—φεύγω, είπα. πάω νά βρώ τόν Ντάννυ.
Υπήρχε κάτι πού δέ μέ άφηνε νά ησυχάσω.
Άν ο Ντάννυ ήταν νεκρός,
πράγμα πιθανότερο, δεν είχε καί μεγάλη σημασία.
Αλλά άν ήταν πληγωμένος;
Άν ήταν πεσμένος κάπου εκεί έξω αργοπεθαίνοντας;
Ρίχνοντας τή σέλα στο άλογό μου, έφυγα μέ τόν ήλιο
ακόμα ψηλά στόν ουρανό. Νότια καί ανατολικά ήταν
η γή τών Καϊόβα καί τών Κομάντσι καί εδώ μία από
τίς πιό επικίνδυνες πςριοχές τής χώρας. Ακόμα καί τα
καραβάνια μέ τίς προμήθεις από τά γύρω ράντσα τή
διέσχιζαν μόνο μέ βαριά οπλισμένη συνοδεία.
Καί σ' αυτή τήν περιοχή ταξίδευα τώρα εγώ...
μόνος.
☂
Ο Φουέντες είχε απομακρυνθεί μέ κάποιες Μεξικάνες
πού γνώριζε, καί ο Μπέν Ρόπερ έπινε μέ φίλους.
Στεκόμουν λοιπόν μόνος νά παρακολουθώ τό πλήθος.
Μερικοί πάντως κοίταζαν εμένα μέ περιέργεια.
Στό κάτω - κάτω ήμουν ξένος.
Τό κουστούμι μου ήταν ραφτό, καί οί περισσότεροι άντρες
γύρω μου ήταν πιό άσχημοι από μένα. Είχα μιά αδυναμία,
πού τήν πήρα από τόν πατέρα μου καί τόν αδερφό μου,
τόν Βαρνάβα, γιά τά καλά καί ακριβά πράγματα στή ζωή,
κι έτσι υποχωρούσα στήν αδυναμία μου όταν μού τό
επέτρεπαν τά οικονομικά μου. Φυσικά ακόμα καί το γεγονός
ότι ήμουν ξένος σέ μιά τέτοια γιορτή ήταν αρκετό γιά νά
τραβάει τήν προσοχή.
☂
παρακολουθώ. Η Τσάινα Μπέν καί η Άν Τίμπερλη
χόρευαν καί οί δύο υπέροχα, αλλά όταν αποφάσισα
νά μπώ στόν χορό στό τρίτο τραγούδι ζήτησα τήν
Μπάρμπι Άνν. Χόρευε αρκετά καλά, παρόλο πού η
προσοχή της ήταν στραμμένη αλλού. Έστρεφε συνεχώς
τό κεφάλι της καί κοίταζε γύρω της, περιμένοντας
προφανώς τήν είσοδο τού Ρότζερ Μπάλτς.
☂
0 σχόλια [ποστ γιουαρ]:
Post a Comment