nonexistent sun_
...είχαμε φτάσει στο σταθμό απόγιομα. Κυνηγημένοι και στα κρυφά...
Και με διαφορετικά λεωφορεία ο καθένας μας.
Κάναμε συνάλλαγμα στο σταθμό των λεωφορείων -μαύρη αγορά.
Εμείς δεν ήμασταν και τόσο μπασμένοι στα κόλπα αλλά ο Ντάστιν
ήταν χωμένος μέχρι τ' αυτιά και τα κανόνισε όλα...
Τι όλα δηλαδή, δέκα δολάρια σπάσαμε, είχα κι εγώ καμιά δεκαριά χιλιάδες δραχμές
-ήταν ευσεβές ποσό για κείνη την εποχή- και γύρω στα 25 δολάρια,
καμιά δεκαριά μάρκα κι αυτό ήταν όλο. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον!
Τα εισιτήρια ήταν μέχρι τα σύνορα και έληγαν την επόμενη. Η βίζα μας είχε λήξει μια μέρα πριν.
Ο Ντάστιν μας πήγε στα τρένα. Ψιχάλιζε λάσπη και βρώμαγε όπως βρωμάνε οι σταθμοί των τρένων. Εκείνη την οικεία μυρωδιά του πετρελαίου και του καπνού.
Μας έδειξε το τρένο και μας είπε "μη διανοηθείτε να το χάσετε μαλάκες".
Γνεύσαμε καταφατικά και οι δύο καικοιταχτήκαμε...
"και μην ξεχάσετε να αλλάξετε τρένο στη..." και μας είπε το όνομα μιας πόλης στο Νότο.
Είχαμε καμιά ώρα μέχρι να φύγει το τρένο κι ο Ντάστιν έφυγε να προλάβει το προτελευταίο λεωφορείο. Ήλιο δεν είδαμε ποτέ όσο ήμασταν σε κείνη τη γαμημένη τη χώρα.
—Νερό να πάρουμε ρε μαλάκα, είπε ο Ψηλός —και κάτι να φάμε, έχουμε δυο μέρες μπροστά μας.
Του έδωσα κάποια χαρτονομίσματα της χώρας, τα υπολόγισα σε ελληνικά, τα πήρε και πήγε σε κάποιο μαγαζάκι εκεί κοντά.
Έμεινα να φυλάω τα μπαγκάζια και να χαζεύω το λασπόνερο στις ράγες
τυλιγμένος στη μουσταρδί κοτλέ καμπαρντίνα μου με τα καφέ κουμπιά.
Στο μυαλό μου ο Ντάστιν να απομακρύνεται, κοντούλης και χοροπηδηχτός,
ο Ψηλός που δε μπορούσε να κουμαντάρει το σώμα του όπως θα ήθελε,
κάποια ψέμματα που έπρεπε να πω σε λίγες μέρες που θα γυρίζαμε
κι ένα γράμμα με διεύθυνση που είχε ξεμείνει στη δεξιά τσέπη της μουσταρδί κοτλέ καμπαρντίνας μου
με τα καφέ κουμπιά και δεν είχε σταλεί ποτέ.
Το τσαλάκωσα μέσα στη τσέπη και τέντωσα τα πόδια μου πάνω στο παλιό στρατιωτικό λουκάνικο
που φιλοξενούσε τα λιγοστά υπάρχοντά μου...
Ο Ψηλός τα κλώτσησε
—ξύπνα, είπε και μου κόλλησε στα μούτρα δυο πράσινα γυάλινα μπουκάλια..
—Τι είν' τούτα; τον ρώτησα.
—Νερό ρε μαλάκα, στραβός είσαι; Δεν ήμουν αλλά τι να του έλεγα, τα κοίταξα καχύποπτα,
πήρα το ένα και σήκωσα το λουκάνικο,
—Πάμε να πιάσουμε καμιά θέση της προκοπής.
—Ναι, παράθυρο...
—Να έχουμε ήλιο του είπα, μην ξεχάσεις...
Κλώτσησε το λουκάνικο που πήγε και κυλίστηκε στις ράγες. Το μάζεψα και
το πήρα σέρνοντας μέχρι το βαγόνι.
Εντοπίσαμε πρώτα το μπαρ και μετά πιάσαμε θέση κάπου στη μέση της αμαξοστοιχίας,
κλείσαμε πόρτα, κουρτίνες και πήραμε να κοιτάζουμε έξω τον ανύπαρκτο ήλιο.
Ίσως και να κοιμήθηκα γιατί το επόμενο που θυμάμαι ήταν ένα ζευγάρι
που μιλούσε άγνωστη σε μας γλώσσα προσπαθούσε να βολευτεί στο κουπέ.
Κοιταχτήκαμε με τον ψηλό -ύφος τον ήπιαμε- και μαζευτήκαμε αγριοκοιτώντας τους.
Μας καλησπέρισαν στα Αγγλικά -ανταποδώσαμε -εγώ δηλαδή, ο Ψηλός δεν ήξερε γρυ.
Συνεχίσαμε μεταξύ μας στα ελληνικά
—Έλληνες είστε; Η γυναίκα -καλοντυμένη, αυτό να λέγεται μας ρωτούσε σε σπαστά ελληνικά.
—Ναι, απαντήσαμε χορωδιακά κι αυτή χαμογέλασε μέχρι τα σκουλαρίκια.
Μετανάστες από τη Σοβιετική ένωση ή κάπως έτσι, δεν είχα δώσει σημασία τότε
-όχι πως έχει σημασία τώρα- που επέστρεφαν μετά από πολλά χρόνια
και δεν ήξεραν αν θα μείνουν ή αν θα ξαναφύγουν και άλλα τέτοια...
Και μετά η καλοντυμένη τύπισσα, έβγαλε ένα πάκο χαρτονομίσματα και μια χούφτα λιανά κι άρχισε να τα απλώνει πάνω στο τραπέζι του κουπέ...
—Αυτά είναι από τη χώρα μας, άρχισε να λέει, θα μας δείξετε από τη δική σας;
Ο Ψηλός με σκούντηξε με τον ώμο
—Εσύ τα έχεις, με πληροφόρησε, έγνεψα κι έχωσα το χέρι στην αριστερή τσέπη
του 501 ξεθωριασμένου τζιν μου...και την επόμενη στιγμή
την αναποδογύριζα άδεια έξω.
—Ρε μαλάκα που είναι τα λεφτά;
—Τα λεφτά έχουν μείνει στο τραπεζάκι του σαλονιού, τα ξέχασα!!
—Πόσα έχουμε; —Είκοσι δολάρια και καμιά δεκαριά μάρκα, εσύ; —Δέκα μάρκα. Φτάνουν;
—Όχι, με τίποτα, έχουμε να διασχίσουμε κι ολόκληρη τη χώρα.
Το τρένο άρχισε να να βρυχάται.
—Τι κάνουμε; Είχαμε μείνει να κοιταζόμαστε σα χάνοι. Οι μετανάστες είχαν μαζευτεί...
Ο Ψηλός βούτηξε το σακίδιό του, το λουκάνικο κι εμένα από το μανίκι.
Τρέξαμε στο διάδρομο...
—Πήδα μου λέει, έρχομαι και γυρίζει στο κουπέ. Πέταξα τα μπαγκάζια στην αποβάθρα
και τα ακολούθησα. Διατήρησα μια αξιοπρεπή ισορροπία, ο Ψηλός με ακολούθησε
με τα πράσινα μπουκάλια με το νερό αγκαλιά.
—Αφού τα πληρώσαμε που τα πληρώσαμε. Τρία κατοστάρικα το ένα, μου επισήμανε απολογητικά... Καθίσαμε στη βάση μιας κολόνας.
—Ε, άνοιξε το ένα να πιούμε τουλάχιστον, να ξεδιψάσουμε. Τόσα λεφτά χαλάσαμε.
Είχε πάρει να σκοτεινιάζει -σκοτείνιαζε νωρίς σε κείνη τον κωλοχώρα.
Άνοιξα το ένα μπουκάλι και τινάχτηκε αφρός από μέσα!
—Τι αγόρασες ρε ηλίθιε; Ο Ψηλός με κοίταζε σα χαζός...
—Περιέ, μου είπε και γούρλωσε τα μάτια, ήθελα να δω πως είναι, συνέχισε γελώντας!
—Και χάθηκε να πάρεις κι ένα κανονικό;
—Είπα μήπως μου άρεσε και θέλω κι άλλο και πήρα δύο, τα μάτια του αλληθώρισαν.
—Ναι, έπινες και στο χωριό σου Περιέ, άφησέ τα τώρα εδώ, όλο και κάποιος λιγούρης θα τα μαζέψει και πάμε να δούμε τι θα κάνουμε.
Τοποθετήσαμε προσεκτικά τα μπουκάλια στη βάση της κολόνας και σηκωθήκαμε.
—Έχει άλλο ένα τρένο μετά τα μεσάνυχτα, στο τσακ το προλαβαίνουμε αν σταθούμε τυχεροί.
Περισσότερο σκεφτόμουν φωναχτά παρά απευθυνόμουν σε κάποιον!
Κινήσαμε για το σταθμό των λεωφορείων.
Εκατό χιλιόμετρα απόσταση με το λεωφορείο αυτή τη φορά παρέα και μετά με το αστικό -το έξι- για το προάστιο... Όλα αυτά σκεφτόμουν καθώς χάζευα τις αρβύλες του Ψηλού που προχωρούσε με τους γιακάδες σηκωμένους κοιτώντας δεξιά κι αριστερά.
Έχωσα το χέρι στη δεξιά τσέπη της μουσταρδί, κοτλέ καμπαρντίνας μου με τα καφέ κουμπιά
κι έσφιξα στη χούφτα μου το γράμμα της Αλεξάνδρας που δεν έλαβε ποτέ.
Γύρισα κι έριξα μια ματιά στα πρασινωπά μπουκάλια που περίμεναν το νέο τους κάτοχο στη βάση της κολόνας κι έπεσα πάνω στον Ψηλό που περίμενε να μου δώσει μάρκα για νόμιμο συνάλλαγμα αυτή τη φορά.
—Κανόνισε τα εσύ που ξέρεις Αγγλικά... Σε περιμένω εδώ. Έγνεψα...
Κατέβασα τους γιακάδες και φτιάχτηκα λίγο.
Κουμπώθηκα, έχωσα τα χέρια στις τσέπες της μουσταρδί, κοτλέ καμπαρντίνας μου με τα καφέ κουμπιά, άγγιξα άλλη μια φορά το γράμμα που ποτέ δεν έλαβε η Αλεξάνδρα,
έσπρωξα τη τζαμένια πόρτα με τον ώμο και κίνησα για τις "Ινφορμέσιονζ".
Η κοπέλα πίσω από το τζάμι της έμοιαζε...
based on a true story_
—Baildsa - Deep Dondia
—BUENA Vista Social Club - Chan Chan (DJ Yamin Remix)
—ETTA JAMES - I'd Rather Go Blind (Prince Of Ballard Edit)
—MANU CHAO - Politik Kills (Prince Fatty Mix)
—The DOORS - L.A. Woman (Shimi Sonic Funkyass Remix)
—Thievery Corporation - Unified Tribes (feat. Mr Lif)
— TUXEDOMoon - In A Matter Of Dubbing (Funk Sinatra Re-dub)
—BADMARSH & Shri Ft. UK Apache - Signs (Dom T Mix)
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
0 σχόλια [ποστ γιουαρ]:
Post a Comment