[:hot sun on september]
Ήμασταν λέει μαζί, κάπου στη θάλασσα και περπατούσαμε ενώ τα παπούτσια μας χωνόντουσαν βαθιά μέσα στην άμμο λες και η άμμος δε μπορούσε να βαστάξει το βάρος μας. Περπατούσαμε χωρίς να μιλάμε -εγώ με τα χέρια στις τσέπες, ξέρεις, και με το κεφάλι χωμένο μέσα στους ώμους μόνο που αυτή τη φορά δεν είχα γιακάδες να σηκώσω. Εσένα δε σε έβλεπα καθότι ερχόσουν λίγο πιο πίσω ή εγώ απλά είχα προπορευτεί αλλά υπέθετα πως θα 'χες κι εσύ τα χέρια στις τσέπες του παλιού σου τζην και πως θα περπατούσες κοιτώντας την άμμου που θα κλώτσαγες σα να έφταιγε αυτή για όλα..
Η θάλασσα ξέβρασε ένα τσαλακωμένο κουτάκι από σπράιτ... Το θυμήθηκα -το είχα ρίξει μέσα της σε κάποια προηγούμενη βόλτα αλλά αυτή ήταν χιλιάδες χρόνια πριν -λογικά, αποκλείεται να ήταν αυτό...
Περπατήσαμε κι άλλο και βρεθήκαμε σε ένα σχολείο. Σαν αυτό που πήγαινα μικρός αλλά, ξέρεις, δεν ήταν... Είχε κάγκελα! Πολλά... "σα φυλακή είναι" αυτό μάλλον το σκέφτηκα παρά το ξεφώνισα Σε άκουγα να σέρνεις τα παπούτσια σου στα χαλίκια σα να τίναζες την άμμο από μέσα τους κι έτσι σιγουρεύτηκα πως ήσουν κοντά μου -δε γύρισα να κοιτάξω...
Σκοτάδι. Στο σχολείο. Εκτός από όλα αυτά που βρίσκονταν πίσω από τα κάγκελα. Αυτά, είχαν ένα φως ζωντανό. Σαν τον φθινοπωριάτικο ήλιο τα μεσημέρια του Σεπτέμβρη.
Κάποια φώτα σα να φωτίζονταν οι αίθουσες και στους πίνακες γραμμένα ένα σωρό που μου φαίνονταν άγνωστα... Το φως ερχόταν από τα παράθυρα, από μακριά... Συνέχισα να μπαινοβγαίνω στις παλιές αίθουσες κι όλο και κάποιος με περίμενε εκεί, μη έχοντας όμως να μου πει και κάτι σημαντικό...
Εσύ περίμενες υπομονετικά -έτσι ήθελα να πιστεύω τουλάχιστον- να τελειώσω αυτό που έκανα και να πάμε για καφέ! Κάποια στιγμή σε είδα ανάμεσα από τα σπασμένα τζάμια κάποιου παραθύρου. Ακουμπισμένη με τον δεξιό σου ώμο στον τοίχο δίπλα από την εξώπορτα και κάπνιζες ένα στριφτό χωρίς να κοιτάζεις κάπου. με το άλλο χέρι έπαιζες με κάποιο κορδόνι από το φούτερ σου...
Κάποια στιγμή λέει, τελείωσα την περιπλάνηση και βγήκα από το σχολείο και αποφασίσαμε να πάμε για καφέ. Μια κουβέντα είναι το "αποφασίσαμε" γιατί δεν μιλούσαμε, μάλλον σκεφτόμασταν αλλά τώρα δε θυμάμαι τι...
Λίγο πιο κει από την πόρτα του σχολείου υπήρχε ένα λιμάνι, η αποβάθρα του όμως ήταν τόσο ψηλή που η θάλασσα -αυτή που λέγαμε νωρίτερα και περπατούσαμε κατά μήκος της για να έρθουμε εδώ- δε φαινόταν, ούτε και μπορούσες να την ακούσεις. Απλά γνωρίζαμε πως εκεί υπήρχε ένα λιμάνι...
Εκεί υπήρχε κι ένα καράβι, παλιό, ξύλινο σαν πειρατικό -παλιά, μπορεί και να ήταν αλλά τώρα ούτε κουνιόταν, ούτε ταξίδευε, δούλευε σαν καφετέρεια.
"Εδώ θα πάμε για καφέ" μου είπες και με τράβηξες από το μανίκι. Δε μίλησα, τράβηξα το χέρι μου και το ξανάχωσα στην τσέπη -δεν υπήρχε τίποτα να πιάσω εκεί μέσα.
Σε έβλεπα ήρεμη κι ανέκφραστη καθώς ένα κόκκινο φως πλανιόταν στη ατμόσφαιρα κι ο διάδρομος ήταν στενός κι αναγκαζόμασταν να πηγαίνουμε μία ο ένας και μία ο άλλος μπροστά.
"Γιατί να μην πηγαίνει συνέχεια ο ένας;" με θυμάμαι να αναρωτιέμαι καθώς ανεβοκατεβαίναμε σκάλες και περνούσαμε από δωματιάκια-καμπίνες με τραπέζια για καφέ...
Πρότεινες να καθίσουμε σε μερικά αλλά δεν ήθελα. ήταν κι αυτός ο γαμημένος ο κόμπος λίγο κάτω από το στήθος, εκεί στο ηλιακό πλέγμα που έσφιγγε από τη στιγμή που είχαμε φτάσει σε κείνο το μέρος...
Περπατώντας λέει, βγήκαμε στο κατάστρωμα και ψάχναμε που θα καθίσουμε όταν άρχισε να ψιλοβρέχει. Θυμάμαι να περιπλανιόμαστε στο χώρο και η βροχή έπαιρνε να δυναμώνει κι εμείς να μουσκεύουμε. Κατεβαίνοντας μερικά σκαλοπάτια είδαμε την αρχή μια σκάλας που κατέβαινε και τραβήξαμε κατά κει. λίγα σκαλοπάτια και μια αερογέφυρα που θα μας έβγαζε σε κάποιο άλλο καφέ αν αποφασίζαμε να τη διασχίσουμε. Κι από κάτω, η θάλασσα με τα κύματα αγριεμένα να σκάνε στα βράχια και να αφρίζουν από το κακό τους αλλά ούτε κι αυτή τη φορά μπορούσαμε να την ακούσουμε..
"Έλα, πάμε..." μου είπες και με ξανατράβηξες από το μανίκι. Ξανατράβηξα εκνευρισμένος το χέρι μου, βρίζοντας από μέσα μου. Διασχίσαμε τη γέφυρα και συνέχιζε να βρέχει Ένοιωθα το νερό να κυλάει στην πλάτη μου, κάτω από το σβέρκο μου κι ασυναίσθητα, σκέφτηκα λέει, το "χωρίς οικογένεια" του Μαλό!!
Φτάσαμε απέναντι και το μέρος ήταν περισσότερο άθλιο από το προηγούμενο και μια μουσική ακόμα πιο άθλια που δε μπορούσα να καταλάβω από που ερχόταν...
"...κι από μακριά φαινόταν ωραίο" η φωνή σου με φέρνει στην πραγματικότητα -του ονείρου, έτσι;- "Νο κόφη τουνταίυ" συνέχισες στα αγγλικά..
Είχαμε μείνει έτσι και βρεχόμασταν με τα χέρια και οι δύο στις τσέπες και το κεφάλι χωμένο μέσα στους ώμους, τα μαλλιά κολλημένα στο κούτελο και στα μάγουλα και χαμογελούσαμε ο ένας στον άλλο.
Θυμάμαι να σου λέω πως κρύωνα κι εσύ να απαντάς: "παράξενο, γιατί δεν κάνει καθόλου κρύο". "Μπα, μάλλον εσύ καις" έκανα εγώ... Γέλασες, έκανες να με πάρεις μια αγκαλιά λέγοντας "έλα, πάμε σπίτι" καθώς αναρωτιόμουν σε τίνος το σπίτι τη στιγμή που ξέφευγα από τη λαβή αγκαλιά σου...
Φυσικά και ποτέ δεν πήρα απάντηση... Περπατήσαμε μουσκεμένοι, χωρίς να μιλάμε γνωρίζοντας πως μόλις στρίβαμε στην παρακάτω γωνία θα βρισκόμασταν λέει, στο κέντρο της πόλης όπου εκεί όλα θα άλλαζαν -λες και θα περνούσαμε σε κάποιο διαφορετικό επίπεδο της ύπαρξης...
Συνεχίσαμε να περπατάμε, χωρίς να μιλάμε και κοιτώντας για άλλη μια φορά τα παπούτσια μας με τα χέρια στις τσέπες χωμένα και το κεφάλι μέσα στους ώμους.
Και μουσκεμένοι μέχρι το κόκαλο.
Και η γωνία ήταν ακόμα πολύ μακριά...
John Lee Hooker - I Wanna' Ramble
Oddisee - Chocolate City Dreaming
Thievery Corporation - El Pueblo Unido (Jeremy Sole feat. Quantic Remix)
δήμος μούτσης - το όνειρο