rainy days_




Έβρεχε μέχρι το μεσημέρι και μετά το πλάκωσε σε θύελλα βροντές μπουμπουνητά κεραυνοί έμεινα κουκουλωμένος στο κρεββάτι σιγά ρε φίλε που έιμαστε Καταιγίδα στούς Τροπικούς με την Μπέττυ Νταίηβις έβαλα τον αμερικάνικο κ' είχε κάτι χριστουγεννιάτικα τραγούδια γαμώ τη θλίψη μου μέσα και το λούκι της βροχής στον τοίχο πάνω απ' το κεφάλι μου κατέβαζε το νερό απ' το ταρατσάκι και με νανούριζε τσίγκινα κοιμόμουνα ξυπνούσα βάραγε το τηλέφωνο―η Μπέττυ αν είμαι καλά αυτή καλά είναι―ο Μάνος την έκανε κοπάνα κι αυτός τι θα φορέσουμε το βράδυ είχε βρει αυτοκίνητο στις 6 να κατέβω δυο στενά κάτω απ' το σπίτι στα σκαλάκια να με πάρει να πάμε Στέκι μετά έχει ραντεβού με Στέλλα Όλιβερ Μπογκομόλετς και δυο αφρόμουνα να πάμε όλοι παρέα στο πάρτυ Καλαμάκι ο Τάκης κι ο Βιθέντε θα κατέβουν από Φιλοθέη έπρεπε να λουστώ κι από πάνω.
Σηκώθηκα κατά τις 4 φουσκωμένος σαν τη φράπα και η βροχή συνέχιζε έκανα δυο φλυτζάνια καφέ τρία τσιγάρα άναψα τη σόμπα κ' έβγαλα τα ρούχα για το πάρτυ μπλέ σακάκι παντελόνι γκρι πουκάμισο μπεζ και μια ριγέ στενή γραββάτα Μπάντυ Χόλλυ είχα και μαντηλάκι για την τσέπη κίτρινο αλλά δεν το 'βρισκα.

από τo κεφάλαιο 25 του βιβλίου 
"μια στεκιά στο μάτι του μοντεζούμα" του ΝΝ. 
σελ. 128

Apurimac - ultimo tango


Kάτω στην πλατεία Μαβίλη έβρεχε ωραία.
Τ' ασημένιο αδιάβροχο είχε γλυστρίσει ελαφρά από τους ώμους της, αυτή προχωρούσε μπροστά κι εγώ την ακολουθούσα. Κάθε τόσοσ γύριζε να βεβαιωθεί αν ήμουνα εκεί και μου χαμογελούσε. Πήγε και σταμάτησε μπροστά σ' ένα πράσινο Εμ-Τζι Μαρκ ΙΙ.
―Συγγνώμη αλλά δε μου αρέσει να μπαίνω σε ξένα αυτοκίνητα. Θα πάρουμε το δικό μου, είπε κι άρχισε να ψάχνει μες στη σανέλ για τα κλειδιά της.
―Και να 'θελες πάλι το δικό σου θα παίρναμε, παρατήρησα. 
Με κοίταξε με υποψία και μετά από μια μικρή αμήχανη σιωπή με ρώτησε αν στ' αλήθεια δεν είχα αυτοκίνητο. Τόσο απίστευτο της φαινόταν. Κι ύστερα συμπλήρωσε δειλά:
―Τι δουλειά κάνεις;
Πήρα το γύρο του αυτοκινήτου, την πλησίασα κι ακούμπησα τους αγκώνες μου πάνω στο βρεμένο ουρανό του Εμ-Τζι.
―Δεν ήξερα ότι για να βγεί κανείς μαζί σου πρέπει πρώτα να σου μοστράρει τη φορολογική του δήλωση.
―Δεν είναι απαραίτητο, μουρμούρησε.
Άφησα λίγο τις σταγόνες της βροχής να ταξιδέψουν πάνω στο μπουφάν μου κι άρχισα ν' απαγγέλω την εισαγωγή απ' τα Παιδιά της Οδού Κυβέλης:

από το κεφάλαιο 26 του βιβλίου 
Γουρούνια στον άνεμο (1992)
του ΝΝ σελ. 213

Bas Lexter Ens - No Te Meta


Η βροχή μόλις είχε σταματήσει. Η Machules ήταν μούσκεμα. Είχε να τη δει τρεις ολόκληρες μέρες. Πάνω στα νίκελ της γυαλίζανε οι χοντρές σταγόνες, καθώς γλυστρούσαν και ταξίδευαν προς τα κάτω. Το κάθισμα είχε μαζέψει λίγο νερό στο γούβωμά του. Πέρασε την παλάμη του πάνω απ' τη σέλα και τίναξε το νερό. Ύστερα έβγαλε ένα μαντίλι από την κωλότσεπη και καθάρισε το στροφόμετρο και το ταχύμετρο. Πέρασε και τα δύο καθρεφτάκια. Το τίναξε λιγάκι και τ' άπλωσε και το 'συρε πάνω στο ρεζερβουάρ. Πήρε λίγο και τα μπροστινά φανάρια της. έπειτα το 'στυψε και το 'βαλε στην τσέπη του.
Η Machules δεν πήρε με την πρώτη, γιατί ήταν κρύα. Όταν άναψε με τα πολλά, τη μαρσάρισε κάργα και την αμόλησε λίγο με τον τροχό ψηλά, μετά της έκανε μερικά μικρά χτυπηματάκια τραβώντας απότομα το τιμόνι προς τα πάνω και πέρασε σα σίφουνας το σταυροδρόμι, ό,τι και να γινόταν.

από το βιβλίο
"Ο Οργισμένος Βαλκάνιος" (1979)
του ΝΝ σελ. 257

tom waits - union square

Το βράδυ έιχε βρέξει άγρια και το πρωΐ ο ασβεστόλακκος ήταν γεμάτος νερό.

[. . .] Πήγε στην κάμαρή του, έβγαλε το μπλε σακάκι, μάζεψε τη σάκα κι άρχισε να ψάχνει για το πράσινο στιλό του. Δεν το βρήκε πουθενά και σκέφτηκε πως θα το 'χασε στο δρόμο.
Σε λίγο μπήκε η μητέρα του φέρνοντας τη λάμπα. Περίμενε να 'ρθεί να τον φιλήσει. έσκυψε το κεφάλι και δε μίλησε.
Αυτή δεν ήρθε.
Έξω έβρεχε για τα καλά.
Σκέφτηκε τον πατέρα του που θα 'τρωγε όλη τη βροχή από την προτελευταία στάση μέχρι το σπίτι. μετά θα 'ρχόταν με βρεγμένα του χέρια, τα κρύα χέρια, να τον ξυπνήσει και να τον χαϊδέψει.
Αυτό κάθε βράδυ.
Κάθε βράδυ να τον φιλήσει.
Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, πήρε τη λάμπα, την άναψε και την έφερε στο δωμάτιό του.
Κλείδωσε μετά την εξώπορτα.
Κάθισε μπροστά στο μικρό τραπεζάκι. . . έβγαλε τα βιβλία. . . Προσπαθησε να σκεφτεί κάτι ευχάριστο και θυμήθηκε την Κυριακή.
_________Την Κυριακή θα τον πήγαινει ο πατέρας του στην πόλη. Στο σινεμά θα έβλεπε το έργο δυο φορές, μετά θα μπαίναν στο λεωφορείο για να κατεύουν στην προτελευταία στάση. . .

"Οι Τυμβωρύχοι" (1966)
ΝΝ
Την Κυριακή ή το ωραίο 
τραγούδι που έλεγε
ο εργάτης φεύγοντας...

winston mcanuff - ras child

2 σχόλια [ποστ γιουαρ]:

Summertime Blues said...

πολύ βροχή.

miliokas said...


@Summertime Blues
Βάλε και μια βροχή για ατμόσφαιρα_
;)
miliokas aka skylos_mayros