[:page 432]

Είχε σηκωθεί μια μικρή υγρασία σέρνοντας φρέσκια μυρωδιά πρασινογάλαζα φύκια 
και πάνω στα βράχια στο τέλος της αμμουδιάς κάτι θαλασσινές κουμαριές 
είχαν κιόλας σκοτεινιάσει—τα πρόσωπά τους απ' τη δύση κόκκινος χαλκός στα μάτια πράσινες ρωγμές σημάδι κάποιων χρόνων υγρασίας.  
—Τον ήλιο κοίτα ρε φίλε. Έσβησα το τσιγάρο μου σηκώθηκα 
πήρα το δρόμο πίσω να περάσω τη μεγάλη άμμο να βγω στη δημοσιά 
για την αφετηρία όμως αυτοί μ' αφήσανε και μείνανε σαν πετρωμένοι 
να κοιτούν τη θάλασσα 
τους φώναξα μια δυο φορές μα δε μ ' ακούσανε—θα με προλάβουνε στο λεωφορείο σκέφτηκα κι αν το χάσουν θα με βρουν στο Στέκι—όπως και να 'ναι πάντως κάπου θα βρεθούμε.  
 
ο ήχος του βιβλίου που πέφτει στο πάτωμα τον ξυπνά... 
 "πόση ώρα κοιμάμαι";  
κάνει να δει την ώρα στους φωσφορίζοντες δείκτες του παλιού ρολογιού  
αλλά κι αυτό είναι πεσμένο με τα μούτρα στο κομοδίνο.  
άναμμα αναπτήρα (ήχος από zippo), μια δυνατή τζούρα καπνού....  
κάποια μουσική ακούγεται αχνά...  
 
...και σχεδόν η ανάσα του...  
 
...σκοτάδι