Μπροστά στην κεντρική είσοδο είδα τον Μίμη τον Μπογκομόλετς να τσακώνεται με μια άγνωστη, δίπλα σ’ ένα πράσινο κουρσάκι. Φαινόταν πολύ αναστατωμένος, χειρονομούσε άτσαλα και ξεφώνιζε.
Αυτή ήταν μια κοντή κοπελίτσα με γκρενά μάλλινο φόρεμα κι ο Μίμης την άρπαζε και την κοπάναγε κάθε τόσο πάνω στο κουρσάκι και κάτι της φώναζε θυμωμένος. Σε μια στιγμή άνοιξε την πόρτα, τη σβούριξε μες στ’ αμάξι κι ύστερα κοπάνησε την πόρτα και την έκλεισε με φοβερή δύναμη μες στα μούτρα της. Αυτή έσκυψε πάνω απ’ το τιμόνι κι άρχισε να γυρίζει τη μίζα. Ο Μίμης έριξε μια ζοχαδιασμένη βόλτα γύρω από τον εαυτό του κι ύστερα πλάκωσε τις λαμαρίνες στις κλωτσιές. Κι όταν το κουρσάκι πήρε μπροστά κι έκανε να φύγει, αυτός παράτησε τις λαμαρίνες, άρπαξε το πόμολο της πόρτας, την άνοιξε, τράβηξε την κοπελίτσα έξω, την έστησε στα πόδια της κι άρχισε πάλι να την κοπανάει πάνω στο κουρσάκι.
Ξεκίνησα προς το μέρος τους.
―Παλιοκαργιόλα, της φώναζε, ’σου γαμήσω το μουνί που σε πέταγε... Τι νόμιζες μωρή κουφάλα, ότι με κάνανε με Μπογκομόλετς οι γονιοί μου;
Έτσι και του έμεινε το παρατσούκλι Μίμης ο Μπογκομόλετς.
―Αφού δε σας είδα, του φώναξε η κοπελίτσα.
―Αφού σου χτύπησα το καπώ, μωρή πουτάνα, ούρλιαξε και την κοπάνησε πάλι πάνω στ’ αμάξι.
Χώθηκα απ’ το πλάι, τον αγκάλιασα και τον τράβηξα, προσπαθώντας να τον ξεκολλήσω από πάνω της.
―Τι έγινε ρε Μίμη; τον ρώτησα.
―Το παλιόμουνο πήγε να με σκοτώσει. Έριξε την όπισθεν κι όποιον πάρει ο χάρος.
―Καλά, εντάξει, χεσ’ την τώρα, προσπάθησα να τον ηρεμήσω.
―Τι να την χέσω ρε φίλε; Με πήρε ο προφυλακτήρας και κόντεψε να με λιώσει στο πεζοδρόμο γαμώ το μουνί που την πέταγε...
Και τινάχτηκε, μου ξέφυγε και την κοπάνησε πάλι πάνω στ’ αμάξι.
―Αφού δε σας είδα, ξαναφώναξε η κοπελίτσα.
Ο Μίμης της τράβηξε μια σφαλιάρα κι αυτή άρχισε τα ξεφωνητά.
Φαίνεται ότι η παρουσία μου τους είχε εξαγριώσει.
Έπεσα πάλι πάνω του και τον αγκάλιασα με όλη μου τη δύναμη. Σηκώθηκε και κλώτσησε στον αέρα με δύναμη για να μου ξεφύγει, αλλά του είχα κολλήσει σα στρείδι.
―Φύγε μωρή καργιόλα, γιατί θα σε γαμήσω επί τόπου, της φώναξε θολωμένος.
―Άσ’ την, ρε μαλάκα. Πως θα φύγει αφού την κρατάς...
Μας έσυρε και τους δύο καροτσάκι και μας πήγε μέχρι την πόρτα. Πέταξε τη γκόμενα μέσα κι ύστερα της κοπάνησε πάλι την πόρτα μες στα μούτρα. Κι εκεί έκανα τη μαλακία μου και τον παράτησα κι αυτός τότε βρήκε την ευκαιρία και τράβηξε μια φοβερή γροθιά πάνω στο παρμπρίζ και το έκανε θρύψαλα. Στη συνέχεια αγκιστρώθηκε πάνω στο πόμολο και δεν ήθελε ν’ αφήσει τ’ αμάξει να φύγει. Η άλλη έριξε μια καρφωτή που της μάσησε τα γρανάζια κι έκοψε το τιμόνι προς τα πάνω μας. Τον άρπαξα απ’ τη μέση και τον τράβηξα πίσω, μη μας πάρει τα πόδια… και το πράσινο κουρσάκι έφυγε προς το βάθος του δρόμου, αφήνοντας πίσω του μια μυρωδιά καμένου.
―Η παλιοκουφάλα… μουρμούρισε ταραγμένος, κοιτάζοντας προς το βάθος του δρόμου. Νόμιζε ότι μ’ έκαναν με Μπογκομόλετς οι δικοί μου. Τόσα χρόνια με μεγαλώνουνε κι αυτό το μουνόπανο θα με καθάριζε μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο.
Κι ύστερα σωριάστηκε ταραγμένος στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Μετά έβγαλε ένα μαντήλι και τύλιξε το χέρι του. Γονάτισα δίπλα του... Γύρισε και με κοίταξε κι έβαλε τα γέλια.
―Η παλιοκουφάλα, μουρμούρησε.
―Από που έσκασε αυτή;
―Ούτε που ξέρω, πρώτη φορά τη βλέπω.
Απ’ τη μεγάλη πόρτα του Green Park σερνότανε σαν τον καπνό η βραχνή φωνή της Έρθα Κιτ.
―Πάμε μέσα, του είπα και τράβηξα ένα κινγκ-σάιζ Τσέστερφηλντ απ’ το πακέτο μου.
―Ματσωμένος, παρατήρησε κι έριξε μια ματιά στο φουσκωμένο πακέτο. Πάλι της τα πήρες;
―Δύσκολα χρόνια, του είπα.
Η Αγνή, που είχα γνωρίσει στα δεκατέσσερά μου, το ’παιζε μπέμπα, αλλά μου ’ριχνε κιόλας πέντε χρόνια. Μέχρι να το πάρω είδηση έφτασα στα δεκαπέντε, όπου και με ξεπαρθένεψε. Αυτή έλεγε ότι την έσπασα, αλλά μάλλον το αντίθετο έγινε. Και τώρα, στα δεκάξι μου, που άρχισε να γίνεται έντονη η διαφορά της ηλικίας μας, άρχισε να μου τα ρίχνει στάνταρ, μήπως κι έτσι με κρατήσει αποκλειστικό.
Μεταξύ μας κάπου κι εγώ γούσταρα και κολακευόμουνα, γιατί ήμουνα ο πιο πιτσιρικάς κι από τους λίγους στην παρέα που ’χε μόνιμο πήδημα. Έπειτα η Αγνή δεν ήτανε κάμμια βουρλογκόμενα… Ντυνότανε σα φιγουρίνι, διέθετε μια ψηλή και λεπτή σιλουέτα, βυζί-κοτρόνα, μυτούλα ρετρουσέ σε στυλ Κάθριν Γκρέυσον, πλαισιωμένη απ’ το νυσταγμένο βλέμμα, τα πρόστυχα χείλη και το προβληματικό ύφος της Γκλόρια Γκράχαμ―που έγινε και η αγαπημένη μου, απ’ τη στιγμή που της έκαψε το πρόσωπο εκείνο το καθήκι ο Λη Μάρβιν, στο Μπιγκ Χητ.
Τους τελευταίους πέντε μήνες η Αγνή χτύπαγε κανονικά όλα τα καταστήματα της οδού Ερμού και ειδικότερα τα δισκάδικα γύρω απ’ την πλατεία Κλαυθμώνος. Είχε ένα σακ-βουαγιάζ με φερμουάρ στον πάτο και τ’ άφηνε πάνω στον πάγκο του μαγαζιού, καπάκι στα εμπορεύματα που ’χε αναγκάσει τις πωλήτριες να κατεβάσουν απ’ τα ράφια. Στο τέλος, για να μην προκαλέσει υποψίες, αγόραζε κάτι φτηνό. Κι όπως αυτές προσπαθούσαν να συμμαζέψουν τη θύελλα που ’χε επίτηδες δημιουργήσει, η Αγνή έχωνε τα χέρια της μες στο σακ-βουαγιάζ και δήθεν ψαχούλευε για να βρει τα χρήματά της. Άνοιγε όμως το φερμουάρ και τράβαγε μέσα ό,τι βρισκόταν από κάτω του, μετά το έκλεινε κι έφετγε σαν κυρία. Έτσι χτες χτύπησε τριάντα δισκάκια με τους Αλιείς Μαργαριταριών της Κατερίνα Βαλέντε κι ύστερα τους σκότωσε στον Παππού, στο Μοναστηράκι.
―Πάμε μέσα, κερνάω βερμουτάκια, του είπα.
Το εσωτερικό του Green Park φλερτάριζε με το αρτ ντεκό χωρίς να τα καταφέρνει και πολύ καλά. Η δεξιά του πόρτα, δίπλα στο φράχτη του Πάρκου, οδηγούσε στο Whisky a Gogo, ένα υπόγειο νάιτ-κλαμπ που άνοιγε σπάνια και μόνο όταν θέλαμε να χορέψουμε. Η αριστερή πόρτα είχε καταργηθεί και στον προθάλαμό της είχε δημιουργηθεί ένα μεγάλο δωμάτιο, φωτισμένο από απαλό πράσινο νέον, ικανό να φιλοξενήσει στους φαρδιούς κναπέδες του καμιά δεκαπενταριά απ’ την παρέα. Έξω από το πράσινο δωμάτιο στεκόταν φρουρός ένα πολύχρωμο τζουκ-μποξ.
Η κεντρική είσοδος έφερνε μπροστά σε μια γιγαντιαίων διασ΄τασεων γυαλιστερή προθήκη γεμάτη πάστες, τούρτες και παγωτά. Κι εκεί που τελείωνε, άρχιζε μια φαρδιά μαρμάρινη σκάλα με σπανιόλικες σιδεριές, που ανέβαινε σ’ ένα μεγάλο εξώστη με κοκκινωπά μαρμάρινα τραπεζάκια και πράσινες δερμάτινες πολυθρόνες. Η πίσω πλευρά του εξώστη κρεμόταν σαν μπαλκόνι πάνω από μια μόνιμα έρημη οβάλ αίθουσα με μεγάλες κυκλικές τζαμαρίες, που άφηναν να φαίνεται η τροπική βλάστηση του Πάρκου.
―Δωσ’ μου ένα τσιγάρο, είπε ο Μίμης μόλις μπήκαμε μέσα.
―Από πότε; τον ρώτησα, γιατί ήξερα ότι δεν κάπνιζε.
―Θέλω τον καπνό για το χέρι μου. Τρέχει αίμα.
―Και θα βάλεις Τσέστερφηλντ στο χέρι σου;
―Έλα μωρέ μαλάκα μου τώρα.
Τράβηξα με βαριά καρδιά δυο τσιγάρα απ’ το πακέτο μου. Τα πήρε κι έφυγε για την τουαλέτα, να πλυθεί λιγάκι.
Απ’ το βάθος εμφανίστηκε ο κυρ Μήτσος με το άσπρο σακάκι και το μαύρο παπιγιόν.
―Έχετε μύνημα απ’ τον κύριο Όλιβερ, είπε.
―Πρώτα δυο βερμούτ με πάγο, κυρ Μήτσο, του είπα κι έφυγα για το πράσινο δωματιάκι.
Ήταν ένας κολλαριστός και με περιποιημένα νύχια, λιγομίλητος, αξιοπρεπής και πάντα θλιμμένος άνθρωπος. Απευθυνόταν σ’ όλους τους πιτσιρικάδες στον πληθυντικό, έγραφε κρυφά απ’ τη διεύθηνση τα βερεσέδια μας, κρατούσε μηνύματα και σίγουρα δεν τον έλεγαν Μήτσο. Κάποτε τον φώναξε έτσι ο Πωλ κι όπως αυτός τ’ άκουσε και γύρισε, του ’μεινε.
Ήτανε Παρασκευή βραδάκι. Το ρολόι μου, μάρκας Sultana - 21 ρουμπίνια, έδειχνε εφτά και μισή, ώρα λούκι και ερημιά για το Green Park…
Η πρώτη δόση, το νυφοπάζαρο, ανακατεμένο με κάτι κυρίες του τσαγιού με χτιστά γαλαζωπά μαλλάκια, έπεφτε από τις τρεις το μεσημέρι μέχρι τις έξι. Κυριαρχούσαν όμως τα γκομενάκια με τα φουντωτά φουρό, παζ μαλλάκια και μπανλόν ζακετάκια, που κατέβαιναν στο Green Park μήπως και χτυπήσαν κανένα βουτηρομπεμπέ δόκιμο της Ναυτικής Σχολής, με σκούρα μπλε στολή, χρυσά κουμπιά, επωμίδες, σπυράκια και σπαθάκι. Πίνανε μόνο σουμάδες και τσάι, τρώγανε μόνο σεράνο και νουγκατίνες κι άκουγαν μόνο Λουίς Αλπμέρτο ντε Παράνα και Λος Ίντιος Ταμπαχάρας και το ’βαζαν όλοι μαζί στα πόδια έτσι και ξέπεφτε καμιά δικιά μας μούρη νωρίτερα απ’ ό,τι υπολογίζανε…
Η δεύτερη δόση βασίλευε από τις οκτώ το βράδυ μέχρι τις δύο το πρωί. Σουινγκάδες, ροκάδες, αγριοαλανιάρες, καυλιάρες του μάμπο, μανιακοί μπλουζίστες του στυλ «το πάτημα της τσίχλας» και στην περιφέρεια αγριοπούστηδες του Διπλωματικού, ανώμαλοι τραπεζικοί, κωλόμπες χορογράφοι, Ρουμπιρόζες και μεγαλοβίζιτες, που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την χωθούνε στην παρέα μας, αλλά δεν έτρεχε τίποτα. Έπεσε κάποτε κι ένας πονηρός να μας πουλήσει χασίσι και τον κάναμε ίσα μ’ ένα άλογο στο ξύλο και τον πετάξαμε νύχτα, με σπασμένα πλευρά, σε μια στέρνα, στ’ ανατολικά του Πάρκου, δίπλα στο φράχτη με τα παγώνια.
ήμουνα δεκάξι χρονών, 1,84 ψηλός με φαρδιές πλάτες και μακριά πόδια, ο μοναδικός που έκανα σπαγγάτη φιγούρα στο ροκ χωρίς να τσακίζω τ’ αρχίδια μου και περιφερόμουνα πάντα με ύφος βλοσυρόκαι διάθεση μπλουζόν-νουάρ. Σήμερα κυκλοφορούσα τυλιγμένος μέσα σ’ ένα σπάνιο θαλασσί Ράνκλαιρ, μαύρο πέτσινο μπουφάν που μου ’χε δανίσει ο Νίκος ο Θαλασσινός για ένα σαββατιάτικο πάρτι κι ακόμα το ’ψαχνε κι από μέσα το άσπρο πουλόβερ του Ντόντου, που το ’πλυνε η μάνα του και του ’φτασε μέχρι τα γόνατα και μου το χάρισε. Στην τσέπη μου βάραιναν τα δυο χιλιάρικα που ’χα χτυπήσει απ’ την Αγνή το μεσημέρι. Γι’ αυτό κι όταν έπιασα με την άκρη του ματιού μου δυο στιλάτες γκόμενς απ’ το τζουκ-μποξ να με κοιτάνε με το πίπερμαν στο χέρι, τις μέτρησα με μια ματιά που σίγουρα τους έδωσε να καταλάβουν ότι τις υπολόγιζα για κάτι από σκουληκαντέρες και κάτω. Μετά χώθηκα στο πράσινο δωματιάκι, χύθηκα στον καναπέ και περίμενα τα βερμουτάκια μου και τον Μίμη τον Μπογκομόλετς.
Σε λίγο ψάχτηκα για ψιλά, για να ρίξω κανένα δισκάκι στο τζουκ-μποξ που έπαιζε το Αππλ-Μπλόσομ Τάιμ της Τζο Στάφορντ, αλλά δε βρήκα τίποτα. Κοίταξα έξω απ’ τη τζαμαρία κι είδα ότι είχε αρχίσει να ρίχνει ένα ψιλό νεράκι. Τις γκόμενες απέφυγα να τις κοιτάξω, αλλά αισθανόμουνα κιόλας κάτι κλεφτές ματιές, πνιχτά γελάκια και ψιθυριστό κους-κους.
Ο Μίμης έπεσε στον καναπέ απέναντί μου.
―Πως είναι το χέρι σου; τον ρώτησα.
―Το γάμησα, είπε, αλλά θα κλείσει. Τι κάνουμε σήμερα;
―Περιμένουμε…
―Φαίνεται ότι σκάει πάρτι στην Κηφισιά.
―Που το ’μαθες;
―Πήρε ο Όλιβερ τηλέφωνο κι άφησε μήνυμα για σένα στον κυρ Μήτσο. Θα σ’ τα πει ο ίδιος. Ρε συ, ξέρεις τι είδα σήμερα;
Άναψα ένα Τσέστερφηλντ, ξεφύσηξα τον καπνό και τον ρώτησα.
―Έχει βγει ένα πράγμα στρογγυλό, πως να σου το πω τώρα, στέρεο σαν σαπούνι κι όταν το τρίβεις στο χέρι σου λιώνει λίγο κι αφήνει ένα υγρό που μυρίζει ωραία.
―Και τι το κάνουνε αυτό;
―Είνα, λέει, για να το βάζεις στις μασχάλες σου, να μη μυρίζουν.
―Άι στο διάολο…
―Αλήθεια σου λέω. Το είδα και χάζεψα. Το ’φερε ένας ξάδελφός μου ναυτικός απ’ την Αμερική.
―Μαλακίες λες τώρα.
―Αφού σου λέω, το είδα… Ήταν μέσα σε μια στρογγυλή θήκη και το ’σπρωχνες από κάτι κι έβγαινε σαν καυλί.
―Κι ήταν στέρεο κι όταν το ’τριβες στο χέρι σου γινόταν υγρο;
―Λόγω τιμής…
―Καλά, εσύ ονειρέυεσαι τώρα.
―Άντε και γαμήσου, είπε ο Μίμης.
―Τα βερμούτ, είπε ο κυρ Μήτσος κι ακούμπησε τα παγωμένα ποτήρια πάνω στο τραπέζι. Κι αυτό απ’ τον κύριο Όλιβερ, συμπλήρωσε κι άφησε δίπλα μου μια χοντρή πλαστική σακούλα με δίσκους. Θα σας πάρει τηλέφωνό να σας πει κάποια διεύθυνση στην Κηφισιά κι εσείς ξέρετε τι θα κάνετε μετά.
Και βέβαια ήξερα.
(συνεχίζεται)
Ένα μέρος του κεφαλαίου 29, (σελ. 234-240) από το βιβλίο του
Νίκου Νικολαΐδη, Γουρούνια Στον Άνεμο, έκδοση τρίτη, εκδόσεις Καστανιώτη.
La Yegros "Viene De Mi"