five years + κάτι ψιλά_

five years και κάτι ψιλά που λέει κι ο τίτλος...
Τόσα είναι τα χρόνια τούτου εδώ του blog στη
blogόσφαιρα.
Ή περίπου τόσα....
Στις μέρες είναι η διαφορά....
εδώ, βρίσκεται το τωρινό "πρώτο ποστ" χωρίς όμως να είναι αυτό
το πρώτο...
Αυτό, αν θυμάμαι καλά ήταν το δωδέκατο!!
Υπήρξαν κάποια που σβήστηκαν επειδή μέσα σε αυτά υπήρχε μουσική ανβασμένη,
κάποια άλλα που τά έσβησα εγώ ο ίδιος καθώς δε με αντιπροσώπευαν πλέον
και κάποια άλλα που δεν ξέρω/θυμάμαι τι έγιναν...
Το φτιάχναμε τέτοιες μέρες θυμάμαι με έναν φίλο.
Δε θυμάμαι τι γράψαμε στο πρώτο πόστ
Θυμάμαι όμως ποια ήταν η πρώτη φωτογραφία που έβαλα.
Μία που είχα τραβήξει με ένα Nokia και το αντικείμενο δεν υπάρχει πλέον

Η πρώτη φωτογραφία στο blog (2007)
Είναι η φωτογραφία δίπλα,
ή αποκάτω,
δεν ξέρω πως φαίνεται σε σας
καθώς η νέα-αναβαθμησμένη πλατφόρμα
του blogger δε βοηθάει σχεδόν καθόλου.

Θυμάμαι επίσης και ποιό ήτανε το πρώτο τραγούδι που ανέβασα στο πρώτο πόστ!
Το

Στα χρόνια που πέρασαν, το blog δεν κράτησε ποτέ σταθερό χαρακτήρα,
ούτε κράτησε ποτέ κάποιο συγκεκριμμένο ύφος,
είτε στα γραπτά, είτε στα μουσικά θέματα. . .
τα πάντα εξαρτιόντουσαν από τις διαθέσεις μου, τις ορέξεις, τις κάβλες μου αν θέλετε
και οτιδήποτε άλλο εξωτερικό ή μη ερέθισμα. . .
Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που αποφεύγω να το ξεφυλλίζω πλέον...
έτσι λοιπόν. . . φάιβ γήαρς και κάτι ψιλά. . .
Ανακατεμμένα φάιβ γήαρς, μ' ένα σωρό ανεβοκατεβάσματα-σκαμπανευάσματα. ..
Σε όλους τους τομείς αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία και νομίζω πως δε θα σας ενδιέφερε να την ακούσετε-διαβάσετε κι από την άλλη πάλι, δεν είναι και της παρούσης. . .
. . .στο δρόμο - November 2012
Τον τελευταίο καιρό θα έχετε δει πως αυτό που κάνω απλά
είναι αναπαραγωγή κειμένων από βιβλία και μόνο.
Από τη μία είναι πως δε βρίσκω κάτι να πω/γράψω,
από την άλλη πάλι, ψάχνουμε να βρούμε κι έναν τρόπο να "ζήσουμε", ξέρεις. . .
Η "αναπαραγωγή" που λέγαμε παραπάνω γίνεται μόνο και μόνο για να κινείται το blog..
μην πεθάνει ρε παιδί μου.
Αυτά_

Peggy Lee - Johnny Guitar

«...και τη βρίσκει μετά από πέντε χρόνια και της λέει...
μπορώ να σε δώ... είναι παράξενο.
Πάντως δεν τον ξέρω...
Ούτε και τ’ όνομά του μου λέει τίποτα...»

Cayetano - Will You Be Mine
 «Θέλεις να έρθεις να με δεις;
Θα μου φέρεις και τις φωτογραφίες;
Αυτές που έβγαλα στο μέρος εκεί που δεν πήγα ποτέ...
Έλα όποτε θέλεις, δεν με πειράζει.
Εγώ θα είμαι εδώ έτσι κι αλλοιώς...» 

Patchworks - Tribute To Mulatu
- Κι αφού η Βέρα πέθανε, ήρθες μαζί μου; 
- Πρίν. 
- Τι θα πει αυτό, τι πριν; 
- Πριν πεθάνει. 
- Και η Βέρα τόξερε; 
- Όχι, δεν νομίζω...

Nostradamos - Ta Paramithia Tis Giagias
«Δεν θυμάσαι, ένα σπίτι γεμάτο δέντρα;
Πεύκα ήτανε η κάτι τέτοιο... 
Βγαίνανε μέσα απ’ το πάτωμα... 
Υπάρχει και μια φωτογραφία σου εκεί μέσα.»
. . .last days of December

 Τα κείμενα στο τέλος είναι από την ταινία του 
κάποιες φωτογραφίες μπορείτε να δείτε και σε αυτό το πόστ!
Επίσης, αυτό το πόστ, έχει και μια "αστεία" παρατήρηση
όσον αφορά τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν
αλλά κι αυτό είναι επίσης μια άλλη ιστορία κι όχι
-όπως και τόσα άλλα- της παρούσης.
Οι φωτογραφίες είναι δικές μου_
Αυτά λοιπόν για άλλη μια φορά_

[:fakin_christmas]














  
Karriem Riggins - Summer Madness S.A

Χριστούγεννα, σου λέει ο άλλος. 
Γαμημένα, άφραγκα Χριστούγεννα.
Τι να 'γινε η Μόλλυ και το σινεμά Νινόν. . . 
Κανένας πούστης δε 
σφυρίζει πια τη Τζέζαμπέλ.
 Τι να 'γινε το σινεμά Νινόν κι αυτό το κορίτσι. . . 
Η ταμίας του Πάνθεον, όταν έπαιζε το Γκάγκα Ντιν κι η άλλη 
του Αττικόν με το ρουμπινί αγκορά κι η πιο ωραία απ' όλες, 
με τα μάτια χρώμα γαλαζόπετρα.
Φύγαν και χάθηκαν όλες ήσυχα, μαζί με τα παλιά κτήρια, τις πλατείες 
και τις στέρνες.
Χριστούγεννα, σου λέει ο άλλος. 
Γαμημένα, άφραγκα Χριστούγεννα.

rainy days_




Έβρεχε μέχρι το μεσημέρι και μετά το πλάκωσε σε θύελλα βροντές μπουμπουνητά κεραυνοί έμεινα κουκουλωμένος στο κρεββάτι σιγά ρε φίλε που έιμαστε Καταιγίδα στούς Τροπικούς με την Μπέττυ Νταίηβις έβαλα τον αμερικάνικο κ' είχε κάτι χριστουγεννιάτικα τραγούδια γαμώ τη θλίψη μου μέσα και το λούκι της βροχής στον τοίχο πάνω απ' το κεφάλι μου κατέβαζε το νερό απ' το ταρατσάκι και με νανούριζε τσίγκινα κοιμόμουνα ξυπνούσα βάραγε το τηλέφωνο―η Μπέττυ αν είμαι καλά αυτή καλά είναι―ο Μάνος την έκανε κοπάνα κι αυτός τι θα φορέσουμε το βράδυ είχε βρει αυτοκίνητο στις 6 να κατέβω δυο στενά κάτω απ' το σπίτι στα σκαλάκια να με πάρει να πάμε Στέκι μετά έχει ραντεβού με Στέλλα Όλιβερ Μπογκομόλετς και δυο αφρόμουνα να πάμε όλοι παρέα στο πάρτυ Καλαμάκι ο Τάκης κι ο Βιθέντε θα κατέβουν από Φιλοθέη έπρεπε να λουστώ κι από πάνω.
Σηκώθηκα κατά τις 4 φουσκωμένος σαν τη φράπα και η βροχή συνέχιζε έκανα δυο φλυτζάνια καφέ τρία τσιγάρα άναψα τη σόμπα κ' έβγαλα τα ρούχα για το πάρτυ μπλέ σακάκι παντελόνι γκρι πουκάμισο μπεζ και μια ριγέ στενή γραββάτα Μπάντυ Χόλλυ είχα και μαντηλάκι για την τσέπη κίτρινο αλλά δεν το 'βρισκα.

από τo κεφάλαιο 25 του βιβλίου 
"μια στεκιά στο μάτι του μοντεζούμα" του ΝΝ. 
σελ. 128

Apurimac - ultimo tango


Kάτω στην πλατεία Μαβίλη έβρεχε ωραία.
Τ' ασημένιο αδιάβροχο είχε γλυστρίσει ελαφρά από τους ώμους της, αυτή προχωρούσε μπροστά κι εγώ την ακολουθούσα. Κάθε τόσοσ γύριζε να βεβαιωθεί αν ήμουνα εκεί και μου χαμογελούσε. Πήγε και σταμάτησε μπροστά σ' ένα πράσινο Εμ-Τζι Μαρκ ΙΙ.
―Συγγνώμη αλλά δε μου αρέσει να μπαίνω σε ξένα αυτοκίνητα. Θα πάρουμε το δικό μου, είπε κι άρχισε να ψάχνει μες στη σανέλ για τα κλειδιά της.
―Και να 'θελες πάλι το δικό σου θα παίρναμε, παρατήρησα. 
Με κοίταξε με υποψία και μετά από μια μικρή αμήχανη σιωπή με ρώτησε αν στ' αλήθεια δεν είχα αυτοκίνητο. Τόσο απίστευτο της φαινόταν. Κι ύστερα συμπλήρωσε δειλά:
―Τι δουλειά κάνεις;
Πήρα το γύρο του αυτοκινήτου, την πλησίασα κι ακούμπησα τους αγκώνες μου πάνω στο βρεμένο ουρανό του Εμ-Τζι.
―Δεν ήξερα ότι για να βγεί κανείς μαζί σου πρέπει πρώτα να σου μοστράρει τη φορολογική του δήλωση.
―Δεν είναι απαραίτητο, μουρμούρησε.
Άφησα λίγο τις σταγόνες της βροχής να ταξιδέψουν πάνω στο μπουφάν μου κι άρχισα ν' απαγγέλω την εισαγωγή απ' τα Παιδιά της Οδού Κυβέλης:

από το κεφάλαιο 26 του βιβλίου 
Γουρούνια στον άνεμο (1992)
του ΝΝ σελ. 213

Bas Lexter Ens - No Te Meta


Η βροχή μόλις είχε σταματήσει. Η Machules ήταν μούσκεμα. Είχε να τη δει τρεις ολόκληρες μέρες. Πάνω στα νίκελ της γυαλίζανε οι χοντρές σταγόνες, καθώς γλυστρούσαν και ταξίδευαν προς τα κάτω. Το κάθισμα είχε μαζέψει λίγο νερό στο γούβωμά του. Πέρασε την παλάμη του πάνω απ' τη σέλα και τίναξε το νερό. Ύστερα έβγαλε ένα μαντίλι από την κωλότσεπη και καθάρισε το στροφόμετρο και το ταχύμετρο. Πέρασε και τα δύο καθρεφτάκια. Το τίναξε λιγάκι και τ' άπλωσε και το 'συρε πάνω στο ρεζερβουάρ. Πήρε λίγο και τα μπροστινά φανάρια της. έπειτα το 'στυψε και το 'βαλε στην τσέπη του.
Η Machules δεν πήρε με την πρώτη, γιατί ήταν κρύα. Όταν άναψε με τα πολλά, τη μαρσάρισε κάργα και την αμόλησε λίγο με τον τροχό ψηλά, μετά της έκανε μερικά μικρά χτυπηματάκια τραβώντας απότομα το τιμόνι προς τα πάνω και πέρασε σα σίφουνας το σταυροδρόμι, ό,τι και να γινόταν.

από το βιβλίο
"Ο Οργισμένος Βαλκάνιος" (1979)
του ΝΝ σελ. 257

tom waits - union square

Το βράδυ έιχε βρέξει άγρια και το πρωΐ ο ασβεστόλακκος ήταν γεμάτος νερό.

[. . .] Πήγε στην κάμαρή του, έβγαλε το μπλε σακάκι, μάζεψε τη σάκα κι άρχισε να ψάχνει για το πράσινο στιλό του. Δεν το βρήκε πουθενά και σκέφτηκε πως θα το 'χασε στο δρόμο.
Σε λίγο μπήκε η μητέρα του φέρνοντας τη λάμπα. Περίμενε να 'ρθεί να τον φιλήσει. έσκυψε το κεφάλι και δε μίλησε.
Αυτή δεν ήρθε.
Έξω έβρεχε για τα καλά.
Σκέφτηκε τον πατέρα του που θα 'τρωγε όλη τη βροχή από την προτελευταία στάση μέχρι το σπίτι. μετά θα 'ρχόταν με βρεγμένα του χέρια, τα κρύα χέρια, να τον ξυπνήσει και να τον χαϊδέψει.
Αυτό κάθε βράδυ.
Κάθε βράδυ να τον φιλήσει.
Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, πήρε τη λάμπα, την άναψε και την έφερε στο δωμάτιό του.
Κλείδωσε μετά την εξώπορτα.
Κάθισε μπροστά στο μικρό τραπεζάκι. . . έβγαλε τα βιβλία. . . Προσπαθησε να σκεφτεί κάτι ευχάριστο και θυμήθηκε την Κυριακή.
_________Την Κυριακή θα τον πήγαινει ο πατέρας του στην πόλη. Στο σινεμά θα έβλεπε το έργο δυο φορές, μετά θα μπαίναν στο λεωφορείο για να κατεύουν στην προτελευταία στάση. . .

"Οι Τυμβωρύχοι" (1966)
ΝΝ
Την Κυριακή ή το ωραίο 
τραγούδι που έλεγε
ο εργάτης φεύγοντας...

winston mcanuff - ras child

34_220

The speakeasies' swing band - h istoria toy zorba (zormpas' story)
                        
 λέγαμε στο προηγούμενο ποστ -στο αποκάτω ντε- για τον Μίμη τον Μπογκομόλετς
το αφήσαμε και μισό με την προοπτική του "συνεχίζεται"
όμως, όπως έλεγα και τις προάλλες το βιβλίο του ΝΝ, μια στεκιά στο μάτι του μοντεζούμα είναι πολύ γαμάτο βιβλίο κλπ που σε κάνει να χαίρεσαι όταν το διαβάζεις απ' όποια σελίδα και να το πιάσεις χωρίς να ταυτίζεσαι απαραίτητα κιόλας με τους ήρωες, έτσι και σήμερα το πρωΐ, έπεσα στο παρακάτω απόσμασμα...


Το σινεμά μια ξεχασμένη και ξεπεσμένη δέυτερης προβολής αίθουσα ξέχυνε τα χλωμά φώτα της μαρκίζας του σε μια στενή κάθετο της Πατησίων κοντά στο Λυσσιατρείο βαθιά υπόγα κοντά είκοσι σκαλιά κ' εγώ κάπως εξιταρισμένος την έψαχνα χρόνια την ταινία. Πήγε να κεράσει τα εισιτήρια γιατί ματσώθηκε σήμερα αλλά δεν την άφησα και καθώς τέλειωναν τα σκαλιά σ' ένα μικρό φουαγιέ τρία βήματα μετά έκοβε τα καρέ μαυρόασπρα πλασικά πλακάκια στο δάπεδο ένας πάγκος σαν μπαρ κ' εκεί πίσω από 'να ξεφλουδισμένο ερείπιο βιτρίνα στεκόταν ο Μπογκομόλετς και μας κοίταζε.
―Ο Μπογκομόλετς φώναξε ή Στέλλα κ' έτρεξε πίσω απ' το μπαρ και τον αγκάλιασε και μετά τον φίλησε αυτός ήτανε λίγο μαγκωμένος.
Πήγα κ' εγώ  και τον συνάντησα καθώς έπαιρνε τη στροφή του πάγκου να 'ρθει κοντά μου αγκαλιαστήκαμε πόσα χρόνια ρε; τον ρώτησα―ξέρω γώ οκτώ-δέκα κάπου εκεί. Μετά κατάλαβα ότι ντράπηκε που τον βρήκαμε πίσω από τον πάγκο―κέρασέ με ένα ουίσκι του είπα για να του δείξω ότι 'ναι το αφεντικό εκεί μέσα πως πάει το ταινιάκι δουλεύει;―Τι να δουλέψει κλείσαμε τα κωλόπαιδα γουστάρουνε γκαγκά και τσόντες την έχεις δει την ταινία;―όχι την ψάχνω κάποια χρόνια―εγώ την είδα πολύ ωραία.
―Και η Λενιώ τι κάνει;
―που τη θυμήθηκες τώρα καλά πρέπει να 'ναι δε μας βγήκε. . .κοίταζε κάθε τόσο πλάγια τη Στέλλα και το 'ψαχνε τώρα τι σκαρώνουμε εμείς οι δύο;―Δεν τρέχει τίποτα τον πρόλαβα η Στέλλα είναι πάντα το κορίτσι του Μάνου και μέσα στην αίθουσα χτύπησε το καμπανάκι ν' αρχίσει η ταινία είπα στη Στέλλα να πάει μέχρι να τελειώσω το ουίσκι μέ τόν Μπογκομόλετς.―Έχει πολλά προσεχώς της είπε ο Μίμης κάνουμε ένα τσιγάρο και στον στέλνω. 
Δεν είχε αλλάξει καθόλου μόνο το πρόσωπό του είχε γίνει πιό σκληρό λίγο σκαμμένο.―Τα 'μαθες για τον Μάνο μου είπε μόλις μπήκε η Στέλλα μέσα―τα 'μαθα αλλά δε μ' αρέσει να το συζητάω. . . ―Άκουσα ότι τα 'σπασες και με την Μπέττυ―ναι δεν τράβαγε άλλο εσύ τι κάνεις τώρα; Έχω το μπαρ εδώ είπε. . . ―να σου πώ ρέ Μιμάκο είσαι μετά να πάμε κάνα ταβερνάκι ξέρω ένα καλό εδώ κοντά προς Κυψέλη―μέσα είπε―εντάξει τα λέμε στο διάλειμμα έσβησα τό τσιγάρο μου και πήγα να βρώ τη Στέλλα στην αίθουσα έξη άτομα είμαστε όλοι κί όλοι.

Όταν έκανε διάλειμμα και βγήκαμε για τσιγάρο ο Μπογκομόλετς δεν ήταν εκεί και στη θέση του μια μαραμένη ταξιθέτρια που μπήκε πίσω από τον πάγκο να πουλήσει―ο κύριος Μίμης; ρώτησα―έφυγε είπε κι αυτή τού 'τυχε μιά δουλειά. . . η Στέλλα ήρθε κοντά μου―μού άφησε κάτι για σας είπε η ταξιθέτρια και μου 'δωσε ένα διπλωμένο πρόγραμμα το πήρα το ξεδίπλωσα και βρήκα μέσα τρία λαδωμένα κατοστάρικα σέ μιά γωνιά στό περιθώριο τού προγράμματος στα χρωστάω από τότε μέ τη Τζοάννα στή Χαλκίδα τό τρίτο είναι ο τόκος Μίμης.
Ήταν τότε που ο Μπογκομόλετς γύρισε απ' τη Χαλκίδα κάργα ερωτευμένος με τη Τζοάννα καί τόν είχαμε τρείς μέρες στίς πλερέζες πολύ προβληματισμένο―γιατί ρέ μαλάκα δεν τα φτιάχνεις μαζί της να γίνεις ο επίσημος νά πούμε μιά χαρά κορίτσι είναι―τι μιά χαρά ρέ Σπόρε δηλαδή εγώ θά φιλάω στό στόμα τήν Τζοάννα καί θά παίρνω πίπα τον Μάνο κ' εσένα πώς τό 'χεις δεί. . . άσε τήν πάτησα άσχημα. Από την άλλη πάλι δέ γινόταν νά χάσουμε τήν Τζοάννα καί να τρώει μόνο ο Μπογκομόλετς. . . . εντάξει το ξεπέρασε αλλά ήτανε χοντρό λούκι.

―Κάτι χρωστούμενα από παλιά μιά εκδρομή στη Χαλκίδα μην τά ψάχνεις τώρα είπα στή Στέλλα όταν μέ ρώτησε τί είναι αυτά τα λεφτά.
Τελικά η ταινία ήταν καλή αλλά όχι τόσο σκληροπυρινικό φρή σίνεμα όπως περίμενα μ' άρεσε όμως πολύ ο κεντρικός ήρωας. Όταν μπήκαμε στο Μόρρις με ρώτησε πώς μου φάνηκε η ταινία―κοίταξε Στέλλα υπάρχει κι άλλος τρόπος να μου πεις ότι δεν σού άρεσε η ταινία―μην αρπάζεσαι τώρα μου άρεσε αλλά μέ μπέρδεψε λιγάκι. . . τι κάνουμε τώρα; Η ώρα ήταν περασμένες δέκα. ―Πεινάς; ρώτησε―είναι νωρίς ακόμα για μένα εσύ πεινάς;―εγώ δεν τρώω ποτέ βράδυ μόνο λίγα φρούτα αλλά πρίν νυχτώσει.―γιατί πριν νυχτώσει;―γιατί δέν κάνει να τρώς φρούτα μετά την δύση τού ηλίου―δηλαδή δεν κάνει ή δεν τά βρίσκεις;―πως δεν τα βρίσκεις απλά δέν κάνει―όχι γιατί εγώ νόμιζα ότι φοβούνται το σκοτάδι καί δέν βγαίνουν νά τά φάς―κ' εγώ νομίζω ότι μέ εργάζεσαι κανονικά ποιός είναι ο στριμμένος σήμερα;―εγώ φυσικά―έτσι μπράβο κι όλα αυτά γιατί δε  σ' άρεσε πού είδες τον Μπογκομόλετς να πουλάει πορτοκαλάδες πίσω από το μπάρ.
―Ακριβώς καί νά σού πώ καί κάτι άλλο δεν αισθάνομαι καθόλου άνετα κοντά σου. Φρενάρησε―ούτε παλιά αισθανόμουνα.
Κοίταξε στο καθρεφτάκι τού Μόρρις μετά έκανε πλάι καί παρκάρησε δίπλα στο πεζοδρόμιο.
―Πάντα Στέλλα καθόσουνα στήν άκρη σου δάγκωνες τό ποτήρι σου κ' έκανες πώς δέ βλέπεις τίποτα αλλά τά 'βλεπες όλα σέ είχα πιάσει αρκετές φορές. . . 


δε συνεχίζεται.
να πάτε ν' αγοράσετε το βιβλίο_

κεφάλαιο 29


Μπροστά στην κεντρική είσοδο είδα τον Μίμη τον Μπογκομόλετς να τσακώνεται με μια άγνωστη, δίπλα σ’ ένα πράσινο κουρσάκι. Φαινόταν πολύ αναστατωμένος, χειρονομούσε άτσαλα και ξεφώνιζε.
Αυτή ήταν μια κοντή κοπελίτσα με γκρενά μάλλινο φόρεμα κι ο Μίμης την άρπαζε και την κοπάναγε κάθε τόσο πάνω στο κουρσάκι και κάτι της φώναζε θυμωμένος. Σε μια στιγμή άνοιξε την πόρτα, τη σβούριξε μες στ’ αμάξι κι ύστερα κοπάνησε την πόρτα και την έκλεισε με φοβερή δύναμη μες στα μούτρα της. Αυτή έσκυψε πάνω απ’ το τιμόνι κι άρχισε να γυρίζει τη μίζα. Ο Μίμης έριξε μια ζοχαδιασμένη βόλτα γύρω από τον εαυτό του κι ύστερα πλάκωσε τις λαμαρίνες στις κλωτσιές. Κι όταν το κουρσάκι πήρε μπροστά κι έκανε να φύγει, αυτός παράτησε τις λαμαρίνες, άρπαξε το πόμολο της πόρτας, την άνοιξε, τράβηξε την κοπελίτσα έξω, την έστησε στα πόδια της κι άρχισε πάλι να την κοπανάει πάνω στο κουρσάκι.
Ξεκίνησα προς το μέρος τους.
―Παλιοκαργιόλα, της φώναζε, ’σου γαμήσω το μουνί που σε πέταγε... Τι νόμιζες μωρή κουφάλα, ότι με κάνανε με Μπογκομόλετς οι γονιοί μου;
Έτσι και του έμεινε το παρατσούκλι Μίμης ο Μπογκομόλετς.
―Αφού δε σας είδα, του φώναξε η κοπελίτσα.
―Αφού σου χτύπησα το καπώ, μωρή πουτάνα, ούρλιαξε και την κοπάνησε πάλι πάνω στ’ αμάξι.
Χώθηκα απ’ το πλάι, τον αγκάλιασα και τον τράβηξα, προσπαθώντας να τον ξεκολλήσω από πάνω της.
―Τι έγινε ρε Μίμη; τον ρώτησα.
―Το παλιόμουνο πήγε να με σκοτώσει. Έριξε την όπισθεν κι όποιον πάρει ο χάρος.
―Καλά, εντάξει, χεσ’ την τώρα, προσπάθησα να τον ηρεμήσω.
―Τι να την χέσω ρε φίλε; Με πήρε ο προφυλακτήρας και κόντεψε να με λιώσει στο πεζοδρόμο γαμώ το μουνί που την πέταγε...
Και τινάχτηκε, μου ξέφυγε και την κοπάνησε πάλι πάνω στ’ αμάξι.
―Αφού δε σας είδα, ξαναφώναξε η κοπελίτσα.
Ο Μίμης της τράβηξε μια σφαλιάρα κι αυτή άρχισε τα ξεφωνητά.
Φαίνεται ότι η παρουσία μου τους είχε εξαγριώσει.
Έπεσα πάλι πάνω του και τον αγκάλιασα με όλη μου τη δύναμη. Σηκώθηκε και κλώτσησε στον αέρα με δύναμη για να μου ξεφύγει, αλλά του είχα κολλήσει σα στρείδι. 
―Φύγε μωρή καργιόλα, γιατί θα σε γαμήσω επί τόπου, της φώναξε θολωμένος.
―Άσ’ την, ρε μαλάκα. Πως θα φύγει αφού την κρατάς...
Μας έσυρε και τους δύο καροτσάκι και μας πήγε μέχρι την πόρτα. Πέταξε τη γκόμενα μέσα κι ύστερα της κοπάνησε πάλι την πόρτα μες στα μούτρα. Κι εκεί έκανα τη μαλακία μου και τον παράτησα κι αυτός τότε βρήκε την ευκαιρία και τράβηξε μια φοβερή γροθιά πάνω στο παρμπρίζ και το έκανε θρύψαλα. Στη συνέχεια αγκιστρώθηκε πάνω στο πόμολο και δεν ήθελε ν’ αφήσει τ’ αμάξει να φύγει. Η άλλη έριξε μια καρφωτή που της μάσησε τα γρανάζια κι έκοψε το τιμόνι προς τα πάνω μας. Τον άρπαξα απ’ τη μέση και τον τράβηξα πίσω, μη μας πάρει τα πόδια… και το πράσινο κουρσάκι έφυγε προς το βάθος του δρόμου, αφήνοντας πίσω του μια μυρωδιά καμένου.
―Η παλιοκουφάλα… μουρμούρισε ταραγμένος, κοιτάζοντας προς το βάθος του δρόμου. Νόμιζε ότι μ’ έκαναν με Μπογκομόλετς οι δικοί μου. Τόσα χρόνια με μεγαλώνουνε κι αυτό το μουνόπανο θα με καθάριζε μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο.
Κι ύστερα σωριάστηκε ταραγμένος στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Μετά έβγαλε ένα μαντήλι και τύλιξε το χέρι του. Γονάτισα δίπλα του... Γύρισε και με κοίταξε κι έβαλε τα γέλια.
―Η παλιοκουφάλα, μουρμούρησε.
―Από που έσκασε αυτή;
―Ούτε που ξέρω, πρώτη φορά τη βλέπω.
Απ’ τη μεγάλη πόρτα του Green Park σερνότανε σαν τον καπνό η βραχνή φωνή της Έρθα Κιτ.
―Πάμε μέσα, του είπα και τράβηξα ένα κινγκ-σάιζ Τσέστερφηλντ απ’ το πακέτο μου.
―Ματσωμένος, παρατήρησε  κι έριξε μια ματιά στο φουσκωμένο πακέτο. Πάλι της τα πήρες;
―Δύσκολα χρόνια, του είπα. 
Η Αγνή, που είχα γνωρίσει στα δεκατέσσερά μου, το ’παιζε μπέμπα, αλλά μου ’ριχνε κιόλας πέντε χρόνια. Μέχρι να το πάρω είδηση έφτασα στα δεκαπέντε, όπου και με ξεπαρθένεψε. Αυτή έλεγε ότι την έσπασα, αλλά μάλλον το αντίθετο έγινε. Και τώρα, στα δεκάξι μου, που άρχισε να γίνεται έντονη η διαφορά της ηλικίας μας, άρχισε να μου τα ρίχνει στάνταρ, μήπως κι έτσι με κρατήσει αποκλειστικό.
Μεταξύ μας κάπου κι εγώ γούσταρα και κολακευόμουνα, γιατί ήμουνα ο πιο πιτσιρικάς κι από τους λίγους στην παρέα που ’χε μόνιμο πήδημα. Έπειτα η Αγνή δεν ήτανε κάμμια βουρλογκόμενα… Ντυνότανε σα φιγουρίνι, διέθετε μια ψηλή και λεπτή σιλουέτα, βυζί-κοτρόνα, μυτούλα ρετρουσέ σε στυλ Κάθριν Γκρέυσον, πλαισιωμένη απ’ το νυσταγμένο βλέμμα, τα πρόστυχα χείλη και το προβληματικό ύφος της Γκλόρια Γκράχαμ―που έγινε και η αγαπημένη μου, απ’ τη στιγμή που της έκαψε το πρόσωπο εκείνο το καθήκι ο Λη Μάρβιν, στο Μπιγκ Χητ.
Τους τελευταίους πέντε μήνες η Αγνή χτύπαγε κανονικά όλα τα καταστήματα της οδού Ερμού και ειδικότερα τα δισκάδικα γύρω απ’ την πλατεία Κλαυθμώνος. Είχε ένα σακ-βουαγιάζ με φερμουάρ στον πάτο και τ’ άφηνε πάνω στον πάγκο του μαγαζιού, καπάκι στα εμπορεύματα που ’χε αναγκάσει τις πωλήτριες να κατεβάσουν απ’ τα ράφια. Στο τέλος, για να μην προκαλέσει υποψίες, αγόραζε κάτι φτηνό. Κι όπως αυτές προσπαθούσαν να συμμαζέψουν τη θύελλα που ’χε επίτηδες δημιουργήσει, η Αγνή έχωνε τα χέρια της μες στο σακ-βουαγιάζ και δήθεν ψαχούλευε για να βρει τα χρήματά της. Άνοιγε όμως το φερμουάρ και τράβαγε μέσα ό,τι βρισκόταν από κάτω του, μετά το έκλεινε κι έφετγε σαν κυρία. Έτσι χτες χτύπησε τριάντα δισκάκια με τους Αλιείς Μαργαριταριών της Κατερίνα Βαλέντε κι ύστερα τους σκότωσε στον Παππού, στο Μοναστηράκι.
 ―Πάμε μέσα, κερνάω βερμουτάκια, του είπα.
Το εσωτερικό του Green Park φλερτάριζε με το αρτ ντεκό χωρίς να τα καταφέρνει και πολύ καλά. Η δεξιά του πόρτα, δίπλα στο φράχτη του Πάρκου, οδηγούσε στο Whisky a Gogo, ένα υπόγειο νάιτ-κλαμπ που άνοιγε σπάνια και μόνο όταν θέλαμε να χορέψουμε. Η αριστερή πόρτα είχε καταργηθεί και στον προθάλαμό της είχε δημιουργηθεί ένα μεγάλο δωμάτιο, φωτισμένο από απαλό πράσινο νέον, ικανό να φιλοξενήσει στους φαρδιούς κναπέδες του καμιά δεκαπενταριά απ’ την παρέα. Έξω από το πράσινο δωμάτιο στεκόταν φρουρός ένα πολύχρωμο τζουκ-μποξ.
Η κεντρική είσοδος έφερνε μπροστά σε μια γιγαντιαίων διασ΄τασεων γυαλιστερή προθήκη γεμάτη πάστες, τούρτες και παγωτά. Κι εκεί που τελείωνε, άρχιζε μια φαρδιά μαρμάρινη σκάλα με σπανιόλικες σιδεριές, που ανέβαινε σ’ ένα μεγάλο εξώστη με κοκκινωπά μαρμάρινα τραπεζάκια και πράσινες δερμάτινες πολυθρόνες. Η πίσω πλευρά του εξώστη κρεμόταν σαν μπαλκόνι πάνω από μια μόνιμα έρημη οβάλ αίθουσα με μεγάλες κυκλικές τζαμαρίες, που άφηναν να φαίνεται η τροπική βλάστηση του Πάρκου.
―Δωσ’ μου ένα τσιγάρο, είπε ο Μίμης μόλις μπήκαμε μέσα.
―Από πότε; τον ρώτησα, γιατί ήξερα ότι δεν κάπνιζε.
―Θέλω τον καπνό για το χέρι μου. Τρέχει αίμα.
―Και θα βάλεις Τσέστερφηλντ στο χέρι σου;
―Έλα μωρέ μαλάκα μου τώρα.
Τράβηξα με βαριά καρδιά δυο τσιγάρα απ’ το πακέτο μου. Τα πήρε κι έφυγε για την τουαλέτα, να πλυθεί λιγάκι.
Απ’ το βάθος εμφανίστηκε ο κυρ Μήτσος με το άσπρο σακάκι και το μαύρο παπιγιόν.
―Έχετε μύνημα απ’ τον κύριο Όλιβερ, είπε.
―Πρώτα δυο βερμούτ με πάγο, κυρ Μήτσο, του είπα κι έφυγα για το πράσινο δωματιάκι.
Ήταν ένας κολλαριστός και με περιποιημένα νύχια, λιγομίλητος, αξιοπρεπής και πάντα θλιμμένος άνθρωπος. Απευθυνόταν σ’ όλους τους πιτσιρικάδες στον πληθυντικό, έγραφε κρυφά απ’ τη διεύθηνση τα βερεσέδια μας, κρατούσε μηνύματα και σίγουρα δεν τον έλεγαν Μήτσο. Κάποτε τον φώναξε έτσι ο Πωλ κι όπως αυτός τ’ άκουσε και γύρισε, του ’μεινε.
Ήτανε Παρασκευή βραδάκι. Το ρολόι μου, μάρκας Sultana - 21 ρουμπίνια, έδειχνε εφτά και μισή, ώρα λούκι και ερημιά για το Green Park…
Η πρώτη δόση, το νυφοπάζαρο, ανακατεμένο με κάτι κυρίες του τσαγιού με χτιστά γαλαζωπά μαλλάκια, έπεφτε από τις τρεις το μεσημέρι μέχρι τις έξι. Κυριαρχούσαν όμως τα γκομενάκια με τα φουντωτά φουρό, παζ μαλλάκια και μπανλόν ζακετάκια, που κατέβαιναν στο Green Park μήπως και χτυπήσαν κανένα βουτηρομπεμπέ δόκιμο της Ναυτικής Σχολής, με σκούρα μπλε στολή, χρυσά κουμπιά, επωμίδες, σπυράκια και σπαθάκι. Πίνανε μόνο σουμάδες και τσάι, τρώγανε μόνο σεράνο και νουγκατίνες κι άκουγαν μόνο Λουίς Αλπμέρτο ντε Παράνα και Λος Ίντιος Ταμπαχάρας και το ’βαζαν όλοι μαζί στα πόδια έτσι και ξέπεφτε καμιά δικιά μας μούρη νωρίτερα απ’ ό,τι υπολογίζανε…
Η δεύτερη δόση βασίλευε από τις οκτώ το βράδυ μέχρι τις δύο το πρωί. Σουινγκάδες, ροκάδες, αγριοαλανιάρες, καυλιάρες του μάμπο, μανιακοί μπλουζίστες του στυλ «το πάτημα της τσίχλας» και στην περιφέρεια αγριοπούστηδες του Διπλωματικού, ανώμαλοι τραπεζικοί, κωλόμπες χορογράφοι, Ρουμπιρόζες και μεγαλοβίζιτες, που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την χωθούνε στην παρέα μας, αλλά δεν έτρεχε τίποτα. Έπεσε κάποτε κι ένας πονηρός να μας πουλήσει χασίσι και τον κάναμε ίσα μ’ ένα άλογο στο ξύλο και τον πετάξαμε νύχτα, με σπασμένα πλευρά, σε μια στέρνα, στ’ ανατολικά του Πάρκου, δίπλα στο φράχτη με τα παγώνια.
ήμουνα δεκάξι χρονών, 1,84 ψηλός με φαρδιές πλάτες και μακριά πόδια, ο μοναδικός που έκανα σπαγγάτη φιγούρα στο ροκ χωρίς να τσακίζω τ’ αρχίδια μου και περιφερόμουνα πάντα με ύφος βλοσυρόκαι διάθεση μπλουζόν-νουάρ. Σήμερα κυκλοφορούσα τυλιγμένος μέσα σ’ ένα σπάνιο θαλασσί Ράνκλαιρ, μαύρο πέτσινο μπουφάν  που μου ’χε δανίσει ο Νίκος ο Θαλασσινός για ένα σαββατιάτικο πάρτι κι ακόμα το ’ψαχνε κι από μέσα το άσπρο πουλόβερ του Ντόντου, που το ’πλυνε η μάνα του και του ’φτασε μέχρι τα γόνατα και μου το χάρισε. Στην τσέπη μου βάραιναν τα δυο χιλιάρικα που ’χα χτυπήσει απ’ την Αγνή το μεσημέρι. Γι’ αυτό κι όταν έπιασα με την άκρη του ματιού μου δυο στιλάτες γκόμενς απ’ το τζουκ-μποξ να με κοιτάνε με το πίπερμαν στο χέρι, τις μέτρησα με μια ματιά που σίγουρα τους έδωσε να καταλάβουν ότι τις υπολόγιζα για κάτι από σκουληκαντέρες και κάτω. Μετά χώθηκα στο πράσινο δωματιάκι, χύθηκα στον καναπέ και περίμενα τα βερμουτάκια μου και τον Μίμη τον Μπογκομόλετς.
Σε λίγο ψάχτηκα για ψιλά, για να ρίξω κανένα δισκάκι στο τζουκ-μποξ που έπαιζε το Αππλ-Μπλόσομ Τάιμ της Τζο Στάφορντ, αλλά δε βρήκα τίποτα. Κοίταξα έξω απ’ τη τζαμαρία κι είδα ότι είχε αρχίσει να ρίχνει ένα ψιλό νεράκι. Τις γκόμενες απέφυγα να τις κοιτάξω, αλλά αισθανόμουνα κιόλας κάτι κλεφτές ματιές, πνιχτά γελάκια και ψιθυριστό κους-κους.
Ο Μίμης έπεσε στον καναπέ απέναντί μου. 
―Πως είναι το χέρι σου; τον ρώτησα.
―Το γάμησα, είπε, αλλά θα κλείσει. Τι κάνουμε σήμερα;
―Περιμένουμε…
―Φαίνεται ότι σκάει πάρτι στην Κηφισιά.
―Που το ’μαθες;
―Πήρε ο Όλιβερ τηλέφωνο κι άφησε μήνυμα για σένα στον κυρ Μήτσο. Θα σ’ τα πει ο ίδιος. Ρε συ, ξέρεις τι είδα σήμερα;
Άναψα ένα Τσέστερφηλντ, ξεφύσηξα τον καπνό και τον ρώτησα.
―Έχει βγει ένα πράγμα στρογγυλό, πως να σου το πω τώρα, στέρεο σαν σαπούνι κι όταν το τρίβεις στο χέρι σου λιώνει λίγο κι αφήνει ένα υγρό που μυρίζει ωραία.
―Και τι το κάνουνε αυτό;
―Είνα, λέει, για να το βάζεις στις μασχάλες σου, να μη μυρίζουν.
―Άι στο διάολο…
―Αλήθεια σου λέω. Το είδα και χάζεψα. Το ’φερε ένας ξάδελφός μου ναυτικός απ’ την Αμερική. 
―Μαλακίες λες τώρα.
―Αφού σου λέω, το είδα… Ήταν μέσα σε μια στρογγυλή θήκη και το ’σπρωχνες από κάτι κι έβγαινε σαν καυλί.
―Κι ήταν στέρεο κι όταν το ’τριβες στο χέρι σου γινόταν υγρο;
―Λόγω τιμής…
―Καλά, εσύ ονειρέυεσαι τώρα.
―Άντε και γαμήσου, είπε ο Μίμης.
―Τα βερμούτ, είπε ο κυρ Μήτσος κι ακούμπησε τα παγωμένα ποτήρια πάνω στο τραπέζι. Κι αυτό απ’ τον κύριο Όλιβερ, συμπλήρωσε κι άφησε δίπλα μου μια χοντρή πλαστική σακούλα με δίσκους. Θα σας πάρει τηλέφωνό να σας πει κάποια διεύθυνση στην Κηφισιά κι εσείς ξέρετε τι θα κάνετε μετά.
Και βέβαια ήξερα.
(συνεχίζεται)


Ένα μέρος του κεφαλαίου 29, (σελ. 234-240) από το βιβλίο του 
Νίκου Νικολαΐδη, Γουρούνια Στον Άνεμο, έκδοση τρίτη, εκδόσεις Καστανιώτη.

La Yegros "Viene De Mi" 

this is it_





























 
"This is it"
hannah williams and the tastemakers - work it out

no more troubles_


Palov - Troubles (feat. Lady Faye)
«Κυκλικές μέρες», μέρες σε κύκλο, επαναλαμβανόμενες περιμένοντας να περάσει ο καιρός. «από δω περνάει;» κάποιος πετάχτηκε. Μειδίασμα κι άλλο ένα μπλουζάκι κοντομάνικο για να κόψει κάπως το κρύο. Βόλτες στις παρυφές του Οκτώβρη με καλοκαιρινή ενδυμασία -κατά το ήμισυ πάντα- και μόνιμα ακουστικά στ΄αυτιά, ακόμα κι όταν δεν παράγουν ήχο!

«δεν πρόκειται να μπλέξω για χάρη κανενός» έφτυσες τις λέξεις με στόμφο και την επόμενη στιγμή σταύρωνες τα δάχτυλα πίσω από την πλάτη και κοίταζες αλλού. Ευτυχώς που έπεφτε και η νύχτα και κανείς δεν πρόσεξε το βλέμμα σου. όχι πως είχε και καμμιά ιδιαίτερη σημασία, κουβέντα να γίνεται.
Νύχτα κι έρημη η πλατεία. Χέρια στις τσέπες, στ΄αυτιά ακουστικά, περπάτημα σκυφτό -ξέρεις τώρα- και να πατάς μέσα στις λούμπες. «Αύριο Θα ξυπνήσω κρυωμένος»
Μια μονότονη επιστροφή που κάθε άλλο παρά μονότονη είναι αλλά την κατατάσεις εκεί προς το παρόν
Τα φώτα φωτίζουν το δρόμο που γυαλίζει και χαζεύεις τα χωράφια/χωρίς να τα βλέπεις...
Ξαναμίκρυναν και μέρες «Ναι, γεμίζουν πιο γρήγορα»


_

18/10-11:42

Simon Resoul - Entre (feat. Kormac) 
ξυπνάς το πρωΐ με κακή διάθεση και προσπαθείς να καταλάβεις
που οφείλεται όλο ενώ ταυτόχρονα κάθεσαι στο κρεββάτι
με τα πόδια να πατάνε το γυμνό πλακάκι.
Μεταξύ μας, ξέρεις που οφείλεται όλο αυτό όπως ξέρεις
και τι να να κανεις για να το αντιμετωπίσεις.
Ξέρεις όμως;
Το καλοκαίρι μοιάζει ακόμα να κρατά κι αυτό σε κάνει να
νοιώθεις πως έμεινες αρκετό καιρό στο ίδιο μέρος.
κι επίσης ν' αναρωτιέσαι αν όντως σ' αρέσει το γαμημένο το καλοκαίρι
που ακόμα καλά κρατά
time to go λέω εγώ......

Sunday brunch - midsummer night
Los zafiros - bossa cubana
Palov - troubles (feat. lady faye)

[:chapter ten]













 



 
[...] Μετά πήγα να βρώ τη Ρίτα Μπέτενκορτ και την έφερα στο διαμέρισμα. Την πήγα στο δωμάτιό μου ύστερα από μια μεγάλη συζήτηση μέσα στο σκοτάδι του μπροστινού δωματίου. Ήταν μια ευγενική κοπελίτσα, απλή κι ειλικρινής και φοβερά τρομαγμένη από το σεξ. Της είπα πως το σεξ ήταν υπέροχο. Θέλησα να της το αποδείξω. Αυτή μου επέτρεψε να της το αποδείξω αλλά ήμουν πολύ ανυπόμονος και δεν απόδειξα τίποτα απολύτως. Αναστέναξε μέσα στο σκοτάδι. «Τι ζητάς απ' τη ζωή;», ρώτησα, γιατί συνήθιζα να κάνω στα κορίτσια τέτοιες ερωτήσεις.

«Δεν ξέρω», είπε. «Να σερβίρω πελάτες απλώς και να συνεχίσω έτσι ήσυχα-ήσυχα τη ζωή μου». Χασμουρήθηκε. Της έβαλα το χέρι στο στόμα και της είπα να μη χασμουριέται. Δοκίμασα να της πω πόσο γοητευμένος ήμουν από τη ζωή, όλα τα πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε μαζί, ολ' αυτά τη στιγμή που σκόπευα να φύγω από το Ντένβερ μέσα σε δυο μέρες. Γύρισε το πρόσωπό της βαριεστημένα.Ήμασταν ξαπλωμένοι με την πλάτη κοιτάζοντας το ταβάνι και αναρωτιόμασταν πως στο διάολο είχε κάνει έτσι θλιμμένη τη ζωή ο Θεός. Κάναμε αόριστα σχέδια για να ξαναβρεθούμε στο Φρίσκο.

Οι ώρες μου στο Ντένβερ πλησίαζαν στο τέλος τους, το διαισθάνθηκα συνοδεύοντάς την σπίτι της με τα πόδια -στο γυρισμό ξάπλωσα στο γρασίδι του περίβολου μιας παλιάς εκκλησίας με μια παρέα αλήτες και η συζήτησή τους μ' έκανε να επιθυμήσω και πάλι το δρόμο. [....]











 

από το κεφάλαιο 10 του βιβλίου
καθώς "τελειώνουν" και οι δικές μου οι μέρες 
εδώ που βρίσκομαι αυτόν τον καιρό


[:moved_on]

...είναι που είμαι εκτός όλον αυτόν τον καιρό
 και γιαυτό έχουν αραιώσει και τα ποστς
 















Η μάσκα με το χαμόγελο είναι έτοιμη 
Σιδερωμένη και με μια υπέροχη
τσάκιση που δεν υπήρχε την προηγούμενη φορά. 
Η μάσκα είναι έτοιμη.
Μόνο που δε θα την χρειαστούμε στις συναντήσεις μας. 
Θα είμαστε αληθινοί!
















Και απ' όλα όσα απορρίψαμε, έμειναν οι φιγούρες τους, 
να εμφανίζονται
σαν ουράνιο τόξο μετά τη βροχή, 
να δηλώνουν την απουσία τους με την
παρουσία τους, 
την κρυμένη ομορφιά τους με την ευθύτητα μιας καμπύλης...

 (via)


Kellylee Evans - Sinnerman

τα κουρέλια τραγουδάνε...ακόμα_

5 χρόνια μετά....



Σε μια ώρα πιάναμε Πάτρα ήταν απόγευμα για δύση και του είπα να πάμε να καπνίσουμε στο κατάστρωμα.
Βρήκαμε μια μοναχική γωνιά ανάψαμε τσιγάρο κι αυτός πήγε κι

ακούμπησε στην κουπαστή δίπλα και χάζευε τη θάλασσα μέχρι που κάτι

κατάλαβε γύρισε και με κοίταξε κ' έπειτα με ρώτησε τι τρέχει.

-Το κακό είναι ότι τα νέα του Βιθέντε τα μάθαινες τα μαθαίνεις πάντα από

δεύτερο χέρι και πάντα μέσα σε καράβι-και τότε που έφυγε ξαφνικά για τις

Βρυξέλλες και τώρα....έλα κάτσε δίπλα μου.

-Γιατί; ρώτησε.

-Γιατί θέλω να σου πω μια ιστορία με τον Βιθέντε.

(μια στεκιά στο μάτι του μοντεζούμα σελ. 250-251)
_____
more links
θα με περιμένεις στο σταθμό και θα βρέχει
sansimera
@molly


(photo via)
Bill haley & his comets - see you later aligator




knot_


:στομάχι κόμπος
:λύνε
Bronx River Parkway Candela All Stars - Donde




:δίψα
:στόμα στεγνό
winston mcanuff - ras child




:μη φωτογραφίζεις ηλιοβασιλέματα,
:το έχουν κάνει άλλοι για σένα

:πότε τράβηξες αυτή τη φωτογραφία;
Bebel Gilberto - Bananeira




:κόμπος ξανά

dead end_

Μα έλα πιο κοντά. Γιατί σκοτώνεσαι μονάχη σου;
Περίμενε.
Ήταν τόσο μεγάλο το ταξίδι.

Eskew Eeeder Jr. - Undivided Love



Στην αρχή ήταν μια μουσική...
Μετά μια γευση ξεχασμένη
που ξανάρθε, που είχα τα χρώματα στα χέρια.


Freddie Cruger - Over The Ocean




«Μη πτύετε επί των δαπέδων»

Monetrik - Blues Soup



Είχε ένα δέρμα... και δεν του μιλούσε.
Την κοίταξε καλά. Είχε ένα δέρμα από ιβουάρ ατλάζι.
Δε μιλούσε πολύ, συνήθιζε να τον ακούει. Καθόταν στο
ξύλινο παγκάκι της σέρας, έβγαζε τα γάντια και του 'παιρνε
τα χέρια.


MR Day - Forgotten Realms



Η ντάμα δεν παίζει κανένα ρόλο στην ιστορία.
Τα κόκκινα κεριά κάνουν το ίδιο φως με τα άσπρα.
(Τότε γιατί τ' αγόρασα;)

Frenic - Things Get Better



Σαν τέλειωσαν πέταξαν τα κομμάτια χάμω κι έφυγαν. Τα μάτια μόνο έμειναν
σκορπισμένα κάτω στο δρόμο.Ζωντανά... Προσπάθησαν να περπατήσουν
ανοιγικλείνοντας τις βλεφαρίδες... Μια δυο σπιθαμές πληγωμένες. Άφηναν
πίσω τους μια υγρή κολλώδη γραμμή, γυαλιστερή σαν του σαλίγκαρου.


Τα κείμενα είναι από το βιβλίο: Οι Τυμβωρύχοι του
Νίκου Νικολαΐδη.
Οι φωτογραφίες δικές μου