John Hammond - Jockey Full Of Burbon
στη Δεύτερη Πόλη έφτασα σχεδόν σούρουπο.
δε θυμόμουν καν πως είχα καταλήξει εκεί.
θυμόμουν μόνο την κίτρινη ατμόσφαιρα
και τον ασθενικό ήλιο που οδηγούσε τη μέρα στο τέλος της.
στις παρυφές της πόλης, χαλάσματα και χώματα. στην άκρη του δρόμου υπήρχαν μεγάλα χαντάκια. σαν τομές ανασκαφής αρχαιολογικού χώρου, αν με καταλαβαίνεις.
αρχικά μου θύμησαν το Νησί -έμοιαζαν άλλωστε- αλλά όπως είπαμε και παραπάνω,
είχα σχεδόν φτάσει στη Δεύτερη Πόλη.
εκεί μέσα, στις τομές -που τα τοιχία τους έφταναν σχεδόν το ύψος το δικό μου-μη φανταστείς πως είμαι κανας ψηλός-κανονικός είμαι- ένα τσούρμο γυφτάκια, κλώτσαγαν μια πλαστική, πράσινη, ξεφούσκωτη μπάλα.
περπατούσα χωρίς να με νοιάζουν οι λάσπες που κολλάγανε στα παπούτσια μου.
χάζευα τα γυφτάκια και αναρωτιώμουν πως στο διάβολο βρέθηκε τόση λάσπη χωρίς να έχει βρέξει.
τα γυφτάκια άρχισαν να μαλώνουν. έτσι, από το τίποτα. ούρλιαζαν και φώναζαν.
έκανα ένα, δυο βήματα ακόμα κοιτώντας τα. από ένα διπλανό χαντάκι-τομή εμφανίστηκε μια γύφτισσα. έμοιαζε λες κι έβγαινε από την Πόρτα κάποιου σπιτιού χωρίς στέγη.
χοντρή, βρώμικη και άσχημη. πίσω της ο ουρανός βαφόταν ακόμα πιο κίτρινος.
κάτι είπε σε μια γλώσσα που δεν κατάλαβα και μετά βούτηξε μια πέτρα μεγάλη όσο ενα πιάτο βαθύ κι έλιωσε το κεφάλι του παιδιού που φώναζε δυνατότερα.
τα άλλα σκόρπισαν.
αυτή πήρε το χτυπημένο παιδί που το κεφάλι του έμοιαζε λες και ήταν από ζελέ.
"σαν ιπτάμενος δίσκος ήταν αυτή η γαμημένη η πέτρα" σκέφτηκα.
κράτησε το παιδί στην αγκαλιά της με το κεφάλι του διάφανο σχεδόν να κρέμεται στο αριστερό της πλάι.
για λίγο.
μετά, το εξφενδόνισε πάνω στον χωμάτινο τοίχο κι αυτό διαλύθηκε γεμίζοντας τα πάντα τριγύρω με ενα πρασινωπό παχύρευστο υγρό.
έριξα μια ματιά στον ασθενικό -σχεδόν ανύπαρκτο ήλιο πίσω από τα γκρεμισμένα κτήρια και τάχυνα το βήμα πριν με προλάβει το σκοτάδι.
απο μακρυά ακούστηκε μια σειρήνα συναγερμού.
0 σχόλια [ποστ γιουαρ]:
Post a Comment