί στη θέση του ήταν κάτι σαν πανοπλία από σκληρή δαντέλλα έγειρε δίπλα μου και σκεπάστηκε κάπως με την καπαρντίνα της—το κορδονάκι μου είπε βραχνά καθώς ψαχούλευα στα τυφλά. Ανέβασα σιγά το χέρι μου προς τα πάνω κ' έπεσα στη μαλακή δαντέλλα  κ' έννοιωσα από κάτω τα ζεστά βυζιά της ν' ανασαίνουνε βαριά είσοδος καμμιά—το κορδονάκι είπε και πλασάρησε βυζί η κουφαλίτσα πήρε να μυ σηκώνεται και πάνω στην εξερεύνηση βρήκα κάτι σα φιογκάκι το τράβηξα και μου 'μεινε στο χέρι έκανα το κορόιδο και το παράτησα στον κόρφο της μετά έπεσα σε κάτι κόπιτσες στην κουφοπιέτα κάτι κουμπάκια ντυμένα με μεταξωτό που δεν άνοιγαν άντε κι άλλο φιογκάκι μέχρι που βρήκα ένα πιο μεγάλο που τράβηξα την άκρη του λύθηκε κ' έννοιωσα τη φουσκωμένη σάρκα της να τινάζεται έξω και να τρεμοπαίζει ελεύθερη—χαλάρωσέ το είπε με φωνή Λίζαμπεθ Σκόττ κι άρχισα να ξελύνω προς τα κάτω—χαλάρωσέ το κι άλλο μου ψιθύρισε κ' έμοιζε όλο το σκηνικό φιδάκι κ' επιτραπέζιο παιχνίδι μόνο ζάρια δεν είχαμε αλλά ανάμεσα από δαντέλες κόπιτσες μπανέλλες και φιογκάκια κατάφερα και της πέταξα έξω τα βυζιά για τα καλά κ' ένα άρωμα από λεμονάκι φρέσκο—βάρυνε λίγο η ανάσα της κι άρχισα να τα παίζω πάνω κάτω—τις ρώγες είπε πάλι με βραχνή φωνή τρίψε μου τις ρώγες και κόλλησε πάνω μου—ό,τι θέλει η μαντάμ κ' εφάρμοσα σφίξιμο τρίψιμο ρώγας τράβηγμα κι ο πούτσος μου στραγγαλιζόταν κιόλας κάτω απ' το φερμουάρ. Ευτυχώς στα πέριξ πρέφα κανείς.
             Κόλλησε στ' αυτί μου καυλωμένη—θέλεις να γίνεις ο μαλάκας μου; με ρώτησε σιγά κ' έμεινα κάγκελλο—τι να γίνω;—θέλεις να γίνεις ο μαλάκας μου μωρό μου; και τότε έννοιωσα το νυχάκι της να ξύνει απαλά το μπλου-τζήν πάνω από το ντούρο πούτσο μου σωστή νομίζω. Τράβηξα την πατατούκα και την έριξα πάνω στα μπούτια μου ψαχούλευε αυτή από κάτω έτριβα τις ρωγούλες της στο μεταξύ κ' έπιασε το γλωσσάκι του φερμουάρ—θέλεις να είσαι ο μαλάκας μου; ρώτησε πάλι—μαζί σου και στην κόλαση μωρό μου γαμώ τις μπαρούφες μέσα τι κάνει ο άνθρωπος για μια μαλακία κι άρχισε να το κατεβάζει ν' ανοίγει αργά τα σιδερένια του δοντάκια τεντώθηκα κ' εγώ κι ανασηκώθηκα λίγο να βοηθήσω—ποιος είναι αυτός; ρώτησε και σταμάτησε το φερμουάρ στη μέση—ο Ρόμπερτ Μήτσαμ που να χέσω μέσα—όχι αυτός ο άλλος με το λακκάκι στο πηγούνι κάπου τον ξέρω—ο Κέρκ Ντάγκλας θα συνεχίσει τώρα ή θα μείνω τσιτωμένος σα μαλάκας μου 'χε πεταχτεί κι ο μισός έξω—πες μου πως είσαι ο μαλάκας μου—είμαι ο μαλάκας σου μωρό μου κάνε παιχνίδι τώρα μη μου το κουράζεις κι αυτή επιτέλους το κατέβασε απότομα τον πέταξε έξω και τον χούφτωσε—μεγάλο τον έχει ο μαλάκας μου είπε κι άρχισε να τον παίζει—υπερβολές κανονικός είμαι—να τον κάνω τρομπάτο να με πιτσιλίσεις;
            —Τι τρομπάτο;—να έτσι τρομπάτο και μου 'δειξε.
            —τι τρομπάτο αυτό είναι κανονικό.
            —Όχι αυτό είναι το τρομπάτο το κανονικό δε λέει τίποτα και ξαφνικά τράβηξε στο βραχνό μπεμπέ η φωνούλα της—αλλά έχουμε και το σαλιγκαράαατο και μου τον σαλιγκάρωσε και μετά έχουμε και το νυχαάατο—νυχάτο με τρομπαάατο μαζί—σαλιγκαράτο με νυχαάατο—μπατσααάκια στις καμπανούλες—γιατί ρε Ζέτα δε μου δίνεις από την αρχή το μενού να το μελετήσω τώρα με μπέρδεψες και τα θέλω όλα.
            —Θα στο πνίξω το κουνέλι μαλάκα μου αγρίεψε και μου' μπηξε νύχια της—ρε μπας κ' είχανε δίκηο οι μπάτσοι που την πλακώσαν στα φιλέτα έξω απ' τη Ζήμενς;
            —θα με πιτσιλίσει τώρα ο μαλάκας μου;...κ' έπιασε να με μαλακίζει πες μου θα με πιτσιλίσει ο καριόλης—αυτή 'ναι που σου μοιάζει καθώς έμπαινε η Τζέην Γκρήρ μέσα στο βρωμερό μπαρ της Τιχουάνα κι ο Μήτσαμ πάθαινε την πλάκα του—σιγά που μου μοιάζει αυτή 'ναι γκομενάρα.
            Τελικά μου 'ριξε μια ποικιλία απ' όλα με βασάνισε αρκετά στο ξεκίνα και σταμάτα κάπου προς το φινάλε αγρίεψε και μου 'κανε μπουκλίτσες τις ψωλότριχες και τις τράβαγε και σφύριζε μες απ' τα δόντια της γάμησέ μου τις ρώγες ρε μαλάκα και μ' έστειλε αδιάβαστο το πουτανάκι και όταν άρχισα να χύνω λαχάνιαζε μέσα στ' αυτί μου—με πιτσιλάς τώρα με πιτσιλάς μαλάκα μου μετά τον άρμεξε για τα καλά τον τίναξε κ' έπεσε ρουθουνίζοντας βαριά πίσω στο κάθισμά της έβγαλε μετά απ' την τσάντα της ένα μαντηλάκι δαντελλένιο έσκυψε δίπλα μου και με σκούπισε τι με σκούπισε με πασάλειψε κανονικά—Θα μου το πλύνεις και θα μου το φέρεις είπε με ήρεμη φωνή τώρα κ' έχωσε το μαντηλάκι στην τσέπη της πατατούκας αγκάλιασε το μπράτσο μου τρυφερά και μύρισε τα δάχτυλά της            —Μμ!...μ' αρέσει η μυρωδιά απ' το χύσι κ' έπειτα κοίταξε προς την οθόνη—για πες μου τώρα τι έγινε γιατί δεν κατάλαβα τίποτα αυτός με το λακκάκι στο πηγούνι τι ρόλο παίζει;


Πάτησε στο μαρμάρινο σκαλοπάτι μπροστά απ' την πόρτα της—αύριο στις 5 στο Στέκι είπε λίγο αμήχανα να μην ξεχνιόμαστε κιόλας τον λόγο που την έσπρωξε στην επιχείρηση πιτσίλισμα και με φίλησε στο μάγουλο—άμα παίξει κι άλλη τέτοια ταινία θα με πας γούσταρα πολύ την γκόμενα αυτή σε στύλ αφού δε σ' έχω σε σκοτώνω σου άρεσε;
            —Πολύ μόνο το τέλος κάπως άγριο τι να σου πω έτσι όπως στουκάρανε στα δέντρα.
            —Ποιό τέλος για την μαλακία σου λέω.
            Την πούτσησα ο μαλάκας κοίταξα γύρω μου την ερημιά μισογονάτισα στο σκαλοπάτι—την έκανα βεγγαλικό μωρό μου είσαι αχτύπητη και το πρώτο σαλιγκαράτο.
            —Ναι αλλά δε μου το 'πες.
            —Ζέτα έχουμε τόσες ταινίες μπροστά μας.
            Αυτό της άρεσε χαμογέλασε πονηρά πήρε μια στροφή μαζί και ο ταφτάς απ' το γκρενά φουρώ κι ανέβηκε πηδηχτά τις σκάλες.
Δε λέω κι η Μπέττυ ρίχνει ωραίες μαλακίες. Την τελευταία φορά ήταν στο θέατρο που πήγαμε να δούμε την Μελίνα Μερκούρη. Άλλο στύλ η δικιά μου προς το αργό που λέει κι ο Παλαμάς γιαννιώτικα σμυρνιώτικα πολίτικα μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα λυπητερά να τρέχουνε τα σάλια σου κωλόγερος και χώμα σκέτο. Μ' είχε σκεπάσει μ' ένα ντούμπλ-φάς αδιάβροχο μαύρο κεραμιδί κ' έπαιζε αργά με τ' ακροδάχτυλά της μόνο το καβλί μου πολύ σαδίστρω η καριόλα μέχρι που έλιωσα και αμολήθηκα και πάνω στη φάση που έχυνα πλάκωσα στις κλωτσιές το μπροστινό μου κάθισμα. Οι διπλανές μου κάτι σικ φακλάνες κάνανε το κορόιδο οι κουφάλες το ίδιο και οι μπροστινοί οι από πίσω και οι πλαϊνοί στην Μπέττυ. Τελικά μου φαίνεται ότι με πήρε είδηση όλο το θέατρο πλατεία εξώστης θεωρεία εκτός απ' τη Μερκούρη πάνω στη σκηνή.


13
________________________________

 Πέντε και πέντε στο δωμάτιο με το τζιούκ-μποξ στο Στέκι.
            —Από δω η Ζέτα κι από δω ο Μάνος—χαίρω πολύ στο άνετο αυτός κ' η άλλη του 'σφιξε το χέρι τυπικά ταραγμένη—κάθισα στον καναπέ απέναντί τους άναψα τσιγάρο να πάρω μάτι σκηνικό κ' η Ζέτα όρθια ακόμα—κάτσε μωρό μου είπε ο Μάνος κι αυτή έκατσε και τότε υπέγραψε τη θανατική της καταδίκη έβγαλε το μαντώ της ντυμένη σαν την καραβέλλα μαύρο ταφτά με γκρι βαθύ φουρω στιλέττο ξώφτερνο στους 11 μπλουζίτσα ντεκολτέ από σταυρωτό με δέσιμο στο πλάι να παίζει έλα μου-δεν έρχομαι στους βύζους και μαντηλάκι στο λαιμό Ερμές να κατεβαίνει χαλαρά στο χώρισμα.
            —πίνεις κάτι;
            —Αμέ.
            —τι πίνεις;
            —Ό,τι κι εσύ.
            και γαμώ το κονβερσάσιον θα ξημερώσουν μέχρι να τα βρούνε—τρία βερμουτάκια φώναξε ο Μάνος—δύο εγώ καπνίζω το τσιγάρο μου και φεύγω.
            —σου κάνει κέφι κάνα σινεμά μωρό μου
            —Αμέ.
            —τι ταινίες κάνεις κέφι; Μην του πεις τώρα ρε μαλάκω ό,τι σου κάνει κέφι εσένα αλλά το 'πε η χαζοβιόλα.
            —Σίλβερ Χάουζ σου λέει τίποτα; ρώτησε ο Μάνος—τι 'ναι αυτό;—κλαμπάκι προς την παραλία είσαι;
            —Αμέ.
            Και δω την έστειλε στο ενεχυροδανειστήριο της Σταδίου με τα κλεμμένα μπιζού της μαμάς της.
            —τσιγάρο; Κι άνοιξε το πακέττο του.
            —Αμέ αλλά θα καπνίσω απ' τα δικά μου είπε η Ζέτα αυτά είναι βαριά.
Ξεκούμπωσε το τσαντάκι της κ' έβγαλε ένα πακέτο Κούλ αμερικάνικο με μέντα οργανωμένη η κουφαλίτσα τράβηξε ένα αγνόησε τον αναμμένο Τζούνιορ Τρίπλεξ που της πρότεινα κ' έσκυψε προς τον Μάνο που άνοιξε τον ζίππο του στό γόνατο τον έτριψε καμπόυκα στο μπούτι τον άναψε και πάσσαρε τη φωτιά προς το τσιγάρο της του 'πιασε κι αυτή το χέρι και πήρε πιο κοντά τη φλόγα τράβηξε ελαφρά ξεφύσηξε και είπε—ευχαριστώ ωραίο το κόλπο με τον ζίππο.
            Κ' εδώ έριξε το πρώτο της καρφί στο φέρετρό της.
            —μου 'πε ο φίλος μου από δω πως κάνεις μπαλλέτο—ναι στον Όμιλο στην Βασιλίσσης Όλγας—κ' εγώ κάνω στίβο δίπλα σου στον Εθνικό—ωραία είμαστε πολύ κοντά και τι κάνεις;—άλμα εις μήκος—Αυτό που πηδάνε ψηλά με το κοντάρι;—όχι αυτό που πηδάνε μακριά χωρίς κοντάρι να 'ρθεις καμμιά φορά που θα 'χω αγώνες.
            —Αμέ τον άλλο μήνα έχω επιδείξεις στο μπαλλέτο αν θες να 'ρθεις κ' εσύ.
            —Αμέ είπε ο Μάνος κ' έπιασε το δούλεμα.
            Η πουτανίτσα είχε αλλάξει τελείως τη φωνή της σαν τον κακό τον λύκο που μασουλούσε κιμωλίες για να το παίξει κατσικάκι να την πατήσουνε τα τρία γουρουνάκια να του ανοίξουνε την πόρτα τους να τα φάει ο πούστης—τι ξεκωλιάρες που σου 'ναι οι καριόλες.

Κ' έτσι άρχισε η πονεμένη ιστορία της Ζέτας και του Μάνου αλλά η μικρή πολύ ξηγημένη η ανωμαλιάρα γιατί παρ' όλη την καψούρα της με τον δικό μου δεν μου 'λεγε ποτέ όχι σ' ένα καλό νουάρ που το συνόδευε πάντα με το ξεγυρισμένο της σαλιγκαράτο κρυφά πάντα απ' τον φίλο μου γιατί εκεί το 'παιζε προς το αρσακειάς με λίγα λόγια ήμουνα ο επίσημος μαλάκας της.
            Σηκώθηκα πήγα στο τζιούκ-μπόξ κ' έριξα το Πρητέντ του Νάτ Κίνγ Κόουλ που άρεσε στον Μάνο κ΄έφυγα για τον Πανελλήνιο μπας και βρω κάνα χαμούρη ξέμπαρκο να  κάνουμε λίγη προπόνηση.—Γαμώτο ξέχασα να της δώσω πίσω το μαντήλι της.

14
________________________________

Με ξύπνησε κοντά στις τρεις το μεσημέρι η Μπέττυ στο τηλέφωνο κ' ήθελε να 'ρθει Τουρκοβούνια είμαι σκατά μάλλον θ' αρπάξω την ασιάτικη αν δεν την άρπαξα κιόλας λέω να μείνω μέσα να διαβάσω και δεν το 'χαψε—καλά θα πάρω αργότερα αν είναι να σου ρίξω τίποτα βεντούζες αρχίδια βεντούζες θα μου 'ριχνε—θα 'κανα πάλι τον αλπινιστή πάνω στα κωλομέρια της κ' είχα τις μαύρες μου χέσε μέσα—καλά θα σε πάρω αργότερα—μην πάρεις αργότερα γιατί θα 'ναι εδώ ο πατέρας μου.Έφτιαξα έναν διπλό τούρκικο με λίγο γάλα ψάρεψα κ’ ένα ξεροκόμματο και πάνω στο τρίτο τσιγάρο πήρα  τηλέφωνο τη Ζέτα παίζει ταινιάρα  Λάουρα είσαι;…
           Ησυχία —κάτι τρέχει…
            —Μωρέ φοβάμαι ακούστηκε με τα πολλά και τη μυρίστηκα απ’ τον αέρα της φωνής πως  πήγαινε για πούλημα…έχει και την ασιατική και δεν ξέρω αν θα μ’ αφήσει η μαμά μου ξεραίνει τα πνευμόνια σου λέει το ραδιόφωνο και δεν κάνει να πηγαίνουμε σε μέρη με πολυκοσμία.
            —άσε τα σάπια τώρα Ζέτα σου μιλάει ο μαλάκας σου.
           Πάλι ησυχία…
            —Εκεί είσαι;
           Το πήρε απόφαση—θέλω να σου μιλήσω από κοντά όχι όμως σήμερα Τετάρτη μπορείς;
            —σήμερα τι κάνεις;
            —δε γίνεται σήμερα θα βγω.            
            —τουλάχιστον έχει αμάξι ο μαλάκας;
            Ησυχία και γω άρχισα ν’ απαγγέλλω Ουράνη—Θα πεθάνω ένα πένθιμο
του φθινοπώρου δείλι μες την κρύα μου κάμαρα…
            —Πακάρ ανοιχτή…
            —άντε κουφαλίτσα και μ’ έσκασες.
            Την άκουσα να γελάει—και που ‘σαι δε φαντάζομαι να του ‘στησες μουτζό;
            —τρελλός είσαι;
            —πόσο καιρό βγαίνεις με τον τύπο;
            —ένα μήνα.
            —πάρε με Τρίτη τηλέφωνο μην το ξεχάσω και που ‘σαι.
            —τι ‘ναι;
            —τσάκισέ τον τον πούστη.
            —Α να ‘σαι σίγουρος φιλιά και έκλεισε.
            Ναι φιλιά κ’ είχα ένα κεφάλι σαν κλούβιο αυγό κ’ ένα βαρίδι στα βλέφαρα λες να την ψώνισα πουθενά ο αρχίδης χτύπησε το τηλέφωνο—έλα ρε Μπέττυ γαμώτο μου.
            —Η Μόλλυ είμαι.
—Α η Μόλλυ και τι θέλει η Μόλλυ; —και μια Μόλλυ θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλη θα μου  γράψει ένα γράμμα και νεκρό θα με βρίσει…μ’ είχε πιάσει το ποιητικό μου σήμερα στο τέλος θα την πέσω στον Παπαρηγόπουλο και θα σαλτάρω εδώ μέσα.
            —γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο;
            —γιατί σε πήρα το πρωί και δε γουστάρω να έχω σχέσεις με γκόμενες που βγαίνουν με τον  Πώλ τον Γλίτση για χορό και γενικά.
            —ούτε κ’ εγώ γουστάρω τύπους που βγαίνουν με τη Ζέτα και τους παίζει μαλακίες και γενικά.
            Έμεινα άφωνος δε μ’ άρεσε που μιλούσε έτσι η Μόλλυ 6 με 8. Αυτή φιλούσε αθώα κι απαλά στα χείλη κ’ είχε τη γεύση του σιροπιού εκείνου που αφήνουν τα σφεντάμια το φθινόπωρο τι σκατά  τώρα και ξέσπασα—Φταίω εγώ που κάθομαι και στα λέω όλα να μου τα χτυπάς μετά εντάξει;…κάποια
στιγμή θα τα ξεράσεις όλα στην Μπέττυ και για την Ζέτα και τη Τζίνα και τη Σιμόνη κι ό,τι άλλο σου ‘χω πει.
            —τη Ρόζα από την Πλάκα την ξεχάσαμε; Τι ξεσάλωμα πάλι και αυτό; —πού τη θυμήθηκες  τώρα ρε κωλόπαιδο τόσο κωλόπαιδο είσαι; —ναι ξέχασες που ‘σουνα καψούρης κ’ ερχόσουνα και μου πιπίλαγες το μυαλό τρεις μήνες με τη Ρόζα απ’ την Πλάκα και τα ραντεβουδάκια σας στου Φιλοπάππου τα ξέχασες; —Μόλλυ πως μιλάς έτσι; —μιλάω όπως μ’ αρέσει —η Μόλλυ που ξέρω εγώ δε μιλάει έτσι ακούγεσαι σαν ξένη —ναι βέβαια όταν κρύβω τα κέρατα που ρίχνεις στην Μπέττυ  είμαι μια χαρά τώρα που θα πάω για χορό με τον Πώλ και την Καιτούλα μιλάω σαν ξένη άναψα ένα άχυρο και την άφησα να τα ρίξει μπας και ηρεμίσει κάπως —Λοιπόν θα πηγαίνω όπου θέλω και με τον Πώλ για χορό και την Καιτούλα και με τον Μάνο για μπάσκετ και τον Εθνικό και στα πρωινά στο Ρέξ και στην πισίνα στους αγώνες με τη Σάσα και στην Μπλέ Αλεπού —ο μπαμπάς σου που είναι; —είναι  άρρωστος πονάει το δόντι του και είναι ξαπλωμένος στο δωμάτιό του και σινεμά θα πηγαίνω με όλους
από δω κ’ εμπρός για να δω μια στιγμή στο μπλοκάκι μου λοιπόν…δύσκολο το βλέπω για το μήνα που μας έρχεται.
            —Μόλλυ άσε τις κατινιές τώρα.
            —Α είμαστε και κατίνες από πάνω μην ανοίξω το στόμα μου και δε σε ξεπλένει ούτε ο  Ποδονίφτης—αλλά ήξερα πως δε θα τ’ άνοιγε και της το είπα. —Φυσικά για ποια με πέρασες εγώ ρε φοράω παντελόνια έξαλλη η μικρή τι γυριστή και αυτή ρε πούστη μου Κυριακάτικα.
           Της είχα ξανοιχτεί πολύ και τώρα καταλάβαινα τη μαλακία μου άρχιζα να τη φοβάμαι κιόλας πάει η Μόλλυ 6 με 8 άλλο πράγμα τώρα έπαθα την πλάκα μου και το γύρισα στην τρελλή—Γιατί ‘σαι θυμωμένη μαζί μου; —Εσύ ‘σαι θυμωμένος. —Δεν είμαι. —Είσαι. —Εντάξει είμαι. —Βλέπεις; και κει δεν κρατήθηκα.
            —άντε και γαμήσου Μόλλυ.
            —Άκουσα την ησυχία να βράζει στη γραμμή για λίγο κ’ ύστερα τη φωνή
της πρώτη φορά έτσι ήρεμη και σίγουρη.
            —Κάποτε θα πάω να γαμηθώ αλλά μαζί σου ποτέ!
           Κ’ έκλεισε μαλακά το τηλέφωνο.

Άναψα ένα τσιγάρο ρε μαλάκα μου λες να ‘ναι;…Η Μπέττυ μου το λέει συνέχεια αυτή ‘ναι ερωτευμένη μαζί σου τη βλέπω πως σε κοιτάει—άσε τις παπαριές τώρα ρε Μπέττυ—εσείς οι άντρες είσαστε όλοι μαλάκες στο λέω αυτή είναι ερωτευμένη μαζί σου τέρμα.

Έξω ψιλόβρεχε ακόμα αυτή τη γαμημένη Κυριακάτικη βροχή απόγευμα πριν τη Δευτέρα και το  κεφάλι μου βάραινε καμπάνα το τσιγάρο δεν καθότανε και στο κρανίο μέσα βάλτωνε μια μαλαστούπα στο φινάλε δεν τα βγάζεις πέρα με τις συφιλιάρες άναψα τη σόμπα πήρα τη δόση μου το καυσαέριο σήκωσα απ’ το υγρό μωσαϊκό κι αναποδογύρισα την τσάντα πάνω στη λαχανιά λάκα τουαλέττα Γεωμετρία Χημεία  Κοσμογραφία με σβούριξε κ’ η πρώτη ζαλάδα γαμώ το θεοδόλιχό μου μέσα και μια μάντρα αρχίδια πως θα τελειώσω αυτό το γαμημένο το κωλοσχολείο χτυπούσε και το τηλέφωνο από πάνω γαμησέ τα—τα παράτησα κ’ έπεσα στο κρεββάτι μου και σάπισα μέσα στα ρίγη μέχρι το  πρωί.

15
________________________________

Με ξύπνησε το κουδούνι αυτό που βαράει κατσαβιδάτο μές στο κεφάλι τυλίχτηκα στις κουβέρτες μου και πήγα παραπατώντας μουρόχαβλα στην πόρτα που στο άνοιγμά της στεκόταν ο Βιθέντε κρατώντας μια σακκουλίτσα απ’ το ένα χέρι λουλούδια μπουκεττάκι απ’ τ’ άλλο στο μπράτσο περασμένη τη χακί του μιλιταίρ με σταγονίτσες της βροχής στις επωμίδες καλοντυμένος γκρί παντελόνι μπλέηζερ σακκάκι τσίλικο θαλασσί πουκάμισο και την κολλεγιακή ριγέ γραββάτα του τί έγινε ρέ μαλάκα θα με ζητήσεις σε γάμο—Άντε γαμήσου ρε μαλακοκαύλη μ’έσπρωξε και πήγε προς κουζίνα τουλάχιστον θα πιώ γαλλικό καφέ γιατί ο Βιθέντε σ’αντίθεση με τον Τάκη γούσταρε πάντα γαλλικό.
            —Πήγα σαν τον Κικέρωνα τυλιγμένος στα σκεπάσματα και κόλλησα τη μάπα μου στο κρύο τζάμι. Κάτω η Βικτώρια γυάλιζε μες τη βροχή τα καφενεία είχανε στοιβάξει τις πάνινες πολυθρόνες τους κάτω απ’ τις τέντες κ’ οι λούστροι με τα κασσελάκια είχαν παρατήσει το πόστο τους δίπλα στην έξοδο του τραίνου κι αράζανε κάτω απ’ τον τσίγκο της μαρκίζας στη γωνία στο φλιμπεράδικο του Σπύρου του Τρικοίλια μες την κουζίνα ο Βιθέντε είχε πιάσει ένα ποίημα του Ζάκ Πρεβέρ στα γαλλικά. 

Rappelle-toi Barbara  
Il pleuvait sans cesse sur Brest ce jour-là
Et tu marchais souriante
Epanouie ravie ruisselante
Sous la pluie
Rappelle-toi Barbara


           —Θυμήσου Βαρβάρα—έβρεχε αδιάκοπα στη Βρέστη κείνη τη μέρα—και περπατούσες χαμογελαστή— λαμπερή—γοητευτική—καταβρεμμένη κάτω απ’ τη βροχή—Θυμήσου Βαρβάρα …—εντάξει που να χέσω μέσα τη μελαγχολία μου όλοι ψάχνουμε για μια γκόμενα μες στη βροχή.
Μπήκε μετά μ’ένα δισκάκι φορτωμένο το τσακισμένο βαζάκι μας με κάτι μοσχομπίζελα ανεμωνίτσες νάνους μαργαρίτες δυό κούπες γαλλικό με γάλα χαρτοπετσέτα με κρουασσανάκια διπλωμένα—τα πήρα απ’ το Πέρφεκτ στην πλατεία είναι ζεστά ακόμα κι ακούμπησε το δισκάκι πανω στην κόκκινη φορμάικα του μεταλλικού γραφείου μου μάρκας Τσαούσογλου γκρί φριχτό.
            —τί γιορτάζουμε σήμερα Βιθέντε;
           Άραξε στην καρέκλα απέναντί μου έβγαλε τις μπλέ Καποράλες του κι άναψε ένα τσιγάρο γαμώ τα άχυρα που κάπνιζε κανονικά τώρα πρέπει να ‘ταν στο γραφείο του στην Άτλας-Κόπκο Πατησίων δύο τετράγωνα πάνω απ’ το σπίτι μου.
            —ο Βιθέντε γιορτάζει την αναχώρησή του απ’ τη σκατοσουρδία.
           Ήπια μια γουλιά καφέ κ’ έπειτα έκανα παπάρα το κρουασσανάκι—μπορείς να μου πείς τι μανία είναι αυτή που έχεις με τα παπούτσια σου πώς τα κρατάς ρε λούστρο έτσι πάντα γυαλισμένα;
            —Το γυαλισμένο παπούτσι σε δείχνει πάντα καλοντυμένο—δε θα με ρωτήσεις που πάω;
            —στα παπάρια μου—πιάσε κ’ ένα τσιγάρο απ’ τα δικά  μου.
            —φεύγω για το Βέλγιο.
            —στο Σαρλερουά για ορυχεία;
            —τι μαλάκας που ‘σαι κυρ αστυνόμε Βρυξέλλες άναψε το τσιγάρο και μου το πέταξε όλο στυλάκι στο παραλίγο για το μάτι μου.
            —πες τα απ΄ την αρχή μαλάκα μου ο Τάκης ξέρει τίποτα;
            —όχι κι ούτε να του το πεις.
            —πότε φεύγεις;
            —αύριο το πρωί με τη Σαμπένα.
            —αυτό που δε χωνεύω σε σένα είναι ότι τα κάνεις όλα μια ζωή πίσω  από την πλάτη μας τι πούστης φίλος είσαι ρε παπάρι—φεύγεις κ' έρχεσαι και μου το λες στο παραπέντε;
            —αν στο ‘λεγα νωρίτερα δε θα με αφήνατε να φύγω και δεν μπορώ να ζήσω άλλο στη σουρδία σαν τη σκατόμυγα μες τα κωλόχαρτα το πήρα απόφαση και τέρμα.
           Δίκηο είχε ο πούστης όλοι μας θέλουμε να την κάνουμε από δω μέσα ο Μάνος νομλιζω είναι τώρα Ολλανδία ο Όλιβερ στη Νότια Αφρική ο Μπογκομόλετς Γερμανία  Γαλλία η Μόλλυ Ισπανία η Έλσα ο Βάκης από Γερμανία τώρα Ιταλία με τον Καλογήρου ο Γλίτσης τελευταία φυλακή στην Κύπρο και ο Χαστούκης στη Νότια Ροδεσία κάνει κομπίνες με τον Μίλτο αλλά ο Βιθέντε ο πούστης μια ζωή μυστικοπάθεια πότε θα το πεις στον Τάκη;
            —εσύ θα του το πείς όταν πατάω.
            —παπάριασα ένα δεύτερο κρουασσανάκι—έλα ριχ’ τα τώρα και τον άκουσα μπουκωμένος.
            —από πού ν’ αρχίσω;
            —απ’ την αρχή αν δεν κάνει κόπο και μη μου τα ζαλίσεις ίσια στο
ψητό.
           Ωραία—ανακάθισε—θυμάσαι πέρσι που μ’ έστησες στις διακοπές το καλοκαίρι σ’ εκείνο το νησάκι και δεν ήρθες;
            —στη Μονή απέναντι από την Αίγινα—αφού ρε φίλε χτύπησα γκομενάκι από Κηφισιά που να το αφήσω να ‘ρθω στο ερημονήσι και να σε φάω στη μάπα.
            —και πήρες τα παπάρια μου στο τέλος.
            —εντάξει η γκόμενα ήθελε προγραμματισμό και αφοσίωση δε φτούρισε. —Α!...μπράβο εμένα όμως μου φτούρισε κ’ εκεί τη γνώρισα.
          Θα με σκάσει ο πούστης ποια γνώρισε; —Ποια γνώρισες;
            —μία Βελγίδα και…—δίστασε.
            —και τι ρε μαλάκα…
            —και την ερωτεύτηκα και τώρα πάω στο Βέλγιο να τη βρω.
            —δηλαδή ακολουθείς το μουνί και αυτά που λες σαπίζω στη σουρδία και με τρώνε τα σκατά παπάρια λουλούδια για εξωτερική κατανάλωση.
            —χρειαζόμουν ένα κίνητρο να ξεκολλήσω.
            —και το κίνητρο ήταν η γκόμενα.
            —έτσι δε γίνεται πάντα;…Δίκηο είχε.
            —κι από δουλειά πως θα τη βγάλεις ρε μαλακοκαύλη εδώ σου δώσαν και προαγωγή και πάς για στέλεχος και φράγκα.
            —κανόνισα μετάθεση στην Άτλας-Κόπκο στις Βρυξέλλες την άλλη εβδομάδα αρχίζω.
            —καλά είσαι και μεγάλη κουφάλα Βιθέντε έστησες την κομπίνα στο μουλωχτό μια ζωή σκέτος Βοργίας ρε παλιολουμπίνα—κοιταχτήκαμε—ρουφήξαμε από μια τζούρα.
            —θα μου λείψετε ρε πούστηδες, Όταν πήδηξα τη μάντρα του σινεμά στη Φιλοθέη πίσω απ’ την οθόνη προσγειώθηκα δίπλα στον Βιθέντε που κρυβότανε χωμένος στις κληματίδες κολλητά στους καμπινέδες και κάπου μου φάνηκε γνωστή η φάτσα του κ’ ηρέμησα—όλα ήσυχα; τον ρώτησα—μέχρι τώρα εντάξει είσαι φίλος του Τάκη; —κ’ εσύ πρέπει να ‘σαι ο τέλος πάντων βρεθήκαμε μια φορά στο Πέτρινο κ’ ένα βράδυ στην Έβγα—Βιθέντε και το κανονικό Μιχάλης σφίξαμε τα χέρια.           Μια δροσιά σκατίλας με αγιόκλημα μας τύλιξε πέρασε δίπλα και έφυγε κι ακούστηκε κ’ ένα μπουμπουνητό από μακριά μετά βήματα μπερδεμένα στο χαλίκι απ’ έξω και χωθήκαμε σκουντουφλιστά μες στο ανδρών μέχρι που σκάσαν μούρη στο άνοιγμα ο Σπύρος με τον Λούλη μας δώσανε τ’ αποκόμματα απ’ τα εισιτήριά τους—είναι στημένη απ’ έξω η χοντρή μόλις σβήσουν τα φώτα θα ξανάρθουμε. Η χοντρή ήταν αυτή που ‘χε το σινεμά κάθε παράσταση μέτραγε ο μπόγος εισιτήρια και μετά κεφάλια στην πλατεία και βγαίναν τα κεφάλια πιο πολλά—και τα εισιτήρια λίγα και λύσσαγε η μαλάκω για να βρει το κόλπο με τους τζαμπατζήδες.
          Μες στο αντρών μας έχτιζε η αμμωνία τα ρουθούνια από τα κάτουρα κ’ έπεσε τελικά το καμπανάκι ν’ ανασάνουμε σβήσαν τα φώτα κι όρμησαν μες στους καμπινέδες πέντε κολλητοί βγήκαμε μπούγιο όλοι οκτώ στο μεταξύ πήδηξε μέσα και ο Ντελής το Φίδι και τρέξαμε όλοι μαζί στον διάδρομο για την πλατεία.
          Την κάναμε λαχείο εκείνη τη βραδιά γιατί ‘χε μια ταινία με τον Ντάννυ Καίη που ‘κανε μια γεροξουρία μουσικό και μπλέχτηκε με κάτι άλλους μουσικούς κάτι Τζην Κρούπα Τσάρλυ Μπάρνετ Λάιονελ Χάμπτον Λούις Άρμστρονγκ Τόμμυ Ντόρσεϋ  Μπέννυ Γκούντμαν κ’ ένα σωρό άλλα τέρατα που δεν τα ήξερα—Ά Σόνγκ Ίζ Μπόρν ταινία ψώνιο μέσα στα μπουμπουνητά έπιασε κ’ η βροχή καρεκλοπόδαρα ρίξαμε τις πάνινες πολυθρόνες στα κεφάλια μας και πάθαμε πλάκα γαμώ τη τζάζ και τη βροχή απόψε.

Φάγαμε παρέα στο ταβερνάκι της Ιουλιανού κοντά στο σπίτι μου ήπιαμε και δύο αρετσίνωτα Καμπά και μου ‘πε πως πήγε χτες στο παλιό διαμέρισμά μας στην Κυπριάδου κι αποχαιρέτησε την Μπέττυ που μου μήνυσε μην περιμένω το διαζύγιο…μόνο πάνω απ’ το πτώμα της. —Αγόρι μου ο μόνος τρόπος να πάρεις διαζύγιο είναι να μην το ζητήσεις ποτέ πρώτος κάποια στιγμή νέα κοπέλα είναι το Μπεττικό θα βρει τον ιππότη με τα’ άσπρο άλογο και θα ‘ρθει τρέχοντας στο παρακαλετό και τότε είναι που αρχίζουνε οι πλάκες—πάντως αν τη γουστάρεις από μένα έχεις το ελεύθερο.
            —θα τρελλάθηκες μου είπε δεν κάνω εγώ τέτοια στους φίλους μου—τι ρετάρεις τώρα ρε Βιθέντε δεν τα κάνεις εσύ αλλά τα κάνουν οι γυναίκες κ’ οι γκόμενες των φίλων για σύνελθε είν’ αυτές κάτι ξεκωλιάρες τίποτα δεν ξέρεις—ναι αλλά σ’ αγαπάει ακόμα—σωστά που θα βρει άλλο σαν κ’ εμένα με μπίστηξε τρία χρόνια παντρεμμένο και τώρα έχουμε δύο επιλογές ή άνθρωπος στη θάλασσα ή πρώτα τα γυναικόπαιδα στις βάρκες κι όπως εμείς κύριοι και μαλάκες εκ γενετής τώρα το παίζουμε άνθρωπος στη θάλασσα. Υπομονή. Πίσω στο σπίτι σουρωμένοι τσούρνεψα απ’ την κρυψώνα του πατέρα μου ένα Τζόννυ δωδεκάρι και κατά τις 9 το βράδυ τρικλίζοντας μέσα στο χάχανο ψάχναμε για την έξω πόρτα.
           Μετά από τρία τέταρτα βγήκαμε Πλάκα και χωθήκαμε σ’ ένα μπαράκι στη δικιά μας μια πιτσιρίκα καναδέζα με κιθάρα να τραγουδάει ιρλανδέζικες μπαλλάντες λίγο Μπάεζ και Γούντυ και μεξικάνικα στυλ Πάντσο Βίγια φορούσε και κάτι δαχτυλίδια στ’ακροδάχτυλά της με σιδερένια νύχια μην την πονάνε οι χορδές—ήταν μικρή ωραία με φωνή όλο παράπονο και μια κιθάρα μέσα στη σκουριά και τη θλίψη που θα ‘ταν ιεροσυλία να το παίξεις γκόμενος. Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ.
           Ο κόσμος μέσα ήταν λίγος είχε πάλι φασαρίες στο κέντρο και γενικά στ’ αρχίδια τους οι μπαλλάντες κ’ η Μπάεζ κ’ έπιασε τα τραγούδια που μας άρεσαν χωθήκαμε και μεις στα μαύρα κρέπια με κέρασε και δύο μπύρες καπάκι και μόλις έφτασε στ’ αγαπημένο του Βιθέντε το Μανουέλ πόρ φαβόρ Μανουέλ κλόζ δε ντόρ αυτός έβαλε τα κλάμματα μόνο που το πήρε κάπως στο γοερό έριχνε και έξτρα αναφυλλητά και το ‘σκασε σφυρί για πόρτα να πάει για να κρύψει το ρεζιλίκι του έξω—έκανα νόημα στο κοριτσάκι που ανησύχησε πως δεν τρέχει τίποτα—μες στο σκοτάδι άναψα κατά λάθος και μια Κποράλα του Βιθέντε και σφήνωσε το στήθος μου μες τα ρουθούνια γάμησέ τα και μέχρι να συνέλθω άνοιξε πάλι η πόρτα και μπήκε μέσα ο Τάκης σπρώχνοντας καροτσάκι τον Βιθέντε μέχρι που τόνε μπίστησε στο κάθισμα δίπλα μου.—τι κάνετε εδώ πέρα ρε πούστηδες φώναξε τρεις  μπύρες στο γκαρσόνι τι έχει αυτός ο μαλάκας;
            —τι σε νοιάζει εσένα ρε μαλάκα είπε με κολλημένη γλώσσα ο Βιθέντε.
            —φτιάχτηκε με το τραγούδι της καναδεζούλας και τον πιάσανε τα ζουμιά πετάχτηκα εγώ.
            —και τι σε νοιάζει εσένα ρε μαλάκα  γύρισε στον Τάκη νομίζεις ότι ξέχασα την πουστιά που μου ‘κανες με τη Μιμή; —που ξέθαψε πάλι αυτήν την ιστορία—καλά ας’ τα τώρα αυτά θα τα πούμε άλλη μέρα του ΄πε κι αυτός—ποια άλλη μέρα ρε κωλόπαιδο δε θα υπάρξει άλλη μέρα ο Βιθέντε τέρμα
ήρθαν κ’ οι μπύρες ο Τάκης με κοίταζε—αύριο πρωί έχουμε δουλειά.
            —τι δουλειά;
            —αύριο στις 8 στο λιμάνι στην αποβάθρα για την Κρήτη.
            —τι γίνετε εκεί;
            —φεύγει ο Πρόεδρος για την Κρήτη και μου τηλεφωνήσανε απ’ τα κεντρικά στην Αυστρία πως θέλουνε είκοσι λεπτά φιλμάκι θα γίνει της πουτάνας εκεί κάτω έχει ξεσηκωθεί όλο το νησί.
            —και από φράγκα;
            —τρεις μέρες πεντακόσια την ημέρα ξενοδοχείο και φαγητό.
            —θα ‘ρθω και εγώ πετάχτηκε ο Βιθέντε.
            —και δεν έρχεσαι αλλά δεν έχω άλλα χρήματα.
            —τι λε ρε μαλάκα τίποτα δεν κατάλαβες—τέρμα ο Βιθέντε τα’ άκουσες καλά ρε αρχίδη μέχρι εδώ ήτανε. Τέρμα.
            —τι λέει τώρα αυτός;
            —μου φαίνεται πως σου λέει με τρόπο πως θα αυτοκτονήσει και ξαφνικά ο Βιθέντε γούσταρε την εξήγηση ξεράθηκε στα γέλια  μας άρπαξε στην αγκαλιά του κ’ έπιασε το κούνια-μπέλλα πέρα δώθε—δυο φίλους έχω ο μαλάκας δυο φίλους έχω στη ζωή και μου ΄κλεψε η κουφάλα το βέλγικο σκατό μακριά απ’ το νησί  το καλοκαίρι μου—μα θα το βρω και θα ‘ρθω πίσω στα φιλαράκια μου που μ’ αγαπάτε ρέεε;…
           Η καναδέζα σταμάτησε το τραγούδι της.
           Ο Τάκης πέταξε δυο κατοστάρικα στο τραπέζι και σηκώθηκε— φεύγα ρε μαλάκα δειλέ ο Βιθέντε τέρμα να δούμε τι θα κάνεις μόνος ποιανού θα κλέβεις τις γκόμενες ρε μαλάκα που πας ρε φίλε μου απόψε και μ’αφήνεις πάλι. Αμολήθηκα πίσω απ’ τον Τάκη—φεύγεις και συ ρε κωλόπαιδο;  μου φώναξε. Τον έπιασα στα σκαλάκια—έλα αύριο να με πάρεις απ’ το σπίτι γιατί αποκλείεται να ‘μαι στο λιμάνι στις 8.
            —εφτά κάτω στην πόρτα σου παρ’ αυτόν τον μαλάκα να κοιμηθεί μαζί σου κ’ έφυγε  ζοχαδιασμένος. Μέσα βρήκα τον Βιθέντε όρθιο μπροστά στην καναδέζα να της εφαρμόζει ένα κάπως τζιριτζάρτζουλο χειροφίλημα μετά υποκλίθηκε μπαλάτζάρισε σα να περνούσε τ’ Ακρωτήρι της Καλής
Ελπίδας έκανε μια στροφή πέρασε από μπροστά μου με αγνόησε κ’ έφυγε πλάγια σαν τον κάβουρα προς την πόρτα καραμπόλιασε πάνω σε ένα γκαρσόνι ίσιωσε βρήκε πόρτα την κουτούλησε και άνοιξε.
           Μάζεψα την καπαρντίνα του αναπτήρες τσιγάρα κ’ ήρθε ένα γκαρσόνι πάνω που έψαχνα τις τσέπες μου για φράγκα και μου ‘δωσε ένα μάτσο διπλωμένα χρήματα—ο φίλος σας ήταν λίγο μεθυσμένος και μας έδωσε όλα του τα λεφτά—τι χρωστάμε; —εκατόν δέκα του ΄δωσα εκατόν τριάντα κ’ έφυγα με το κεφάλι κάτω χωρίς να πω αντίο στη δικιά μας.

Η Φιλελλήνων ήταν έρημη όσο έπαιρνε προς Σύνταγμα το μάτι μου κι από ταξί τίποτα. —Πας Φιλοθέη να μ’ αφήσεις κάπου προς Βικτώρια; —Φάληρο πάω αν θες να μάθεις μήπως είπες τίποτα στον Τάκη; —όχι δεν είπα—Φάληρο πάω—τι πας να κάνεις Φάληρο τέτοια ώρα; —έχω αφήσει τις βαλίτσες μου σ’ ένα συγγενή μου θα κοιμηθώ εκεί να ‘μαι κοντά στ’ αεροδρόμιο—άσε τα σάπια ρε Μιχάλη που βρήκες συγγενή εσύ στο Φάληρο κ’ έφαγα μια ψηλή μπουνιά στο στήθος—εγώ πάω Φάληρο και…

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια περ’ απ΄τις Εβρίδες.

κι αμόλησε ένα ρέψιμο κ’ ένα συγγνώμη κι απ’ την κάθετο της Νικοδήμου έσκασε δειλά μούρη ένα  ταξί και του ‘κανα νόημα πήρε αργά τη στροφή και ανέβαινε προς το μέρος μας ο Μιχάλης τράβηξε τη μιλιταίρ καπαρντίνα από τον ώμο του και άρχισε να  μου τη χαρίζει εγώ αρνήθηκα και τότε έπιασε να
ξελύνει τη γραββάτα του.
            —πιάσε εδώ και μου ΄δωσε τη καπαρντίνα να λύσει τη γραββάτα του—στη χαρίζω να με θυμάσαι φρενάρισε το ταξί απαλά δίπλα μας μια Όλτσμομπιλ χαρβάλα—κέντρο δεν πάω—Φάληρο φώναξα στον ταξιτζή κι ο Μιχάλης μ’ άρπαξε και με φίλησε πήρε να βουρκώνει μετά γύρισε άνοιξε
την πόρτα κ’ έπεσε στο πίσω κάθισμα Φάληρο είπε και έκλεισε δυνατά την πόρτα το ταξί ξεκίνησε κ’ εγώ έτρεξα και πέταξα τη μιλιταίρ του μέσα στο ανοιχτό παράθυρο δίπλα στον ταξιτζή και όπως έφευγε ο Βιθέντε πλάκωσε την πετούγια άνοιξε το παράθυρό του κρεμάστηκε ο μισός στα έξω και άρχισε να ουρλιάζει—είσαι πολύ κωλόπαιδο ρε πούστη αλλά σ’ αγαπάω ρε μαλάκα να πεις και στον άλλο τον μαλάκα πως τον αγαπάω έτσι;…είστε καθίκια ρέ πούστηδες και χάθηκε στη στροφή για Αμαλίας.
           Γύρισα προς το Σύνταγμα πάει κι αυτός μείναμε δυο ποιος παρακάτω ξέρει τι λέει για μας της μοίρας το βιβλίο; στη γωνία πριν το βγάλσιμο πλατεία ήτανε καμμιά δεκαριά τρόλλεϋ αραγμένα στη σειρά με οδηγούς κ’ εισπράκτορες ακουμπισμένους να καπνίζουνε στις κίτρινες λαμαρίνες τι γίνεται ρε πατριώτες; —Έλληνας είσαι ρε φίλε; —Έλληνας τι τρέχει; —τίποτα σε πήραμε για τουρίστα—τι κάνετε δώ πέρα το σχολάσατε; —τα σπάνε κάτω στου Μπακάκου κάψανε κάτι δικούς μας και μας σταμάτησαν εδώ πέφτει πολύ ξύλο—με κέρασαν τσιγάρο κ’ έφυγα για Μεγάλη Βρεταννία—άδεια Σταδίου έστριψα κ’ έπεσα πάλι ερημιά φτάνεις κάποτε μοιραία η λεωφόρος όλη ήτανε δικιά μου κι άρχισε η σούρα να δουλεύει κ’ εγώ την έπεσα μέση στον δρόμο και τον κατηφόρισα ψώνιο την έκανα κοίτα παραμύθι που ‘ναι άδεια όλα—άλλος κόσμος πυκνά σκοτάδια Πανεπιστημίου. Σε λίγο  ψιλοπάγωσα από την ερημιά στην άσφαλτο κι από σειρήνες που ουρλιάζανε προς Πατήσια τι σκατά κ’ έπιασα να τραγουδάω μέχρι που μέσα στο κηπάκι της Βιβλιοθήκης μπάνισα μαύρους μπάτσους να παραμονεύουνε πίσω απ’ τους θάμνους αλλά στ’ αρχίδια μου και το συνέχισα. Μετά δεν πίστευα τα μάτια μου γιατί είκοσι μέτρα στα μπροστά μου την έκανε μια άσπρη γάτα που κατέβηκε το πεζοδρόμιο και πήρε κάθετα τον δρόμο με το πάσο της κ’ έπαθα μπουράζ γιατί αυτή σταμάτησε—με κοίταξε—σνομπάρισε—γύρισε πίσω και νιαούρισε—και σκάσανε τρία γατάκια άσπρα κ’ ένα μαύρο στο ξοπίσω της την φτάσανε και φύγανε παρέα με φωνούλες γι τ’ απέναντι—κοίτα ρε πούστη μου μια γάτα
Πανεπιστημίου σκέτη σουρρεάλα—δεν είμαι εγώ στα σίγουρα κι αν είμαι εγώ παίζω σε μίκυ-μάους του Γουώλτ Ντίσνεϋ—και νασου κι άλλοι μπάτσοι χωνιασμένη μάζα στη σκοτεινή στοά του Χατζηχρήστου λάμπανε τα μάτια τους κι αργοσαλεύανε σαν τσούχτρες οι κουφάλες προς την μπούκα ούτε που να με χέσουν κωλοτουρίστας σκνίπα θα ‘ναι και προσπέρασα. Ακούστηκαν στο βάθος πάλι οι σειρήνες και κρότοι απ’ τα δακρυγόνα.
           Έξω από το Ιντεάλ άρχιζε μια σειρά από τρόλλεϋ μέχρι Θεμιστοκλέους πεντακόσια μέτρα κάτω χάνονταν στα σύννεφα των δακρυγόνων μέχρι που με σταμάτησαν οι τρολλεάδες με στόματα μπουκωμένα πίσω από μαντήλια—Πού πας ρε φίλε; —τουρίστας είναι ρε μαλάκα δεν καταλαβαίνει.
            —σπίτι μου στη Βικτώρια.
            —Έλληνας είναι ρε μαλάκα φύγε από δω ρε παλληκάρι τους έχουν  κλείσει στα Χαυτεία οι πούστηδες και τους σκοτώνουν δεν ακούς τι γίνεται;
            —θα πάω από Εξάρχεια.
            —χειρότερα.
            —από Ταχυδρομείο πλάι—Αθηναϊκό—στο Περοκέ και ίσα για τον Σταθμό Λαρίσης.
            —στο Περοκέ γίνεται μάχη γιατί χτυπάνε Μάρνης το Υπουργείο έχουνε φέρει χωροφύλακες με όπλα και βαράνε στο ψαχνό. Έκανα ένα τσιγαράκι μου δώσανε λίγο λεμόνι βαζελίνη για τα μάτια κ’ έφυγα τελικά προς το παλιό Ταχυδρομείο Αθηναϊκό Κεραμεικό βαθιά απάνω προς Σταθμό Λαρίσης βγήκα Μιχαήλ Βόδα που ‘χε ησυχία μου πήρε όλο μιάμισυ ώρα τσαλιμάκια κ’ ελαφρό τροχάδην μέχρι να πέσω πίσω απ’ τη Βικτώρια.