[:random_διάλογοι]

ο τύπος, ήταν όρθιος, με τον αριστερό του αγκώνα ακουμπισμένο στη μπάρα και ματιά δεν έριχνε προς το μέρος μου.. εγώ, στη γνωστή μου θέση, πίσω από τον ξεχαρβαλωμένο υπολογιστή... πίνοντας καφέ σκέτο... και διαλέγοντας τραγούδια που μόνο σε μένα αρέσουν ....
το μπαρ, στα κακά του τα χάλια αλλά πάντα έχει κόσμο γιατί είναι το μοναδικό σε ακτίνα..., δεν ξέρω κι εγώ πόσων χιλιομέτρων....
το πως έφτασα ως εδώ, είναι μια άλλη ιστορία...

ο τύπος, κοιτάζει προς το μέρος των γυναικών με μάτια που γυαλίζουν...
σαν το γεράκι που έχει εστιάσει το θύμα του από πολύ ψηλά.... ξέρω όμως πως ποτέ δε θα κάνει κίνηση, παρά θα κάθεται μόνο να τις κοιτάζει...

από τα ξεχαρβαλωμένα ηχεία ακούγεται μουσική που εγώ έχω διαλέξει και σε κανέναν δεν αρέσει, εκτός από μένα....

η Lucy London τραγουδά: My name is Lucy and i am twenty years old...


ο τύπος στο στόχο του πάντα... και χαμένος στο δικό του τίποτα...
δυναμώνω τη μουσική... γυρίζει προς το μέρος μου... δεν τον κοιτάζω, απλά τον βλέπω με την άκρη του ματιού μου....

-"Φίλε[;;;]....."
κάνω πως δεν άκουσα...
-"Φίλε...;;" ξαναλέει...
τον κοιτάζω σαν τον βλέπω για πρώτη φορά.... κι ας είναι κάθε βράδυ εκεί, στο ίδιο μέρος και πάντα όρθιος με το χέρι ακουμπισμένο στη μπάρα, να κοιτάζει σαν αρπακτικό τις γυναίκες - πελάτισσες...
-"Ναι..."...του κάνω
-"Το τραγούδι", μου λέει...
-"Το τραγούδι;... το λέω
-"Ναι..." μου λέει "για τι μιλάει;"
-"Για τι μιλάει το τραγούδι"; του λέω...
-"Ναι" ..έγνεψε καταφατικά...
-"Εεε, όπως θ' άκουσες" -ο τύπος δε γνωρίζει καθόλου Αγγλικά- "για μια κοπέλα, είκοσι χρονών περίπου που το όνομά της είναι Λούση και για διάφορα πράγματα που κάνει, για το πως περνά τη μέρα της και άλλα τέτοια χαρωπά..." του λέω...
-"Ναι, ε;" μου λέει....
-......
-"Σα να τσιτσιρίζουν σαλιγκάρια που τα ψήνεις στο τζάκι, είναι...."
-..............
Δυνάμωσα κι άλλο τη μουσική

ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

4:14 μμ 25/1/2009

σήμερα, βρήκα τυχαία σε ένα φάκελο στη βιβλιοθήκη κάτι παλιές φωτογραφίες που είχα τραβήξει εγώ. Παλιές, χιλιάδες χρόνια πριν. Στην αρχή δεν τις γνώρισα, ούτε καν τον εαυτό μου που απεικονιζόταν σε κάποιες από αυτές...
Ήταν σα να τις είχα τραβήξει σε μια άλλη ζωή, σε μια παράξενη διάσταση...
τις άπλωσα πάνω στο παλιό μου γραφείο -λάφυρο από ένα σπίτι που τώρα πια δεν υπάρχει- και τις κοίταζα... τις περισσότερες τις συνδύαζα με "φίλους" που τότε -χιλιάδες χρόνια πριν- κάναμε παρέα, μοιραζόμασταν τις ανησυχίες, τα σχέδια, τους φόβους μας, πάντα όμως κρατούσαμε και κάτι για μας...
από αυτούς δεν υπάρχει κανένας πια. άλλος την έκανε μακριά, στη χώρα της μνήμης, άλλος χάθηκε σε προσωπικές αναζητήσεις και ταξίδια.... άλλους απλά τους αφήνεις να φύγουν, να χαθούν, γνωρίζοντας πια καλά, πως δεν υπάρχει κάτι να σας ενώσει.. ότι είχες να τους δώσεις το έδωσες.. το πήρανε..φύγανε...
το "ευχαριστώ", έτσι κι αλλιώς είναι μια άγνωστη λέξη, τόσο άγνωστη που η σημασία της χάνεται στο σκοτάδι του μυαλού μου...
Ανακάτεψα τις φωτογραφίες... πήραν διαφορετική σειρά.. καινούργιες εικόνες ξεπήδησαν μέσα από τα άψυχα κιτρινισμένα χαρτιά... το κεφάλι μου βούιζε...
"έλλειψη καφεΐνης" σκέφτηκα... Πήγα να φτιάξω. το κουτί άδειο... "ναι", μονολόγησα, "αφού τους τελευταίους κόκκους τους ήπια χθες"...
έστριψα τσιγάρο, τα χέρια μου έτρεμαν κι ο μισός καπνός μου έπεσε κάτω...
βλαστήμησα δυνατά, λες και υπήρχε κάποιος να με ακούσει...
ξανακοίταξα τις φωτογραφίες και καινούργιες εικόνες ξεπετάχτηκαν μέσα από τα κιτρινισμένα χαρτιά... κούνησα το χέρι μου μπροστά από τα μάτια μου σα να υπήρχε κάτι που με εμπόδιζε να δω... φυσικά και δεν υπήρχε τίποτα... περπάτησα μέσα στο δωμάτιο σαν να έκανα μια μεγάλη βόλτα... από τα ξεχαρβαλωμένα ηχεία του παμπάλαιου υπολογιστή μου ξεχύνονταν μια απόκοσμη μουσική... "δουλεύει ακόμα αυτός" σκέφτηκα για τον υπολογιστή
"ευτυχώς", είπα ξανά δυνατά, γιατί είναι και η μόνη παρέα που μου έχει απομείνει... κι όπως πάντα κάνουμε με τα πολύ κοντινά μας πρόσωπα και πράγματα, μετά από κάμποσο καιρό σταματάμε να τα προσέχουμε και τους συμπεριφερόμαστε πολλές φορές και με κακία έτσι κι αυτός ήταν παραμελημένος μέσα στη βρώμα, στις στάχτες, στις σκόνες και στα κομμάτια του καπνού....
ξανακοίταξα τις φωτογραφίες, άνθρωποι, σπίτια, τσιγάρα, λουλούδια, χιόνι κεριά, δέντρα, εγώ....
θλίψη
τίποτα από αυτά δεν υπάρχει... τα τσιγάρα κάηκαν, τα δέντρα επίσης. κι όσα δεν κάηκαν, κοπήκανε... τα κεριά λιώσανε, όπως λιώνουμε κι εμείς και το χιόνι...
εγώ άλλαξα, έτσι κι αλλιώς από αυτό που απεικονίζουν οι φωτογραφίες για μένα δεν υπάρχει τίποτα... τα σπίτια έχουν γκρεμιστεί, στη θέση τους έχουν χτιστεί άλλα ή δεν υπάρχει τίποτα πια...
οι άνθρωποι... γι αυτούς δε θέλω να πω τίποτα . αυτοί υπήρξαν χιλιάδες χρόνια πριν -όπως είπα και παραπάνω- και προτιμώ να μην τους θυμάμαι καθόλου... ούτε καν πως υπήρξαν...
"είσαι εγωιστής" η φωνή ερχόταν από μέσα μου. "λες κι εσύ έχεις φερθεί καλύτερα σε ανάλογες περιπτώσεις"
την αγνόησα. αποκλείεται να απευθύνεται σε μένα, σκέφτηκα αλλά και το αντίθετο να συνέβαινε πάλι το ίδιο θα σκεφτόμουν...
ξανακοίταξα τις φωτογραφίες και αναθεώρησα:
όχι θλίψη,
όπως σκέφτηκα πιο πριν... ο καθένας είναι εκεί που του αξίζει, στο πόστο του, στο δικό του σκοτεινό, υγρό και ομιχλώδη παράδεισο... στη δικιά του τρύπα, στην τελική...
έχωσα τα χέρια στις τσέπες κι άρχισα να κόβω βόλτες μέσα στο δωμάτιο αποφεύγοντας τα έπιπλα... το μάτι μου έπεσε στο κινητό τηλέφωνο και στην ετοιμοθάνατη μπαταρία του... "τσάμπα το έχω" ξανασκέφτηκα."έτσι κι αλλιώς ποτέ κανείς δεν καλεί αλλά ούτε κι εγώ έχω κανέναν για να πάρω τηλέφωνο... εκτός αν πατηθεί κάμμια φορά καταλάθος στη τσέπη και πάρω κανέναν από εκείνους που έλεγα πιο πριν, που ευτυχώς τώρα πια έχουν αλλάξει νούμερο και -ευτυχώς πάλι- δε μου έχουν δώσει το νέο τους αριθμό...."
η βόλτα στο δωμάτιο κράτησε πολλή ώρα, ήταν μεγάλη η απόσταση που έπρεπε να διανύσω και η άμμος δυσκόλευε τα βήματά μου.... τα τρύπια all star μου χώνονταν ως τον αστράγαλο σχεδόν μέσα της και γέμιζαν από αυτήν... κάθε τόσο τα τίναζα χτυπώντας τα στις γάμπες μου -άδικα όμως-
συνέχισα να προχωράω με τα χέρια στις τσέπες χωμένα βαθειά και τους ώμους κολλημένους στο κεφάλι. κάπου κάπου άκουγα τον ήχο από τα κύμματα που σκάγανε στα βράχια... "η θάλασσα να είναι ακόμα γαλάζια;" ψιθύρισα από φόβο μη με ακούσεις... άλλαξα πορεία... ο ήχος με τραβούσε κοντά του όπως το φως της λάμπας τα φτερωτά μερμύγκια ή αλλιώς όπως τα σκατά τις μύγες...
υπήρχε ένα λόφος από άμμο, λες πίσω από αυτόν να είναι η θάλασσα; ξαναψιθύρισα από φόβο μη με ακούσεις...
γύρισα και σε κοίταξα, κρυφά, πάνω από τον ώμο μου μη τυχόν και δεις το φόβο στα μάτια μου... μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα πως ερχόσουν μερικά βήματα πίσω μου. είχα νιώσει όμως την παρουσία σου, μύριζα το άρωμά σου. εκείνο το δαιμονισμένο άρωμα, που άλλοτε με παρέσερνε στα μονοπάτια της ηδονής και των ατέλειωτων οργασμών κι άλλοτε μισούσα με τόσο πάθος που στο τέλος κατέληγε να γίνει αγάπη...
δε με είδες...
ερχόσουν κι εσύ, όπως κι εγώ, με τα χέρια στις τσέπες εκείνου του παλιού σου, κουρελιασμένου τζιν, εκείνου που είχαμε αγοράσει παρέα κι από δεύτερο χέρι σε κείνη τη συναυλία του Nick Cave... -δεν ξέρω αν τις θυμάσαι αυτές τις λεπτομέρειες- το κεφάλι σου ήταν κι εσένα χωμένο μέσα στους ώμους σου και τα κατάμαυρα μαλλιά σου, ανακατεμένα από εκείνον τον γαμημένο αέρα που φυσούσε και γέμιζε τα δικά μου με άμμο, έπεφταν μπροστά στα μάτια σου...
ξαναγύρισα αμέσως μπροστά το βλέμμα μου... έτσι κι αλλιώς φτάναμε στην κορυφή του αμμόλοφου και επιτέλους θα αντικρίζαμε τη θάλασσα...
περίμενα να με φτάσεις... και καλά να μοιραστούμε τη στιγμή μαζί, λες και ήταν καμιά στιγμή της αποκάλυψης, η αλήθεια όμως ήταν πως κόντευαν να με αφήσουν οι δυνάμεις μου... ήμουν εξαντλημένος... με έφτασες κι έβγαλες το χέρι σου για να πιάσεις το δικό μου... έκανα πως δεν το είδα κι έχωσα τα δικά μου πιό βαθιά μέσα στις τσέπες, τόσο που το παντελόνι έφυγε σχεδόν από τη μέση μου... ξέρω πως σκέφτηκες να θυμώσεις και να μου κρατήσεις μούτρα αλλά μετά το ξανασκέφτηκες και αποφάσισες πως δεν είχαμε χρόνο για τέτοιες πολυτέλειες... άλλωστε προείχε και η θάλασσα... τόσα χρόνια είχαμε να τη δούμε και σήμερα που κατά τύχη πέσαμε πάνω της, θελήσαμε να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία... ίσως και να μην την ξαναβλέπαμε....όση ώρα σε περίμενα το σκοτάδι σκέπαζε την περιοχή όπως με σκέπαζες εσύ παλιά, τότε που έκανα πως κοιμόμουν και σε άκουγα να μου μιλάς και τότε που όλα "ήταν αλλιώς" όπως συνηθίζεις να μου λες τώρα πια... αυτό όμως συνέβαινε αιώνες πριν και τώρα το σκοτάδι έχει πέσει κι αρχίζω ξανά να φοβάμαι...
.... επιτέλους φτάσαμε στην κορυφή... προχωρήσαμε λίγο ακόμα και σα να ακούσαμε τα κύματα που σκάζανε στα βράχια... τ σκοτάδι όμως ήταν πηχτό, όπως μερικές φορές το μέλι στο κουτί του και δε μας άφηνε να δούμε τη θάλασσα.... ένιωσα να μουδιάζω από το θυμό.... "αν δεν αργούσες και δε χάζευες θα προλαβαίναμε" σου είπα... το μίσος που είχαν οι λέξεις όταν τις έφτυσα, τρόμαξαν και μένα τον ίδιο.... "σου είπα να μου κρατάς το χέρι" μου είπες "αλλά εσύ δεν καταδέχτηκες. λες και δεν ξεκινήσαμε μαζί" έκανες να με αγκαλιάσεις και τραβήχτηκα.... γυρίσαμε πίσω.. τίποτα δεν ήταν όπως τα είχαμε αφήσει...
ο αέρας είχε σκορπίσει τις φωτογραφίες στο πάτωμα... το γραφείο ήταν πιο παλιό από ποτέ... καθίσαμε στις σκάλες και αδειάσαμε τα παπούτσια μας από την άμμο... μπήκαμε ξυπόλητοι μέσα, μάζεψα τις φωτογραφίες από το πάτωμα και τις έκανα ένα μάτσο... τις έβαλα πάνω στο βουναλάκι που είχε σχηματίσει η άμμος που είχαμε αδειάσει από τα παπούτσια μας... άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος σου και χωρίς να πεις κουβέντα, μου έδωσες το κουτάκι με τα σπίρτα...
άναψα ένα και τις έκαψα.... "ο καθένας ας μείνει εκεί που πρέπει", σου είπα...
έγνεψες καταφατικά και τα κατάμαυρα μάτια σου έλαμπαν από τις φλόγες....
ήρθες και κάθισες δίπλα μου... "λες η θάλασσα να έχει ακόμα εκείνο το γαλάζιο χρώμα που είχε και τότε που ήμασταν παιδιά;" μου είπες... έκανα πως δεν άκουσα... κοίταζα τις φλόγες....
έτσι κι αλλιώς, δεν ήξερα να απαντήσω....
σ' αυτή τη βόλτα, όπως συμβαίνει και στις ταινίες
[να ακούγεται μουσική, ενώ είσαι στη μέση του πουθενά]
από ένα αόρατο ηχείο,
που αναρωτιόμουν που μπορεί να βρίσκεται κρεμασμένο
ακουγόντουσαν τα παρακάτω τραγούδια..
στην αρχή δεν ήξερα ποια είναι....
ευτυχώς, ήξερες εσύ και μου είπες...

ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ

...σήμερα βρέχει.
όχι αστεία... βρέχει... all day...
είναι αυτό που λέμε: "γαμήθηκε να βρέχει..."
...κι εγώ -ως γνωστόν- όταν βρέχει δε δουλεύω καθ' ότι
η φύση της δουλειάς μου τέτοια....
έτσι, έκανα ό,τι είχα να κάνω, ένα σωρό δουλειές δηλαδή,
πάντα υπό τη συνοδεία της βροχής... ευτυχώς όλα τελείωσαν νωρίς και ανώδυνα. μέχρι και δυο καφέδες πρόλαβα να πιω !!!!
το υπόλοιπο της μέρας μου, το πέρασα στο σπίτι, μπροστά από τον υπολογιστή, ο οποίος σημειωτέον είναι δίπλα από καλοριφέρ [αυτό άσχετο]
...όλη την υπόλοιπη μέρα λοιπόν, την πέρασα εδώ απ' όπου σας γράφω, ακούγοντας υπέροχες [για τα δικά μου αυτιά] μελωδίες και πάντα τον ήχο της βροχής...
ο ήχος της βροχής τέτοιες μέρες, είναι το καλύτερο soundtrack...
αλλού όμως θέλω να καταλήξω....
που?.... θα μου πείτε....
θα σας πω...
όταν βρέχει, επαναλαμβάνω: όταν βρέχει,
πάντα μου έρχεται στο μυαλό το απόσπασμα
από το βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου,
κομματάκια, που έχει τίτλο [το απόσπασμα, έτσι;]
Υπεραστικό...
κουσούρι των παλιών ραδιοφωνικών εκπομπών μου...

Ιδού το απόσπασμα από τις σελίδες #63, 64 και 2 σειρές από την 65
«Απόψε βρέχει. Ρίχνει με το τουλούμι, όχι αστεία Καρεκλοπόδαρα! Μες' από τα τζάμια του θαλάμου, ανάμεσα σε χιλιάδες υπεραστικές συνδιαλέξεις μαζί σου, βλέπω τις στάλες ολόγυρα και σ' αναζητάω.
Σε παίρνω εδώ, απ' το Πεδίο του Άρεως και δεν απαντάς. Χτυπάει το τηλεφωνό-σου και κανείς δεν το σηκώνει.
Βγαίνω και περιπλανιέμαι στο πάρκο.
Η βροχή με μουσκεύει μεθοδικά. Τα ρούχα μου ρουφάνε με απληστία τις χοντρές σταγόνες. Τα πόδια μου με πάνε από δω κι από κει άσκοπα.
Μου λείπεις.
Γυρίζω πάλι πίσω. Παίρνω τα δώδεκα νούμερα: το διακριτικό της ξένης χώρας και μετά τον αριθμό σου. Δεκάδες χτύποι που σφυρηλατούν τ' αυτιά μου, γδούποι και κρότοι υπόκωφοι. Μετά το σηκώνεις κι η γραμμή αυτόματα κλείνει. Μόνο ένα «Λέγετε;» δικό σου που κυοφορούν τα καλώδια και το εξακοντίζουν μέσα μου.
Ύστερα τίποτα.
Παίρνω και ξαναπαίρνω και πάντα μόλις το σηκώνεις κλείνει.
Αυτό, ξέρεις, είναι αβάσταχτο μέσα σ' έναν πορτοκαλή θάλαμο. Απροσπέλαστο Γιατί απόψε η βροχή με γδέρνει και σε θέλω.
Απόψε μου λείπεις αφόρητα και δεν την μπορώ την απόσταση, τη φυγή, το χωρισμό. Γι' αυτό το βάζω στα πόδια.
Στο Μουσείο δεν υπάρχει ψυχή. τα τραπεζάκια κι οι καρέκλες, μούσκεμα. Ο θάλαμος άδειος, μ' ένα διακριτικό κοφτό, λαχανιασμένο σαν αναφιλητό Το κόκκινο λαμπάκι ανάβει μόνιμα και δεν πιάνω γραμμή. Σε ψάχνω καθώς διαχέεσαι μες στο σκοτάδι.
Στην Κάνιγγος η συσκευή είναι ξεχαρβαλωμένη, ετοιμόρροπη. μου τρώει ένα εικοσάρικο και την πλακώνω στις κατραπακιές. τρίζει και κουνιέται ολόκληρη, μου το επιστρέφει και φεύγω. τη μισώ την Αθήνα όταν τριγυρνάω μόνος μου και βρέχει.
Τη σιχαίνομαι.
Γίνεται ένα άδειο αντηχείο που πολλαπλασιάζει την έλλειψή σου. Γίνεται καλός αγωγός του κενού, της μοναξιάς μου. Η γλίτσα στο δρόμο, νιώθω ότι κολλάει πάνω μου. Οι περαστικοί με κυνηγάνε βιαστικοί με τις ομπρέλες τους.
Σκοντάφτω στα ζεστά τους χνώτα.
Βγαίνω στην Ομόνοια.
Η βροχή δυναμώνει και με διαποτίζει.
Κατεβαίνω τις σκάλες. Πουλάνε εφημερίδες, κουλούρια και σαλέπι. Γύρω μου κόσμος, φωνές, ο ηλεκτρικός που έρχεται.
Βρίσκω μια συσκευή για υπεραστικά. Ρίχνω εικοσάρικο, παίρνω τα νούμερα, το σηκώνεις. Η βροχή μέσα μου, τα νερά λιμνάζουν. Υποδόριες λακκούβες που ξεχειλίζουν λασπόνερα.
Μ' ακούς;
Δεν μπορώ άλλο σ' αυτήν την κατάσταση του διαμελισμού.
Δεν μπορώ πια νάσαι εσύ εκεί κι γω εδώ, στην άλλη άκρη του κόσμου.
Τ' ακούς; Τι σπουδές και κουραφέξαλα μου λες; Παράτα τα και γύρνα.
Μ' ακούς, ε, μ' ακούς Αποκρίσου μου. Δε βαστάω άλλο σου λέω, δεν τ' αντέχω. Μη μου τ' αρνιέσαι αυτό, όχι.
Εικοσάρικα τέρμα. Το κόκκινο λαμπάκι ανάβει.
Η φωνή σου καταποντίζεται στο έρεβος της απόστασης.
Συνδιάλεξη τέλος και τ' ακουστικό θέλει κρέμασμα. Η βροχή δυναμώνει. Ρίχνει καρεκλοπόδαρα.»


_____________________
Αυτό ήταν....
μου γάμησε την ψυχολογία άλλη μια φορά...
σκηνές και εικόνες μιας άλλης εποχής

της εποχής της αθωότητας

και των ανομολόγητων ερώτων...
..τόσο παλιά που σχεδόν δε τα θυμάμαι πια...

κι έξω, βρέχει με το τουλούμι...

ρίχνει καρεκλοπόδαρα..

_______________________
η 1η φωτογραφία είναι το εξώφυλλο της έκδοσης [2η] που κατέχω εγώ
το παρόν γράφτηκε ακούγοντας τα παρακάτω κομμάτια
παρέα με τον ήχο της βροχής...
Nikos Diamantopoulos - Everytime
Nikos Diamantopoulos - Beautiful
Nikos Diamantopoulos - Pray

SINGAPORE SLING

[.....] ήξερα ότι θα πέθαινε και δεν της είπα ψέμματα... Άλλωστε ήταν αρκετά έξυπνη για να το καταλάβει, μόνο που δεν ήταν η Λάουρα, αν κι αυτό τώρα δεν έχει καμιά σημασία. τελικά δεν ήταν μια υπόθεση ρουτίνας όπως πίστευα τότε.. Τελικά κι ο διευθυντής και τα παιδιά με τα πόδια πάνω στα γραφεία όταν γελάγαν μαζί μου ήταν γιατί βλέπαν μακρυά. Όχι όμως τόσο μακρυά όσο εκεί που πρόκειται να πάω εγώ τώρα.... Γλυστράς μέσα σου κι είναι σα να πέφτεις μ' αλεξίπτωτο... μετά κρατάς την αναπνοή σου και πηγαίνεις χωρίς να αντιστέκεσαι... και θυμάσαι όλους αυτούς που έκαναν το ίδιο πριν από σένα. Όλους αυτούς που πέταξαν στο κενό κάτω από ένα λευκό αλεξίπτωτο. Ένα μάτσο κορόιδα και χαμένους χωρίς μέλλον, δουλειά και ηλικία που κυνηγάνε ακόμα ένα όνειρο με γυναικείο όνομα... Θα 'χω λοιπόν καλή παρέα απόψε...


βρέθηκα
με έναν ατέλειωτο πόνο να με βασανίζει αυτές τις μέρες, στο κάτω μέρος της ραχοκοκαλιάς μου, μετά από κακό χειρισμό του σώματός μου, που δε λέει με τίποτα να με αποχωριστεί και που με κρατά ατέλειωτες ώρες ξαπλωμένο στο κρεββάτι, μπας και γίνει κάτι και με περάσει... τσάμπα όμως γιατί όσο και να είμαι ξάπλα, τόσο ο πόνος εντείνεται και μετά δε μπορώ να κουνηθώ..
Όσο είμαι ξάπλα όμως, κάνω ένα refresh στις ταινίες του Νίκου Νικολαΐδη -στο Νίκο Νικολαΐδη θα αναφερθώ κάποια στιγμή ξανά, όταν θα έχω χρόνο- που είναι από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες...

Το Singapore Sling του ΝΝ έβλεπα λοιπόν, δυο μέρες τώρα σερί...
στοιχεία για την ταινία όπως και για άλλες δικές του
υπάρχουν παντού στο διαδύκτιο...

Singapore Sling Long drink ( Ποτήρι highball )
4.0 cl Gin
2.0 cl Cherry Brandy
0.5 cl Cointreau
0.5 cl DOM Benedictine
1.0 cl Γρεναδίνη
8.0 cl Χυμό ανανά
3.0 cl Χυμό λεμόνι
1 Σταγόνα Angostura
Βάζουμε όλα τα υλικά στο shaker μαζί με πάγο. 
Χτυπάμε καλά και σουρώνουμε σε ποτήρι με πάγο.  
Γαρνίρουμε με φέτα ανανά και κερασάκι maraschino.

[:random_διάλογοι] culture

[...] πάει κάμποσος καιρός...
έχω μόλις ξυπνήσει -κοντά μεσημέρι- και πίνω τον καφέ μου -φραπέ σκέτο- καθισμένος σε ένα σκαμπό στη μπάρα, κοντά στην ταμειακή μηχανή και προσπαθώ να συνέλθω....

...σκόρπιες κουβέντες δεξιά κι αριστερά, ο bartender [sic] μου έλεγε για μια ταινία που είχε δει χθες κι εγώ απλά, έγνεφα καταφατικά...

...μαζεύονται διάφοροι, σχετικοί, άσχετοι, πελάτες κλπ...




κοπέλα: και καλά κουλτούρα αλλά, "όπου φυσάει ο άνεμος πάω"
αγόρι: με την κλασσική παιδεία του τύπου που μόνο στα μπουζούκια a.k.a. σκυλάδικα, διασκεδάζει και μόνο εκεί όμως....

κοπέλα, απευθυνόμενη στο αγόρι:
- «...καλά ξέρεις τι ώρα κοιμήθηκα χθες; μη σου πω πως δεν κοιμήθηκα»....
αγόρι: ... -«ναι....»
κοπέλα: -«ξέρεις γιατί; είδα μια ταινία, το The Wall, μιλάει για τους Pink Floyd και ψυχοπλακώθηκα...»
αγόρι: (με ύφος: "τι μου λέει αυτή τώρα;")
-«ναι...»
κοπέλλα: -«τους ξέρεις τους Pink floyd, ετσι»;
αγόρι:-«..................»

κάπου εκεί πετάγεται ο bartender [sic είπαμε] και με λυτρώνει...

-«..τι του λες μωρέ για τους Pink Floyd... πες του για κάνα Γονίδη εκεί πέρα... ακούς.....που τους ξέρει αυτός τους Pink Floyd;;» [...]

η κοπέλα άρχισε να "φωνάζει" -δεν ούρλιαζε απλά δεν υπήρχε και λόγος να υψώσει τον τόνο της φωνής της- κατηγορώντας την κουλτούρα τον άλλων ως "δήθεν" και "καλά"... και κάπου αλλού είναι η ουσία, "Εδώ" το αποκάλεσε....

....από κει και έπειτα, κατέβασα ρολά στ' αυτιά μου κι άλλαξα θέση...



στm= σημείωση του miliokas
[κοπέλα και αγόρι άνω τον 30, έτσι? απλά για να μην υπάρξουν απορίες - επειδή όμως ο κόσμος είναι μικρός και ο κυβερνοχώρος δεν είναι και απέραντος κράτησα τα προσχήματα.
το όλο γέλιο όμως ήταν στο ύφος το οποίο -δυστυχώς δε μπορώ να αποδώσω στο γραπτό λόγο- κι εννοώ το ύφος που είχε ο καθένας όταν έλεγαν ό,τι έλεγαν]

[:random_διάλογοι]

Random διάλογοι
Ο τίτλος αυτού του post
είναι δανεικός από ανάλογο post σε κάποιο άλλο φόρουμ
. Το forum  δεν υπάρχει πλέον
Βράδυ, παίζω μουσική...
κομμάτια ανάμεσα σε Cayetano, Sunset Blvd,
Thievery Corporation, Jazbeat, Quantic
και διάφορα άλλα ανάλογου στυλ και ύφους.
η ουσία είναι πως διάλεγα κομμάτια πού μου άρεσαν


απέναντί μου ένας τύπος, στη μπάρα, άνω των 55 συν-πλην, λάτρης της παλιάς κλασικής ροκ μουσικής, πίνει το καμπάρι του και κουνιέται & λικνίζεται, στους ρυθμούς που άκουγε, με το βλέμμα να κοιτάζει το τίποτα, όρθιος στη μπάρα...

Κώστα», του λέω... «σ' αρέσει η μουσική που παίζω;»
Ναι αμέ» μου λέει. με χαμόγελο....
Τότε, να σου γεμίσω το λάπτοπ, όλο με τέτοια τραγούδια»
Μη λες μαλακίες !!!» μου κάνει.... παγωτό εγώ....
_____________________________________________

Άλλη βραδιά, ίδιο σκηνικό, ίδιος ακροατής, ίδιο ποτό, αυτή τη φορά όμως, καθισμένος σε σκαμπό στη μπάρα, με το κεφάλι στηριγμένο στο δεξί του χέρι...
Πάλι εγώ παίζω τα δικά μου, πάλι αυτός κουνιέτα, δείχνει να το απολαμβάνει κλπ
Παίζει το κομμάτι
Arty Fufkin - Crazy Logic (Gnarls Barkley vs. Supertramp vs. Rockwell)

γυρίζει ξαφνιασμένος προς το μέρος μου...
milioka, Super.... eh?» μου κάνει, εννοώντας Supertramp.
Περίμενε ν' ακούσεις» του λέω...
Παίζει το κομμάτι, με κοιτάζει με αποδοκιμασία κουνώντας το κεφάλι του
μπαίνει στην κουβέντα ένας τρίτος:
από τον milioka περίμενες ν' ακούσεις Supertamp?» του λέειο miliokas είναι λάτρης των διασκευών»....
 βάλε ρε το Sound The Alarm» μου κάνει [Thievery Corporation]...
Πάλι παγωτό εγώ.....


THIEVERY CORPORATION - SWEET TIDES feat. LouLou lyrics

Thievery Corporation - Sweet Tides
(feat. LouLou)

...και για να τελειώνουμε σιγά - σιγά με τους στίχους
από το
Radio Retaliation των Thievery Corporation....
σήμερα, οι στίχοι από το τελευταίο τραγούδι,
αν έχω ξεχάσει κάποιο, και κάποιος το δει
ας το επισημάνει....

τώρα, αν υπάρχουν ορθογραφικά λάθη,
εεε, οκ... κάτι θα μου ξέφυγε με την αντιγραφή...



It took so long for me to realize/
How strong your heart is/
And all this time.../
My mind was working in strange ways/
Looking back on the days, just wanna be free/
Through the love in your eyes/
Now I'm starting inside, just wanna be free/
Through the love in your eyes/
Sweet tides, pools of love, your eyes are full of.../
Sharp turn, my mind is a blur/
Slow passage through the air/
Looking back on the days/
All over your mind, just wanna be free/
Sweet tides, pools of love, your eyes are full of.../
Sweet tides, pools of love, your eyes are full of.../
Sweet tides, pools of love, your eyes are full of.../
It took so long for me to realize/
How strong your heart is/
And all this time.../
My mind was working in strange ways/
Sharp turn, my mind is a blur/
Slow passage through the air/
Looking back on the days/
All over your mind, just wanna be free/
Sweet tides, pools of love, your eyes are full of.../
Sweet tides, pools of love, your eyes are full of.../

my youTube nights

Andy Korg - I Want You 

μνήμες aka memories



από ψάξιμο στο υπόγειο για να βρω κάτι να διαβάζω την ώρα του φαγητού....
έχω αυτή τη συνήθεια....
και θέλω να διαβάζω μόνο κόμικς...
"ελαφρού" περιεχομένου
που κάνουν όμως το νου να "φύγει ευχάριστα...

THIEVERY CORPORATION - BLASTING THROUGH THE CITY lyrics

THIEVERY CORPORATION BLASTING THROUGH THE CITY lyrics
 
War keep blasting the City tonight/ Love assassinated in broad daylight/ The righteous are hiding in the graveyard grass/ While the wicked shell their sons and daughters for cash/ hope cries louder than gunshot sounds/ Wait for the dawning of light as we lay on the ground/ Things have gotten so low that they can't fall down/ Inspiration comesfaster than incoming rounds/ Fell the struggle but don't give up the fight/ Life never seemed so clear through all the chaos tonight/ Fear is blasting through speakers tonight/ The land of the free and the vain/ Never misses its rights/ Hope cries louder than gunshot sounds/ Wait for the dawning of light as we lay on the ground/ Things have gotten so low that they can't fall down/ Inspiration comes faster than incoming rounds/ Open up your eyes/ don't be blinded by the light/ All things must change/ It's always been the same/ Don't disguise,cuz the system is devised to divide us/ Them can't divide I and I/ War keeps blasting thru the City tonight/ Love assassinated in broad daylight/ The righteous are hiding in the graveyard grass/ While the wicked sell their sons and daughters for cash/ The things I see, them can't see/.