Ο ΧΩΜΦΡΕΫ ΜΠΟΓΚΑΡΤ ΣΤΑΘΗΚΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
κι άρχισε να ξετυλίγει προσεχτικά τις γάζες απ' το
πρόσωπό του. Εδώ και μια βδομάδα όλοι οι μπάτσοι της
Δυτικής Ακτής έτρεχαν πίσω του κι αυτός για να τους ξεφυγει
έριξε μια πλαστική εγχείριση και άλλαξε τα χαρακτηριστικά του.
Δίπλα στα πόδια του κρεβατιού, μέσα στο θλιβερό δωμάτιο
του μοτέλ «Χοντρή Μάρθα», είχε σχηματιστεί ένα μικρό βουναλάκι
από επιδέσμους και χοντρές έμπυες γάζες... Ο Μπόγκαρτ
αποτελείωσε το δέσιμο της γραβάτας του, έριξε μια ματιά στον
καθρέφτη και δείχνοντας μάλλον ικανοποιημένος απ' το
καινουριο είδωλό του, χώθηκε σιγοσφυρίζοντας στο μπάνιο.
Οι δυο μικροί ανεμιστήρες του Ροζικλαίρ, ενός βρομερού
κινηματογράφου στην αρχή του εμπορικού κέντρου της Αθήνας,
αγωνίζονταν ν' ανακατέψουν τον πηχτό αέρα της σκοτεινής
αίθουσας. Αν αυτή η εναλλασσόμενη ηλεκτρική αξιοπρέπεια των
220 βόλτ, που τους συντηρούσε βασανιστηκά, τους το επέτρεπε,
θα 'χαν από καιρό σωπάσει, τυλιγμένοι σ΄αυτή τη γλιτσιασμένη
πούδρα που βουτύρωνε όλη την άιθουσα και τα καθίσματα -
στρώματα δηλαδή από ιδρώτα, φλόκια, τσιγαρίλα και φρέσκο
καυσαέριο, δεμένα όλα μαζί από σταγόνες πρόστυχο άρωμα, ένα
ξέπλυμα που φλιτάριζε με την τρόμπα η κουτσή ταξιθέτρια
και που θύμιζε γιασεμί, θάνατο και Λίζαμπεθ Σκοτ.
Στο μεταξύ και μέχρι να τους συμβεί κάτι συνταρακτικό,
καρφωμένα στις δύο άκρες της αίθουσας, τα δύο μαυριδερά
μηχανάκια γερνούσαν μέσα στη μάκα τουςμ παρέα με τον
Μάσιγκαν Κέλυ, τον Μπέιμπυ-Φέης Νέλσον, τον Πρίττυ-Μπόυ
Φλόυντ και τον μεγάλο Φου Μαντσού, και με την οδυνηρή
βεβαιότητα πως το μάρτυριό τους δε θα 'χε σταματημό, μια και
κανένας από τους σνόμπ κλιματιστές των αριστοκρατικών
σινεμά της οδού Σταδίου, με τις εξωτικές προδιαγραφές και τα
τροπικά ονόματα, δε θ' άντεχε πάνω από δυο μέρες στο φλόμωμα
του Ροζικλαίρ.
Ο Μπόγκαρτ σφήνωσε ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δόντια του
το άναψε, τσάκισε το σπίρτο, χαμογέλασε μετά στην κοπέλα με
τις μπλε γαρδένιες και προχώρησε με αργά βήματα προς το
εσωτερικό του μπαρ.
Την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα της αίθουσας κι ο θόρυβος
της βροχής όρμησε μέσα, παρέα μ' έναν άντρα που κουτρουβάλησε
στο σκοτεινό διάδρομο, αφήνοντας πίσω του μια μυρωδιά
από βρεμένο ρούχο, μέχρι που πήγε στα τυφλά και τσακίστηκε
πάνω στα καθίσματα.
Ο Μπόγκαρτ έριξε μια γουλιά μπέρμπον μες στο στομάχι του
είπε στον άνθρωπο που καθόταν πίσω από το μπαρ πως έχει
πιεί και καλύτερο πετρέλαιο από αυτό που του πασάρισε και
μετά γύρισε και κοίταξε σκεφτικός την πλατεία...Με τ' ακροδάχτυλά
του έπιασε να τρίβει το λοβό του δεξιού του αυτιού, σημάδι
πως σκεφτόταν.
Η πόρτα του καμπινέ μισάνοιξε, μια γλώσσα κιτρινωπό φως
μαζί με μια ριπή υγρασίας κατεβασμένη από κάποιο φωταγωγό
μπουκάρισε στην αίθουσα φορτωμένη σκουπιδίλα και κάτουρο,
αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Τότε ήταν που ο Μπόγκυ τίναξε
τη γροθιά του και τη βίδωσε στα μούτρα ενός σκληρού, που
'μοιαζε με κουστουμαρισμένη ντουλάπα. τη στιγμή που αυτός
τιναζόταν προς τα πίσω καιγια να γίνει και ο σχετικός φραμπαλάς,
εμφανίστηκε και μια γκαρσόνα σπρώχνοντας ένα μικρό τρόλεϊ
φίσκα στις φλαμπαρισμένες κρέπες, τα σουφλέ σοκολάτα και
άλλα τέτοια σκατά. Ο τύπος έπεσε πάνω του θεαματικά, το τσάκισε,
γλίστρισε, πασαλείφτηκε στις φαντασμαγορικές σάλτσες κι
όταν με τα πολλά κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, ο Μπόγκαρτ
τον έπιασε απ' τα πέτα, τον τράβηξε κοντά του κι άρχισε
να του μιλάει με κείνο τον ιδιαίτερο, ρινόφωνο και φιδίσιο
τρόπο, που τον έκανε να συρίζει στα συριστικά και να δαγκώνει
τα δόντια του στα οδοντόφωνα, λες και με κόπο κρατιότανε να
μην τα φτύσει στα μούτρα του αντικρινού του. Σίγουρα ο Μπόγκυ
έπασχε από νεύρωση της οδοντοστοιχίας κι αυτό το 'χε γυρίσει
σε στυλάκι.
-Μπασκίνας δεξιά, ούρλιαξα και χώθηκα στο κάθισμα, καθώς
μετην άκρη του ματιού μου έπιασα μια κοντόχοντρη σιλουέτα
να γλιστράει ύπουλα στο διάδρομο, τυλιγμένη στο γνωστό μπλε
μπάτσικο αδιάβροχο που γυάλιζε απ΄τη βροχή.
Κάτι πιτσιρικάδες, δυο σειρές μπροστά μου, πέσαν στα τέσσερα
και πνίξαν τα τσιγάρα τους. Ο μπάτσος, γιατί τέτοιος ήταν
τελικά, έψαχνε να βρει από που ήρθε η ειδοποίηση, μέχρι που
μια ψευτοαδελφούλα τον ξεφώνισε απ' τα πίσω καθίσματα -«Αχ,
κυρ αστυνόμε...»-κι αμέσως ακολούθησε μια άγρια κουρσάρικη
φωνή απ' το μεσαίο κατάρτι του Ροζικλαίρ:
-Όταν κλάνεις, σβήνει η λάμπα ρε μαλάκα;
Ο μπάτσος μυρίστηκε ότι είχαν πέσει άγριοι στην πρωϊνή,
κατέβηκε το διάδρομο κι έκανε πως πάει για κατούρημα. Μετά από
λίγο ανέβηκε σέρνοντας από το μπράτσο μια πουτάνα που
ξετρύπωσε απ' τις πρώτες σειρές, όπου την είχε στείσει και δεχότανε.
Είχε μπει στην αίθουσα το πρωί, λίγα λεπτά πριν αρχίσει το
έργο. Η΄μαστε δέκα άτομα όλοι κι όλοι, χαμούρηδες και με την
τσίμπλα στο και κανένας μας δεν έκανε τέτοια ώρα κέφι
για κράξιμο και έτσι ιστορία. Στάθηκε στην άκρη του διαδρόμου
στάζοντας νερά, έβγαλε από το κεφάλι της μια πλαστική διάφανη
σακούλα, την τίναξε από τις στάλες της βροχής, τη δίπλωσε
με επιμέλεια και πήγε σκυφτή και άραξε στα μπροστινά
καθίσματα. Ήταν τριαντάρα, σπασμένη και ντυμένη μαθήτρια, με
μπλε ποδιά κι άσπρο γιακαδάκι. Φορούσε και σοσόνια με
ξεχειλωμένα λάστιχα, που 'πεφταν πάνω στα παπούτσια της -
κάτι ψηλοτάκουνα ξώφτερνα πέδιλα, πράσινο παπαγαλί χρώμα.
Μέχρι την ώρα που τη μάζεψε ο μπάτσος, ζήτημα είναι αν
πρόλαβε να ξεφλοκιάσει τέσσερις, πέντε από κει μέσα.
Ο διπλανός μου, ένας τύπος με φάτσα που 'φερνε σε προπολεμικό
φιατάκι και που συνέχεια πάλευε με τα κρεατάκια της
μύτης του, διπλώθηκε ξαφνικά στα δύο κι έκανε σα να πνιγόταν.
Για την ακρίβεια, βρισκόταν σε μια φάση όπου απ' τη μία
προσπαθούσε να αναπνέυσει κι από την άλλη να καθαρίσει το
λαιμό του, πρα΄γμα που τον δυσκόλευε λιγάκι. Τελικά το κατάφερε
και σκύβοντας περισσότερο ξέρασε ένα κομπολόι ροχάλες,
που βρόντηξαν χάμω.
-σιγά ρε κοκίτη μας πιτσίλισες... μουρμούρισε ο μπροστινός
του και γύρισε και τον μέτρησε μες στο σκοτάδι με γυαλιστερά
μάτια.
Ο άλλος δεν του απάντησε, έβγαλε μόνο ένα βαθυ αναστεναγμό
και ξάπλωσε αποκαμωμένος στην καρέκλα του.
Μετακινήθηκα δυο θέσεις παραδίπλα, χώθηκα στο κάθισμα κι
αφού κάπως βολεύτηκα, έβαλα ανάμεσα στο κεφάλι μου και
στο γλιτσιασμένο ύφασμα της πλάτης την πρωϊνή μου εφημερίδα,
γιατί από ψείρες εκεί μέσα, άλλο τίποτα.
Η ταινία τράβαγε προς το τέλος. Ο Μπόγκαρτ κάτι εξηγούσε
σε μια κυρία - που είχε, φαίνεται, προσωπικά με το μαρτίνι
της, γιατί καθώς τον άκουγε, το χτύπαγε με μια γκρίζα ελιά
καρφωμένη στην άκρη μιας οδοντογλυφίδας.
Στο μεταξύ η βροχή είχε φέρει πελατεία-καμια τριανταριά
μουσκεμένους, που η ζέστη απ' τα χνώτα τούς στέγνωνε τα ρούχα
και τα 'κανε ν΄αχνίζουν πάνω τους.
Ανακάθισα και χτύπησα ελαφρά το 'να παπούτσι μου με τ'
άλλο, για να πέσει το σβολιασμένο πριονίδι που 'χα κουβαλίσει
στις βρεμένες σόλες μου από την είσοδο μέχρι το κάθισμά μου.
Όλη αυτή η κίνηση δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά μια προετοιμασία
για ν' αντιμετωπίσω δυναμικά την επίθεση μιας γενικής
δυσφορίας που με περιτριγύριζε αρκετή ώρα τώρα. Μέσα σ' ελάχιστα
δευτερόλεπτα κατόρθωσα να την εντοπίσω: περιοριζόταν στο
κέντρο του στήθους μου κι εκδηλωνόταν με μια σειρά μικρά κι
εκνευριστικά τσιμπήματα. Στο μεσόστερνό μου υπήρχε ένα
μόνιμο πια έκζεμα, από άγριο δέρμα στο μέγεθος παλάμης, που
δεν ανεχόταν ούτε καθαρό νερό νερό απάνω του. Τράβηξα λίγο το
ιδρωμένο πουκάμισο και το ξεκόλλησα απ' το τρίγωνο. Τα
τσιμπήματα σταμάτησαν αμέσως. Ήμουνα όμως μουσκεμένος
στον ιδρώτα κι η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και γεμάτη
υγρασία. Σίγουρα ήθελα να φύγω από δω μέσα, αλλά αυτό δεν
μπορούσε να γίνει πριν τελειώσει και η προβολή της δεύτερης
ταινίας. Για την ακρίβεια μάλιστα, δεν έπρεπε να μετακινηθώ
καθόλου απ' τη δέκατη τέταρτη σειρά, όπου και άραζα κι αυτό
γιατί υποτίθεται πως σ' αυτή τη σειρά θα με συναντούσε κάποιος,
άγνωστος σε μένα, για να μου δώσει έντυπο υλικό. Να το
κάνω τι δεν ήξερα, αλλά θα μου 'λεγε.
Ήταν μια ηλίθια ιστορία που δημιούργησε ο αδερφός μου και
που μ' έμπλεξε δίχως να με ρωτήσει.
Πριν φύγει για τη Γαλλία και για να ξεπεράσουμε τη λογοκρισία
που γινόταν από τη στρατιωτική Χούντα στις επιστολές του
εξωτρικού, κανονίσαμε να γράφουμε τα μυστικά μας, χρησιμοποιώντας
κάθε τρίτη λέξη σε κάθε τρίτη σειρά του γράμματος.
Ενθουσιασμένος ο δικός μου απ' την πρώτη κιόλας μέρα που
πάτησε το πόδι του στο Παρίσι άρχισε να εφευρίσκει μυστικά
και διάφορες συνταρακτικές πληροφορίες του κώλου, μόνο και
μόνο για να μπορεί να χρησιμοποιεί τον κώδικά μας.
Στην αρχή τον ανέχτηκα, γιατί καταλάβαινα πως κάπως έτσι
ξεφόρτωνε λίγο τη συνείδησή του απ' τις ταξικές ενοχές της,
όπως έλεγε και ο Κούλης ο Κοκόνιεφ. Μετά όμως από τα γεγονότα
του Μάη ξεσπάθωσε, παράτησε τις σπουδές του, οργανώθηκε
στους τσεγκουεβαρικούς κι άρχισε να με βομβαρδίζει με
δεκαπεντασέλιδες επιστολές, όπου οι κωδικοποιημένες μαλακίες
του ρίχνανε Ντακότα.
Πριν από λίγες μέρες μου 'στειλε ένα γράμμα και μου σφύριξε
το σημερινό ραντευού. Είχε φροντίσει να στριμώξει τις
ημερομηνίες ώστε το γράμμα του να φτάσει σε τέτοια στιγμή,
που να μην έχω πια τα περιθώρια να το ακυρώσω. Το μόνο
ενθαρρυντικό σ' αυτή την υπόθεση ήταν το ότι όρισε τόπο της
συνάντησης το Ροζικλαίρ. σημάδι πως παρ' όλη την οργανωμένη
πολιτικοποίησή του, αυτός ο μαρξιστής της τσέπης διατηρούσε ακόμα
κάτι απ'το χιούμορ της παλιάς γειτονιάς μας.
Έτσι καρφώθηκα στην πρωϊνή του Ροζικλαίρ γι' αυτόν τον
άγνωστο που θα μου 'ρχόταν κουβαλώντας παραμάσχαα ένα
μάτσο παράνομο χαρτοπόλεμο -να τον κάνω τι δεν ήξερα,
αλλά θα μου έλεγε.
Χώθηκα μες την πολυθρόνα μουκαι σκέφτηκα πως, όταν
ξεμπερδέψω απ' αυτήν την υπόθεση, δε θα 'ταν κι άσκημα να
'παιρνα τον υπόγειο και να πήγαινα μέχρι την Κηφισιά. κάπου
δεκαπέντε χιλιόμετρα από δω, για ένα ζεστό γαλλικό καφέ.
Υπάρχουν εκεί κανά δυο μικρά καφέ, που παραμονές Χριστουγέννων στολίζονται με χρωματιστά κινέζικα φαναράκια και
γιρλάντες από ασημένιες και μπλε-σαξ μπούλες. Έχουνε βέβαια
ένα ψευτορουστίκ ντεκόρ που σου ανακατεύει τ' άντερα καθώς
και τον αναπόφευκτο χριστουγεννιάτικο Σινάτρα στο στέρεο,
αλλά νωρίς τα βρίσκεις πάντα έρημα κι όμορφα μες στη βροχή,
τριγυρισμένα όπως είναι από γυμνόφυλλές λεύκες και φιδωτά παρτέρια που βγάζουν σε μισοκρυμμένες πέργκολες... Σίγουρα δεν ήταν ο καφές που χρειαζόμουνα, όσο τούτο το
φασματικό βύθισμα μέσα στη σατινέ μελαγχολία των Χριστουγέννων, την κατασκευή από βάρβαρο πλαστικό και χρυσαφί
Δανέζικο χαρτόνι.
Έκανα γρήγορα ένα τσεκάπ, πρώτα στην τσέπη μου... Βρήκα
ένα χαρτονόμισμα των πενήντα και τριάντα δραχμές σε ψιλά: εισιτήριο με το τρένο πήγαιν' έλα, καφές και τσιγάρα. Κάτι
παραπάνω από τέλειος. Απ' την άλλη, το χτύπημα στο έλκος μου
είχε μαλακώσει κι όσο πήγαινε εξασθένιζε. Σε λίγο θα μπορούσα να καπνίσω κιόλας. Μια θολούρα όμως που βάραινε τα μάτια
μου, αποδείχτηκε ότι δεν την χρωστούσα στην τσουχτερή τσιγαρίλα της αίθουσας, αλλά μάλλον σ' έναν απαλό πόνο που στεφάνωνε γλυκά το μέτωπό μου, από το 'να μηνίγγι στ' άλλο,
κάπου στο ύψος των φρυδιών. Διέγνωσα επερχόμενο κρυολόγημα,
κάτι που μπορούσα εύκολα ν' αντιμετωπίσω παίρνοντας
μια νοβαλζίνη-κινίνη από το πρώτο φαρμακείο. Στην ίδια αιτία
καταχώρισα μια ατονία των άκρων, που τη διαδεχόταν ένας
εκνευρισμός στις κλειδώσεις κι ένα άτσαλο πετάρισμα στο στομάχι,
αν και βασικά υποψιαζόμουνα ότι ήμουν ακόμα αιχμάλωτος
μιας κατάστασης που εγώ ονομάζω σύνδρομο του απολυτήριου
στρατού και που οι ημερήσιες εκδηλώσεις του πλουτίζονταν το
βράδυ από μια σειρά στρατιωτικούς εφιάλτες - που όλοι
κόβονταν απότομα απ' τα ουρλιαχτά μου, τη στιγμή ακριβώς που
το γερμανικό τάνκς έλιωνε το χέρι του Τζακ Πάλλανς.
Οι φωτεινοί δείχτες του ρολογιού μου, μάρκας Sultana - 21
ρουμπίνια, έδειχναν δώδεκα παρά δέκα το μεσημέρι. Ο Μπόγκαρτ
εξέφρασε την επιθυμία, μόλις ξεμπερδέψει με τους μπάτσους,
να συναντηθεί με την κυρία του στην Πάιτα, ένα νησάκι
έξω απ' τις ακτές του Περού˙ κι αυτή του έγνεψε συγκινημένη.
Τότε κι αυ΄τος αποχαιρέτισε την ωραία γυναίκα που τόσο πολύ
αγάπησε και γύρισε την πλάτη του, για να βαδίσει το μοναχικό
του δρόμο, κυνηγημένος απ' όλους τους μπάτσους της Δυτικής
Ακτής, καθώς η μουσική έμπαινε στην αποθέωση του φινάλε
και το κοινό αργασάλευε στα καθίσματά του.
Η δεύτερη ταινία ήταν μια πολεική με τον Ώντυ Μόρφυ και
την είχα χτυπήσει στο Μοντιάλ την περασμένη βδομάδα.
Κουκουλώθηκα λοιπόν με τη ναυτική πατατούκα μου κι έγειρα στο
πλάι, αποφασισμένος να πάρω έναν υπνάκο μέχρι τις τρεις
τέσσερις. Πράγμα περίεργο αλλά στα σινεμά μέσα δεν είχα ποτέ
εφιάλτες.
Την περασμένη βδομάδα κοιμήθηκα δυο μεσημέρια στο
Μοντιάλ παρέα με τη βραχνή φωνή της Άιντα Λουμπίνο, κι έχω ακόμα στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά της αίθουσας που 'μοιαζε με σάπια βελούδινη κουρτίνα. Στο Αθηναϊκό δεν τα κατάφερα-
έχει πάντα πολλή βαβούρα εκεί μέσα. Μέχρι και καφάσι
με λαχανικά ρίξανε οι πούστηδες απ' τον εξώστη. Απ' την Αλάσκα επίσης δεν έχω παράπονο. μόνο που κοιμήθηκα και δεν κατάφερα να δω το τέλος του Λαβ Μι ορ Λιβ Μι. Σήμερα είναι η τρίτη φορά μες στη βδομάδα που την πέφτω στο Ροζικλαίρ. Για τα Χριστούγεννα το βράδυ δεν έχω τίποτα να κάνω. Ίσως τη βγάλω εδώ μέσα. Στη βραδινή προβολή θα γεννηθεί ο Χριστός και μεις θα παίζουμε τα βόδια και θα τον ζεσταίνουμε με τα χνώτα μας... Για σκέψου... «Ο Χριστός γεννήθηκε στο Ροζικλαίρ». Να μια ωραία κοτσάνα γι' αποθήκευση. Έχω ένα
στοκ από τέτοιες-που οπωσδήποτε χρειάζονται ανανέωση. Τούτο
το τελευταίο φαίνεται κατάλληλο για καμιά τριαντάρα υπαρξίστρια, απ' αυτές τις μισότριβες με τα τσιτωτά μαύρα πουλόβερ, που σκάσαν μούρη στο τέλος της δεκαετίας του '50. Αν μάλιστα
το σερβίρω με λίγο Ζωρζ Μπρασσαίνς ή Μουλουτζί στο φόντο,
βγάζω Πρωτοχρονιά κι ίσως και τ' Αϊ-Γιαννιού μες στα μπούτια
της. Παραπέρα δε γίνεται γιατί στα τέλη του Φλεβάρη μ' Αρχές
Μάρτη σκοπεύω να ερωτευτώ.
Η μάχη είχε αρχίσει για τα καλά κι ο Ώντρυ προσπαθούσε μ' ένα
φλογοβόλο να πετάξει τους Γερμανούς έξω απ' το φυλάκιό
τους. Και μια και σ' όλες τις ταινίες οι Γερμανοί μαλάκες και τ'
αμερικανάκια τζίνια, στο τέλος θα τα κατάφερνε.
Τράβηξα την πατατούκα πάνω μου κι έκλεισα όλες τις χαραμάδες
γύρω γύρω, κάπου μακριά απ' αυτόν που με περίμενε να
τον φροντίσω, υπομονετικά ξαπλωμένος πάνω στα κρύα πλακάκια
του μπάνιου μας. Με περίμενε να μαζέψω από κάτω τα
σκόρπια χαπάκια της τρινιτρίνης του και το πιεσόμετρό του,
ύστερα να τον πλύνω από τους εμετούς και τέλος να του βάλω
κάτι καθαρό επάνω του.
Τυλίχτηκα καλά μέσα στην πατατούκα μουκαι καθώς έπεφτα
σ' ένα βαθύ ύπνο, στη δέκατη τέταρτη ακριβώς σειρά της
αίθουσας, πρόλαβα να ψελλίσω στο μυαλό μου, που κατρακυλούσε
σε κάτι μαύρα, βελούδινα σκαλοπάτια, πως αν ποτέ έχω
κοριτσάκι, θα του δώσω τ' ωραιότερο όνομα που υπάρχει
στον κόσμο. Θα το λένε Ρόζι-Κλαιρ.
Νίκος Νικολαΐδης
Γουρούνια Στον Άνεμο-Κεφ 1
Τρίτη Έκδοση
Εκδόσεις Καστανιώτη
0 σχόλια [ποστ γιουαρ]:
Post a Comment