[:incoming message]

Χαμηλή ποιότητα ζωής
-έτσι θεωρούσε, Εκείνες τις Μέρες. Εκείνες τις Μέρες που... που... Προσπαθεί να θυμηθεί και δε θυμάται τι ήταν τότε...

Εν Πλώ - Χθες Βράδυ




κι έπειτα άρχισαν να πεθαίνουν ένας - ένας όλοι όσοι ήξερε, είτε προσωπικά, είτε σαν όνομα σαν τα μυρμήγκια με τα φτερά γύρω από τη λάμπα.
Οι περισσότεροι μικρότεροί του αλλά αυτό δεν είχε να κάνει. Όταν κάποιος πεθάνει
"..αλίμονο απ' τον κώλο αυτουνού που μένει πίσω.." συνήθιζε να λέει κι εμείς τον κοιτούσαμε σαν χάνοι μη βρίσκοντας κάτι να απαντήσουμε σε αυτό.

Άρχισε να ψάχνει για φίλους ή κάποιους που θεωρούσε φίλους. Όχι πως τους ένωνε κάμμια δυνατή φιλία σαν αυτή που λένε τα βιβλία -τίποτα τέτοιο, απλά κάπου-κάπως-κάποτε ίσως και να 'χαν περάσει και κάποιες φάσεις μαζί ή στιγμές ή ότι άλλο θέλεις κι αυτός το σκεφτόταν αργότερα έτσι... με μια νοσταλγία... και το ονόμαζε και "φιλία" τρομάρα του. αν μπορείς φυσικά να το πεις έτσι. πάντως αυτός το έλεγε...αλλά δεν τον άκουσα ποτέ να λέει πως το πίστευε κιόλας...

Εν Πλω - Φίλοι




"Ήμαστε φίλοι", έλεγε "αλλά μην το δένεις και κόμπο" και μετά μας μπέρδευε καθώς γύρναγε επιδέξια την κουβέντα σε κάποιο άλλο περισσότερο ενδιαφέρον για μας θέμα και μεις τσιμπάγαμε σαν χάνοι και το ξεχνούσαμε τα "..περί φιλίας..."

Μετά χάθηκε ξαφνικά. Για μεγάλο χρονικό διάστημα και κανείς μας δεν ήξερε ούτε που είχε πάει, ούτε τι έκανε ή πως ζούσε άλλωστε Εκείνες τις Μέρες όλο και με κάτι άλλο περισσότερο ενδιαφέρον είχαμε να ασχοληθούμε παρά με τον.... "γάμησέ τον τον μαλάκα μωρέ, έτσι κι αλλιώς μας τα ζάλιζε όλη την ώρα με τα τσιτάτα που πέταγε..." και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο για να πάρουμε θάρρος και να πάμε την κουβέντα παραπέρα...

Τηλέφωνο δεν είχε ή αν είχε δεν το ξέραμε. Εκείνες τις Μέρες κυκλοφορούσε με ένα κινητό της κακιάς ώρας, παμπάλαιο, πρώτης γενιάς που το νούμερο του είχε διαρρεύσει και τον παίρναμε να του κάνουμε κάμμια πλάκα αλλά μας καταλάβαινε με τη μία.. Άλλες φορές πάλι βάζαμε κάμμια γκόμενα να του την πέσει τηλεφωνικά πάντα -να βγούνε κάνα ραντεβού και άλλα τέτοια, αλλά αυτός δεν τσίμπαγε, είχε έτοιμη την απάντηση... Στην αρχή ρωτούσε ποια είναι και μετά πριν προλάβει η άλλη να απαντήσει της ξεφούρνιζε ένα "και που ξέρω εγώ αν δε σε έχει βάλει η..." κι ξεφούρνιζε ένα όνομα γυναικείο, άγνωστο σε μας -μαθαίναμε εκ των υστέρων "...αν δε σε έχε βάλει λοιπόν η.. για να μου την πέσεις να δει άμα είμαι πιστός" και άλλα τέτοια και η γκόμενα της φάρσας τα έχανε τότε και δεν ήξερε τι να του απαντήσει... όσες φορές και να τις είχαμε δασκαλέψει γιατί βάζαμε διαφορετική κοπέλα κάθε φορά, αυτές, ίσως ο τρόπος του, ίσως το ύφος του τις έκανε και ψαρώνανε χωρίς να μπορούν να μιλήσουν. Κι αυτός έκλεινε γρήγορα το τηλέφωνο..." μην ακούσω ρε μαλάκες κάμμια φωνή δική σας πίσω από τη γραμμή" είχε πει ένα βράδυ που ήμασταν γύρω από τη φωτιά "και ξενερώσω μαζί σας" αλλά οι περισσότεροι έκαναν πως δεν άκουσαν και κοίταζαν τα ξύλα που τριζοβολούσαν. Μαζί τους κι εγώ φυσικά και όλοι ξέραμε πως γνώριζε για τις πλάκες που του κάναμε...

Η επόμενη μέρα μας βρήκε σκόρπιους γύρω από την από ώρα σβησμένη φωτιά κι εκεί που λογικά έπρεπε να ήταν αυτός ήταν παρατημένο το κινητό του εκείνο της κακιάς ώρας που είπα και παραπάνω χωρίς τίποτα μέσα στη μνήμη.
Το πήρα χωρίς να με δει κανείς, έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι κοιμόντουσαν κουλουριασμένοι γιατί μάλλον τους είχε περονιάσει το κρύο -κι εγώ απ' αυτό ξύπνησα και το έχωσα στην πλαϊνή δεξιά τσέπη της στρατιωτικής μου βερμούδας που φορούσα εκείνη τη μέρα...

...Και μετά σα να τελείωσε εκείνο το καλοκαίρι απότομα. Ήμασταν άλλωστε γύρω στα μέσα του Σεπτέμβρη και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο -βάλτο καλά στο μυαλό σου αυτό- από ένα άδειο παραθεριστικό κέντρο στο τέλος του καλοκαιριού. Να το βλέπεις να αδειάζει σιγά- σιγά, να φεύγουν ένας ένας με την υπόσχεση πως "δε θα χαθείτε" το χειμώνα και πως "του χρόνου θα είναι καλύτερα" και άλλες τέτοιες παπαριές
Φυσικά και δε συνέβη τίποτα από τις δύο -και καλά- υποσχέσεις. ο χειμώνας αποδείχτηκε δύσκολος και βαρύς σαν τους χειμώνες των άδειων ψυχών ή τουλάχιστον αυτών που δυσκολεύονται να γεμίζουν.

"Του χρόνου" για πολλούς δεν ήρθε ή αν ήρθε δεν το μάθαμε καθώς το μαγαζί είχε κλείσει και λογικά κανείς μας δεν θα ξαναπάτησε εκεί. Τουλάχιστον εμένα ο δρόμος μου δε με έβγαλε ποτέ προς τα κει ή για να είμαι ειλικρινής με έβγαλε απλά προσπέρασα χωρίς να κοιτάξω ούτε μια φορά προς τα κει!

Μερικοί πέρασαν και στην αντίπερα όχθη -φυσικά κανένας δε με είχε πάρει τηλέφωνο να μου το πει εξάλλου το τηλέφωνο πάντα χτυπούσε όταν κάποιος ήθελε μια χάρη, κάποια εκδούλευση ή κάτι ανάλογο και ποτέ κάποιος έτσι για να δει "τι γίνεται, πως τα περνάς ρε μαλάκα"?
Απλά μάθαινα διάφορα από τις εφημερίδες.

Με την επιστροφή στο σπίτι εκείνο το πρωί γύρω στα μέσα Σεπτέμβρη, πέταξα την παλιά στρατιωτική μου βερμούδα στο τρίτο συρτάρι της ντουλάπας που έχασκε μισάνοιχτο, του τράβηξα και μία με το μπούτι να κλείσει κι έμεινε εκεί μέσα να κάνει παρέα σε κάτι ρούχα που δε φορούσα πλέον και απορούσα κάθε φορά που τα έβλεπα τι στο διάολο σκεφτόμουν όταν τα αγόραζα μαζί με τηλέφωνο που είχα μαζέψει νωρίτερα από την παραλία...




Κι ύστερα πέσαμε στα λούκια. Τα γνωστά τα λούκια. Δουλειές που μας βρήκανε οι γονείς μας φιλώντας κατουρημένες ποδιές. Μαγαζιά που μας άνοιξαν με τον ίδιο τρόπο κι εμείς απλά έπρεπε να γίνουμε περισσότερο γλοιώδεις κι απ' αυτούς για να τα συντηρήσουμε μέχρι που φτάσαμε να σιχαινόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό και αυτή η σιχασιά ήταν που έκανε ορισμένους να περάσουν στην αντίπερα όχθη που λέγαμε καθώς δεν είχαν και πολλά να χάσουν. Τι μένει να χάσεις στην τελική όταν αποφεύγεις να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη το πρωί και να τον κοιτάζεις με απέχθεια και μετά, κατά τη διάρκεια της μέρας καθώς θα συναντιέστε στις βιτρίνες... Τίποτα.
"..αλίμονο απ' τον κώλο αυτουνού που μένει πίσω.."


...και μετά τα ξέχασα όλα αυτά όπως γίνεται συνήθως


Εκείνο το μεσημέρι έλιωνα μες στο σπίτι από τη ζέστη σαν τον Άρη Ρέτσο εκείνο το καλοκαίρι από τους "Απέναντι". Έπρεπε να ετοιμάσω τα πράγματα γιατί το βράδυ θα έπαιζα μουσική στο ίδιο μαγαζί που είχε κλείσει "Εκείνες τις Μέρες" αλλά άνοιξε φέτος ξανά και υπό νέα διεύθυνση...
Μιλούσα με την Α. στο τηλέφωνο το οποίο κρατούσα με μάγουλο και ώμο και σκάλιζα τους δίσκους. Έψαχνα ένα συγκεκριμένο για να ρίξω στο πικάπ εκείνη την ώρα αφού αυτά που θα έπαιζα το βράδυ καμία σχέση δεν είχαν με αυτά που στην πραγματικότητα ήθελα. Έψαχνα ένα δίσκο των Εν Πλω που είχα αγοράσει από το "Βινύλιο" 2μισι χιλιάρικα και δεν ήξερα πως μου είχε σκαλώσει εκείνο το μεσημέρι. Από την άλλη άκρη της γραμμής η Α. γκρίνιαζε "πότε θα σοβαρευτείς, να βρεις μια δουλειά της προκοπής" και "που ακούστηκε στην ηλικία σου να πηγαίνεις να παίζεις μουσική σε μαγαζιά" και άλλα τέτοια γλυκά και σιροπιαστά. Ταυτόχρονα έψαχνα και μια ζώνη να βάλω να μαζέψει κάπως την μπάκα και να μου προσθέσει κι ένα στυλ όσο να 'ναι. Είχα μισανοίξει και το τρίτο συρτάρι -εκεί έχωνα όλη τη σαβούρα -ζώνες, μαγιό, ρούχα που δε φορούσα πλέον και σιχτίριζα τις ώρες που τ' αγόρασα και άλλα τέτοια.

Και... βρίσκω το δίσκο -αρχικά νόμισα πως τον είχα χάσει και είχα ιδρώσει περισσότερο κι από τον Άρη Ρέτσο στους Απέναντι, στο τέλος της σειράς ήταν, πίσω από το "10,000 μέρες από δω" των MOREL, κάνω να τον πιάσω με το αριστερό καθ' ότι αριστερόχειρας και αφήνω το κινητό να πέσει μέσα στο συρτάρι συντροφιά με τη σαβούρα και τα σιροπιαστά λογάκια της Α...
Ο ήχος του ήταν παράξενα υπόκωφος -κοιτάζω και είχε πέσει πάνω στην παλιά στρατιωτική πράσινη βερμούδα που δεν ξαναφόρεσα έπειτα από "Εκείνες τις Μέρες" και είχε χτυπήσει πάνω στο τηλέφωνό του που αναπαυόταν στη δεξιά πλαϊνή τσέπη... και αστραπιαία φιλμ από τα μάτια μου μπροστά.διάφορες σκηνές κιτρινοκόκκινες, ασπρόμαυρες... Τα ανοιγόκλεισα και κούνησα το κεφάλι να καθαρίσει από όλα...

Έχωσα το δίσκο των Εν Πλω στο πικάπ κατευθείαν στο τρίτο τραγούδι της πρώτης πλευράς και τράβηξα το τηλέφωνό του μέσα από την παλιά στρατιωτική πράσινη βερμούδα στο τρίτο συρτάρι.
Δυνάμωσα τον ήχο -χέστηκα κι αν είναι μεσημέρι, σκέφτηκα και πήγα στο παμπάλαιο γραφείο μου που είχα βουτήξει από ένα κατεδαφιστέο σπίτι. Στο τρίτο δεξιά συρτάρι υπήρχαν όλων τον λογιών οι φορτιστές. Βρήκα τον ανάλογο για το τηλέφωνό του, το φόρτισα και ξανάβαλα να παίζει το τρίτο κομμάτι από τον δίσκο των Εν Πλω...

Το άνοιξα μετά από λίγο. Στην πράσινη οθόνη του αναβόσβηνε ένα φακελάκι: message incoming. Το κοίταζα σα χαζός. Κάθισα. Απότομα. Η πολυθρόνα με τις ρόδες κύλισε και παραλίγο να τσακιστώ..
όταν πάτησα το κουμπί για να διαβάσω το μήνυμα ήμουν σίγουρος πως είχα ιδρώσει χειρότερα από τον Άρη Ρέτσο στους Απέναντι.

"Δικαί μου -το "ε" μαι "αι" έτσι το έγραφε πάντα- ήξερα πως θα πάρεις εσύ το τηλέφωνο. Μη ρωτάς γιατί, απλά το ήξερα. Αν ποτέ θελήσεις τίποτα πάρε με σε αυτό το τηλέφωνο. Μόνο να ξέρεις πως υπάρχει διορία. Δεν έχεις κι όλο το χρόνο δικο σου_

και ακολουθούσε το νούμερο... διάβασα το μήνυμα τρεις φορές, μπορεί και περισσότερες, πληκτρολόγησα το νούμερο που μου έδινε στο iPhone μου και μετά βλαστήμησα γιατί ο δίσκος είχε κολλήσει "μετρώντας άδικα χαμένο χρόνο" και μετά πάλι το ίδιο και το ίδιο. Τον ξεκόλλησα κύλησε παρακάτω η βελόνα... "μη φοβάσαι, θα 'ρθω πάλι γερός.." Αρχίδια γερός" μονολόγησα. "Γερός ή γέρος"? Κι άφησα το ερώτημα να αιωρείται παρέα με τους καπνούς από τα στριφτά που ντουμάνιαζαν το σαλόνι. Ασφαλώς και δεν περίμενα απάντηση...

Πήρα το iPhone και πάτησα το πράσινο πλήκτρο...
άχρωμο κουδούνισμα και μια μεταλλική γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής είπε κάτι που δεν κατάλαβα...
»Τι είναι εκεί; ρώτησα κάπως μουδιασμένος.
»Εσείς ποιος είστε... η μεταλλική φωνή σα να είχε αποκτήσει κάποιο χρώμα σκουριάς...
»Μου έδωσαν αυτό το νούμερο και μου 'παν να καλέσω. Είχα αρχίσει να ιδρώνω ξανά...
»Κοιτάξτε, εδώ είναι μπαρ κι αυτό το κινητό υπάρχει αφημένο εδώ ούτε κι εγώ θυμάμαι από πότε. Πίσω του είναι κολλημένη μια ταινία που γράφει: Θα περάσω ξανά. Αν χτυπήσει σηκώστε το"
»Τι κινητό είναι; άκυρη η ερώτησή μου αλλά δε βρήκα κάτι καλύτερο να πω εκείνη τη στιγμή.
»Ένα παμπάλαιο μου απάντησε η μεταλλική φωνή με γεύση σκουριάς από την άλλη άκρη της γραμμής.
»Ξέρετε ήταν παρατημένο πάνω στο τραπέζι μαζί με ένα γερό φιλοδώρημα, συνέχισε... Φεύγοντας είπε πως θα επιστρέψει αλλά να μην το δέσω και κόμπο...
»Καλά 'φχαριστώ κατάφερα να ψελλίσω κι έκλεισα. Γιαυτό δεν το βούτηξε κανένας μουρμούρισα κοιτάζοντας το πικάπ, επειδή -ως συνήθως ήταν παμπάλαιο.

"Μήπως ξέρεις κάνα μέρος που να φοβάμαι λιγότερο;" ούρλιαζε ο Σαδίκης..
Εν Πλω - Φεύγεις




Έριξα λίγο νερό στο κεφάλι μου, άναψα ένα τσιγάρο και βγήκα στο μπαλκόνι.

Πήρα τηλέφωνο και είπα πως απόψε δε θα πήγαινα να παίξω μουσική. -Όλα οκ μου είπαν. Έλα αύριο..- οκ είπα κι έκλεισα -ουδείς αναντικατάστατος σκέφτηκα στη συνέχεια...

"Λυτρωμός θα 'ναι το καλοκαίρι..." συνέχιζε ο Σαδίκης με τη γεμάτη απελπισία φωνή του καθώς η ζέστη έκανε να ιδρώνουν μέχρι και τα μάτια μου...
Έβαλα ένα Havana Club μαύρο -έτσι κι αλλιώς ο δίσκος ακούγεται πιωμένος και σήμερα ήταν η τιμητική του...




Peggy Lee - Johnny Guitar




[:limits]


Σ. Μάλαμας-Μ. Κανά - Λάσπες (Live)




Πρωϊνές σημειώσεις χρεών απέναντι στη μνήμη κολλημένες με μαγνητάκια που είχα εξοικονομήσει από παλιά χαλασμένα ακουστικά-ψείρες στην πόρτα του ψυγείου.
Ανοίγοντας το παράθυρο τις πήρε ο αέρας....

»Καλύτερα έτσι σκέφτηκα βγαίνοντας να ξεπλυθώ στη βροχή. Έβρεχε λάσπη...

Έχωσα τα χέρια βαθειά στις τσέπες, σήκωσα τους γιακάδες του ναυτικού μου επενδύτη και πλατσούρισα μέσα σε αυτές. Τα μάτια της αναδύθηκαν μέσα απ´τις λάσπες κι ο καπνός του τσιγάρου της με τύλιξε σα να βρισκόμουν σε όνειρο. Συνέχισα μέσα στις λάσπες τρεκλίζοντας
και στο βάθος...γραμμές από φώτα. Πολύχρωμα. Και.... Λάσπες στο δρόμο. Και Βροχή. Δεν ξέρω γιατί τρέχω...
»Περίεργο σκέφτηκα. Σα γνωστό μου φαίνεται αυτό το τραγούδι.
Και μετά τα φώτα άστραψαν. Σαν βεγγαλικά. Στο μυαλό μου. Η μνήμη είχε επιστρέψει. Για λίγο. Εικόνες θαμπές σαν την σκόνη χρόνων πάνω σε υγρό τζάμι. Ήμασταν λέει μαζί. Σε κάποια συναυλία. Δίπλα στο ποτάμι αλλά αυτό ήτανε χιλιάδες χρόνια πριν και τότε ήμασταν νέοι. Και ανέμελοι. Και ήτανε καλοκαίρι κι εσύ ήσουνα λαμπερή. Σαν το Αυγουστιάτικο φεγγάρι. "λάσπες στο δρόμο και βροχή"... Ξανά...
...που στο διάβολο κολλάει η βροχή; Οι γραμμές από τα φώτα ήταν ακόμα στο βάθος και η συναυλία πρέπει να υπήρξε χιλιάδες χρόνια πριν. (το είπαμε αυτό;) Και η βροχή;

»Η βροχή είναι μέσα σου. Και οι γραμμές του φωτός έσκασαν σαν κλωτσιά από μουλάρι στο ηλιακό μου πλέγμα. Και μετά ήμουν με τα μούτρα μέσα στις λάσπες. Τις ανακάτευα στα τυφλά ψάχνοντας για ανάσα.

»Ανάσα μέσα από βρώμικα νερά; Δε μου φάνηκε τόσο περίεργο τότε. Δεδομένου πως τον τελευταίο καιρό είχα μνήμη ψαριού γιατί να μην είχα αποκτήσει κι άλλες συνήθειες δικές τους; Όπως τη δυνατότητα να αναπνέω κάτω από το νερό -λέμε τώρα.

Η ανάσα αργούσε. Πνιγόμουν...
»...αρχίδια συνήθειες ψαριού σκέφτηκα μουδιασμένα πριν πέσω ολόκληρος με τα μούτρα μέσα στις λάσπες. Το κρύο βρωμερό μείγμα φάνηκε να με συνεφέρει για μία στιγμή. Στην ελάχιστη αυτή στιγμή διαύγειας, πρόλαβα ν' αναρωτηθώ
»πόσο κρατάει μία στιγμή;
-»όσο πρέπει. Τα φώτα στο βάθος μου απάντησαν ξεδοντιασμένα.
»Μάλλον οι λάμπες θέλουν άλλαγμα σκέφτηκα και μετά
»κι άλλη στιγμή διαύγειας. Προσπαθούσα να θυμηθώ τι συμβαίνει σαν οι στιγμές συναντήσουν η μία την άλλη. Τι γίνεται τότε; Πολλές στιγμές μαζί...
Κάνεις δε φάνηκε πρόθυμος να με πληροφορήσει και το στόμα μου πίκριζε.
Τα φώτα στο βάθος έσβησαν.
Σκοτάδι_

»Να θυμηθώ να αντικαταστήσω τις λάμπες και πριν πέσω με τα μούτρα στις λάσπες
-Φοβάμαι πως όλα αυτά ήταν όνειρο...
-τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας είναι τόσο λεπτά όσο μια τρίχα γυναίκας!

Δεν έμαθα ποτέ ποιοι ήρθαν. Ούτε τι είχε συμβεί...



KORMAC RAINSTORM
WAREIKA RIDERS ON THE STORM

Βότρυς-Ναπολεόν_




...τη χρονιά που τελείωσε το σχολείο ο Κάππας -δυο-τρία χρόνια πριν τελειώσει και η 10ετία του 80 είχε ένα άγχος για το τι θα κάνει στη ζωή του. Καθώς όμως ήταν και λίγο κλάιν μάιν και του στύλ όπως έρθουν τα πράγματα κι ότι είναι να γίνει θα γίνει δεν πολυνοιάστηκε -φυσικά το πλήρωσε μετέπειτα κι από τις ελάχιστες φορές που έτυχε να συναντηθούμε από τοτε -γιατί όπως έχω πει ξανά στο παρελθόν κάποια στιγμή και μετά χάθηκαν τα ίχνη του -κανείς δεν ήξερε ούτε κι έμαθε ούτε τι κάνει ούτε που βρίσκεται.
Από τις ελάχιστες λοιπόν φορές που τύχαινε να συναντηθούμε ο Κάππας πάντα έκλεινε τις συζητήσεις λέγοντας -άσε ρε μαλάκα μεγάλη μαλακία ο τρόπος που ζούμε. μεγαλώνουμε ανάποδα -τι εννοείς τον ρωτούσα πάντα περισσότερο επειδή μου άρεσε ο τρόπος που περιέγραφε τις καταστάσεις και τα πράγματα παρά επειδή δεν ήξερα. ήξερα και πολύ καλά μάλιστα τόσες φορές που τα είχα ακούσει. Άσε που στο τέλος πλάσαρα τα "ρητά" του Κάππα ως δικά μου. έλεγε λοιπόν και χωρίς πολλές πολλές περιστροφές πως μεγαλώνουμε ανάποδα... Δηλαδή ρε μαλάκα και με έσπρωχνε για να πάρω χαμπάρι όταν μεγαλώσουμε έρχεται η γνώση, τα λεφτά τα αμάξια κι ό,τι άλλη μαλακία σκεφτείς και τότε -ξύπνααα μου φώναζε και με έσπρωχνε, ήμαστε γέροι ή κοντεύουμε να γεράσουμε, όρεξη δεν έχουμε μετά από λίγο δε θα μας σηκώνεται κιόλας και να τα χέσω όλα αυτά άμα δεν είμαι νέος.... και συνέχιζε λες και μονολογούσε...ποια κόλαση; εδώ είναι η κόλαση εδώ ρε μαλάκα -γύρναγε πάλι σε μένα και μ' έσπρωχνε για να πάρω χαμπάρι όπως έλεγε μας γαμάνε κάθε μέρα για ένα κομμάτι ψωμί κι εμείς λέμε κι ευχαριστώ...
Όταν τελείωσε λοιπόν το σχολείο -καλοκαίρι είναι έπειτα -δε γαμιέται κιόλας λεφτά έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν είχε από δω κι από κει την έβγαζε και ξημεροβραδιαζότανε στην παραλία και στις σκηνές και το βράδυ στη ντισκοτέκ. Εκεί συναντιόμασταν κιόλας αλλά ο Κάππας τότε το 'χε ρίξει πολύ στο διάβασμα και μόνο για βιβλία μιλούσε και για κάποιους συγγραφείς που ούτε είχα ξανακούσει ποτέ...
Σαν άρχισε ο Σεπτέμβρης από σπόντα και χωρίς να το πολυθέλει ο ίδιος βρέθηκε να δουλεύει γκαρσόνι σε μία από τις δύο καφετέρειες του χωριού. Εκεί έμαθε να ακούει και μουσική καθώς το μαγαζί ήταν ροκάδικο -μόνο κασσέτες έπαιζε και στις χοροεσπερίδες που διοργάνωναν κάθε Σαββατόβραδο οι τάξεις του Λυκείου ερχόταν ένας τύπος Ξανθός-μεγαλύτερος από τον Κάππα και που ήταν ολόκληρη την ημέρα στην καφετέρεια και ο Κάππας απορούσε που έβρισκε τα λεφτά και πήγαιναν μαζί με το αφεντικό-ιδιοκτήτη της καφετέρειας στη ντισκοτέκ εκεί που μου έλεγε ο Κάππας για τους συγγραφείς-άγνωστους σε μένα και τώρα θυμήθηκα πως ένας από αυτούς ήταν και ο Φρόιντ κι έπαιρναν τους δίσκους που είχε αφού το χειμώνα ήταν κλειστή κι ο Ξανθός έπαιζε μουσική. Εκεί έκανε και τα πρώτα του μιξαρίσματα ο Κάππας και μπήκε λίγο πιο βαθιά στο χώρο της μουσικής.
Ένα μεσημέρι λοιπόν -τότε, στη 10ετία του 80 και λίγο πιο μετά οι καφετέρειες έμεναν ανοικτές και τα μεσημέρια -μετά αποφάσισαν πως κονόμησαν και τις έκλειναν το μεσημέρι- σκάει λοιπόν ο Ξανθός -ο Κάππας ήταν μόνος του σε ένα άδειο και τεράστιο μαγαζί, καθισμένος στη μπάρα σαν πελάτης και ως συνήθως κάτι διάβαζε -του 'χε μείνει το κουσούρι από το καλοκαίρι- ο Ξανθός κορόιδεψε λίγο τον Κάππα, αυτός κλάιν μάιν περισσότερο επειδή συμπαθούσε τον Ξανθό και το μυστήριο που κουβαλούσε γύρω του κι απλά του χαμογέλασε...
»-Τι θα μου βάλεις να πιω;» είπε ο Ξανθός. »-Δεν ξέρω, τι θέλεις μεσημεριάτικα καμμιά λεμονάδα; του είπε ο Κάππας. »- Έ όχι και λεμονάδα ξανάπε ο Ξανθός κι ο Κάππας ξαναγύρισε στο βιβλίο του λέγοντας »-Κάτσε λίγο κι όταν αποφασίσεις πες μου
Ο Ξανθός μετακινήθηκε στα δεξιά του και της μπάρας σέρνοντας το χέρι του και λεκιάζοντας με την ιδρωμένη παλάμη το μόλις καθαρισμένο και γυαλισμένο με Οβερλάυ ξύλο της. Ο Κάππας βλαστήμησε από μέσα του, παράτησε το βιβλίο -έτσι κι αλλιώς η ανάγνωση πήγαινε περίπατο άσε που του 'χε κοπεί και η όρεξη και ο ειρμός τώρα πια! Πέρασε πίσω από τη μπάρα και χάζεψε το είδωλό του στους καθρέφτες της. Κλασσικό ντεκόρ-διακόσμηση 10ετίας 80 καθρέφτες σχεδόν παντού και καθρέφτες ανάμεσα στα ράφια που φιλοξενούσαν τα μπουκάλια με τα ποτά. Η μπάρα χωριζόταν ε δύο μέρη. αριστερά όπως την κοίταζε ο Κάππας τα λικέρ, οι βότκες και τα λοιπά ξηρά ποτά και στην άλλη μεριά -τη δεξιά τα ουΐσκια, στο αποπάνω τα κονιάκ και κάποια άδεια και αδιάφανα μπουκάλια που υπήρχαν για διακοσμητικά αλλά και για να γεμίζουν τα άδεια ράφια...
Τις δύο αυτές ραφιέρες της μπάρας με τους καθρέφτες πίσω από κάθε ράφι και που σιχαινόταν κάθε φορά να καθαρίζει επειδή του έπαιρνε πολύ χρόνο αλλά δε μπορούσε και να φανταστεί τα ράφια χωρίς αυτούς, τις χώριζε ένας τεράστιος καθρέφτης που μπροστά του όμως είχε ένα κάγκελο κι έκανε τον Κάππα να νομίζει κάθε φορά που τον καθάριζε πως βρίσκεται στη φυλακή κάποιου κάστρου..και πως θα δραπετέψω... και μπροστά από το κάγκελο που είχε πάνω του ένα σωρό μικρομαλακίες-μπιχλιμπίδια άγνωστης προελεύσεως που ευχαρίστως θα τα έχωνε στον κάδο των σκουπιδιών, ένα τεράστιο διαφημιστικό μπουκάλι από κονιάκ Μεταξά και δίπλα ένα μικρότερο Βότρυς -κονιάκ λούμπα δηλαδή που το χρησιμοποιούσαν να βάζουν όταν ζητούσαν τσάι με κονιάκ.... Με αυτό το απροσδιορίστου ποιότητος κονιάκ λοιπόν, είχε γεμίσει ο Κάππας ένα από τα άδεια-ντεκόρ μπουκάλια που υπήρχαν στη δεξιά μεριά της μπάρας από κονιάκ Ναπολεόν...για να μην είναι άδειο... «Πολύ όμορφο μπουκάλι...» μου έλεγε μερικές φορές που φιλοσοφούσαμε καθισμένοι στη μπάρα...«σα γκομενάκι είναι..»
Ο Ξανθός πλησίασε προς τα κει και το μάτι είχε καρφωθεί στο παραπάνω ντεκόρ μπουκάλι Ναπολεόν.

»-Το Ναπολεόν, Ναπολεόν είναι; όχι ρε πούστη μου τώρα, είπε ο Κάππας -τι του λένε; »-Δεν ξέρω να σου πω την αλήθεια. Εδώ το είχα βρει και γύρισε να πιάσει το πράσινο ματ μπουκάλι. »-Καλά, του είπε ο Ξανθός, βάλε μου λίγο να δοκιμάσω και θα σου πω -ξέρω από κονιάκ. Ο Κάππας του σέρβιρε μια γερή δόση δε ένα σφηνοπότηρο -έτσι κι αλλιώς τσάμπα πάει με τα τσάγια σκέφτηκε...
Ο Ξανθός το μύρισε λες και μύριζε κάποιο πρώτης τάξεως κρασί και μετά ήπιε λίγο, το κράτησε στο στόμα του και μετά το κατάπιε πλατιγιάζοντας τα χείλια του...
Ο Κάππας κοιτούσε αλλού τακτοποιώντας μπουκάλια στα ράφια...
»-Αυτό είναι κονιάκ ρε δικέ μου, του είπε κι όχι οι μαλακίες που πίνουμε άλλες φορές εδώ μέσα....
Βάλε μου ένα κανονικό και πες μου πόσο κάνει...
Ο Κάππας σερβίρισε άλλη μια γενναία δόση κονιάκ Βότρυς από το πράσινο ματ μπουκάλι του Ναπολεόν το πάσαρε λέγοντας »-το σφηνάκι έτσι κι αλλιώς δείγμα ήταν.. »-Πόσο κάνει; ρώτησε ο Ξανθός »-Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω, είπε ο Κάππας το τριάρι -εννοώντας Μεταξά, κάνει 80 δραχμές, το 5άρι έχει 120, τώρα τι να σου πω, δώσε ότι θέλεις -νερό να σου φέρω; »-Πας καλά; του είπε ο Ξανθός δεν πίνεται με νερό το Ναπολεόν. Ο Κάππας μειδίασε ελαφρά κι άρχισε να απομακρύνεται... »-Δεδομένης της μάρκας και της ποιότητος συνέχισε ο Ξανθός 250 δραχμές νομίζω είναι μια χαρά... »-Μια χαρά είναι είναι επανέλαβε σαν ηχώ ο Κάππας κοιτάζοντάς τον να απομακρύνεται κρατώντας το ποτήρι με το Βότρυς-Ναπολεόν και πλησιάζοντας στο τραπεζάκι με το σκάκι διπλά από τον τεράστιο καθρέφτη απέναντι από τη μπάρα. Είχε έρθει κάποιος άλλος και θα έπαιζαν σκάκι μέχρι το σούρουπο....
Το βράδυ, λίγο πριν κλείσει το μαγαζί κι αφού είχε τελειώσει το σκούπισμα ο Κάππας, άδειασε το Βότρυς-Ναπολεόν στο τεράστιο μπουκάλι κονιάκ Μεταξά-λούμπα για τα τσάγια, σκούντηξε το πράσινο άδειο ματ μπουκάλι Ναπολεόν να πέσει στο δάπεδο και να σπάσει, μάζεψε τα γυαλιά, τα πέταξε στον κάδο κλείδωσε κι έφυγε χωρίς να πετάξει τα σκουπίδια, σιγοσφυρίζοντας το Roxanne από τους Police που είχε ακούσει καμμιά 10ριά φορές όλο το απόγιομα.
«κρίμα το μπουκάλι κι ήταν ωραίο...σαν γκομενάκι...» και μετά, χώνοντας τα χέρια βαθειά στις τσέπες και σηκώνοντας τους γιακάδες του ναυτικού του επενδύτη....«you don't have to put on the red light...»
έκοψε τον ανήφορο για το σπίτι του....