Εκτός από την κουζίνα, όπου είχε μόνο εκεί φως και ήταν πολύ μικρή,
άβολη και είχε νερά στο πάτωμα
*σαν τις ταινίες του Νικολαΐδη, ένα πράμα*
κι όλο το όνειρο ήταν μέσα σε βαθύ σκοτάδι
Κι εγώ που ήρθα και έφυγα νύχτα, κρατούσα μια μαύρη μικρή βαλίτσα,
την οποία σου έδωσα στην αυλή σου όπου καθόσουν
με τα ποδιά απλωμένα και κοίταζες στον ορίζοντα σαν να περίμενες
να ξημερώσει αλλά δεν ξημέρωνε...
Δεν έβγαινε καν ο Ήλιος...
Ήταν σαν να το ήξερες από πάντα.
Ότι δεν βγαίνει ποτέ ο Ήλιος - δεν πρόκειται να ξαναβγεί
αλλά πάντα περίμενες να τον δεις.
Το υπνοδωμάτιο σου έμοιαζε λίγο σαν αυτό του παππού μου
και όλα τα έπιπλα ήταν παλιά, παρατημένα, με έναν καθρέπτη παλιό
και ξεθωριασμένο.
Δε θυμάμαι αν κοιτάχτηκα μέσα του ...
Εσύ, φορούσες πάντα μαύρα. Ακόμη και όταν κοιμήθηκες σαν παιδάκι
Το σπίτι σου, λέει, ήταν γεμάτο έντομα τα οποία και σκότωνες
με ένα παπούτσι στον τοίχο, όπου έβρισκες.
Τα νερά, άρχισαν να εξαπλώνονται στο υπνοδωμάτιο
κι αυτός ο Ήλιος χρόνια τώρα δε λέει να φανεί κι ας ξέρει
πως τον περιμένεις...
21/9/09 - 2:05 μ.μ.