κατηφορίζαμε κι έβρεχε. γλυστρούσαμε, πέφταμε, σηκωνόμασταν και συνεχίζαμε...
η βροχή μας είχε περονιάσει αλλά συνεχίζαμε χωρίς να ξέρουμε για που τραβάγαμε...
τίποτα...
κι ύστερα... φως. ήταν όμως ή απλά έτσι μας φάνηκε;
σήμερα δε μπορώ να πω με σιγουριά αλλά τότε, εκείνη τη μέρα που έμοιαζε με νύχτα
θα έπαιρνα όρκο πως ήταν φως. όμως... δε μπορώ να ορκιστώ πως θα έπαιρνα κι όρκο...
το προηγούμενο βράδυ ονειρεύτηκα... ήταν ένα παράξενο όνειρο -όσο παράξενα μπορεί να είναι τα όνειρα. παρέλασαν από αυτό όλοι..
παλιά αφεντικά. μήπως να τους λέω εργοδότες;
γκόμενες-αυτές από απόσταση και ξεθωριασμένες-βρέθηκα και σε κάποιο μέρος που ήταν λέει νησί. με περίμενε ένας φίλος -όχι από αυτούς με τη γραμμή στη μέση(
είχε λέει τραπέζι κι εγώ θα πήγαινα με τη γυναίκα μου [ήμουν παντρεμένος στο όνειρο]. έφτασα και της είπα να περιμένει. μπήκα μέσα. ήταν μια μακρόστενη σάλα με ένα σωρό άσχετους που γνωρίζω αλλά δε μιλάω κι ούτε θέλω κιόλας. πέτρινη σάλα με χρώμα ώχρας στους τοίχους και το τραπέζι μακρόστενο κι αυτό χωρίς τραπεζομάντιλο κι είχε πάνω απ' όλα...
ξαναβγήκα -μην έρθεις, της είπα -γιατί; -που να σου εξηγώ τώρα, δε θα καταλάβεις, θα στο πω όσο πιο απλά γίνεται, συνέχισα, να, όλοι αυτοί δεν είναι έτοιμοι να σε δεχτούν ακόμα κι εγώ σε θέλω μόνο για μένα -ευτυχώς που το είπες απλά -ναι, πάω τώρα κι έρχομαι, εσύ καλύτερα πήγαινε στο λιμάνι να περιμένεις -καλά...
και μετά.. μετά βρέθηκα σε ένα κρεββάτι μέσα σε ένα δωμάτιο με άλλους δύο. θα κοιμόμασταν.
αυτοί οι δύο μαζί κι εγώ σε ένα μονό με το προσκεφάλι να βλέπει προς την πόρτα...
μετά είχε ήλιο. πολύ ήλιο που σχεδόν έδυε όμως αλλά ήταν παράξενα λαμπερός. πώς κατάλαβα πως έδυε; μα από τις σκιές των δέντρων... να είχε δέντρα και ήμουν πάνω σε ένα λόφο κι ο ήλιος μου θύμιζε τον ήλιο που έβλεπε ο Σπυριδάκης στη "Γλυκειά Συμμορία" και μετά... μετά τι; μετά, είχα μόνο δύο ώρες μέχρι να φύγει το πλοίο και πηγαινα με τα πόδια έχοντας χαθεί σε κάτι τεράστιους δρόμους με περιβόλια, βίλες και πορτοκαλιές κι ένα σακ βουαγιάζ σκούρο μπλε. απλά ο δρόμος με πήγε στη γενέτειρά μου και με θυμάμαι να σκέφτομαι πως δεν ήξερα αυτή τη διαδρομή για να φτάσω "εδώ" και πως "να το θυμάμαι όταν ξανάρθω". στο λιμάνι έφτασα στο τσακ...
συνεχίσαμε να προχωράμε κι έβρεχε. κι αυτή η γαμημένη η βροχή... έβηχα κι όσο έβηχα, έβηχα περισσότερο και ήταν σα να έβλεπα αστραπές ... το φως που λέγαμε νωρίτερα αλλά δεν είμαι σίγουρος για τίποτα τώρα πια..
Προχωρούσαμε συνέχεια θυμάμαι. μέσα στο δάσος που έμοιαζε να μην έχει άκρη. ο ένας πίσω από τον άλλο με τη βροχή να πέφτει δυνατά πάνω στις πλάτες μας και χωρίς να μιλάμε. τα χερια βαθεία μέσα στις τσέπες. δεν ξέρω πότε φτάσαμε κάπου -αν φτάσαμε ποτέ- ούτε ξέρω αν είχα τις αισθήσεις μου γιατί το μόνο που θυμάμαι καθαρά, είναι ομίχλη αλλά κι αυτό ίσως να είναι από τη βροχή στο δάσος. ξανασυναντηθήκαμε πολλές φορές στο μέλλον -όχι βέβαια όσες θα θέλαμε- αλλά ποτέ δεν αναφερθήκαμε σε αυτό. κανείς μας. ποτέ δεν έμαθα με σιγουριά τι ακριβώς έγινε τότε. και το σίγουρο είναι ένα. τώρα πια, δε θα μάθω ποτέ....
Paulo Rocha - Yogic Flying
Depeche Mode - I Feel You (Electronic Guitar Infusion Remix)