[:no fire today]
- Γεια σου.
- Γεια.
Η κοπέλα τον είχε πλησιάσει ξεκόβοντας από την παρέα της. Ήταν η πιο όμορφη από τις τρεις τους με μακριά καστανά μαλλιά και αμυγδαλωτά μάτια. Φορούσε ένα άρωμα που ήταν πολύ της μόδας εκείνη την εποχή και το μύριζε όπου κι αν πήγαινε αλλά αυτό δεν τον χαλούσε καθόλου. Όχι εκείνη τη στιγμή. Άλλωστε του άρεσε κιόλας.
Βρισκόταν ξαπλωμένος στο πλάι, λίγα μέτρα μακριά από τα κύματα και προσπαθούσε να διαβάσει για κάποια εσωτερική φλόγα αλλά δεν τα κατάφερνε. Το μυαλό του έτρεχε στα τελευταία γεγονότα. Αποσυντονιζόταν αλλά λίγο τον ένοιαζε
Παράτησε το βιβλίο με το κοκκινόμαυρο εξώφυλλο στο πλάι και βάλθηκε να χαράζει σχέδια στην άμμο με ένα κομμάτι ξύλο που είχε ξεβράσει η θάλασσα.
Οι κοπέλες κάθονταν καμιά τριανταριά μέτρα μακρυά του και είχαν έρθει λίγο πιο μετά από αυτόν. Κόντευε να μεσημεριάσει. Είχε έρθει πρωί για δύο λόγους. Ο ένας για να έχει ησυχία και να μπορέσει να σκεφτεί με την ησυχία του το τελευταία γεγονότα κι ο άλλος, επειδή το μέρος εκείνο, το πρωινό που ο ήλιος ήταν ακριβώς από την αντίθετη κατεύθυνση, έπαιρνε κάποια άλλη, διαφορετική υπόσταση και νόμιζε πως όχι μόνο πως βρισκόταν αλλού αλλά και σε άλλο πλανήτη. Κι έτσι προτιμούσε τα πρωινά -μόνο όταν ερχόταν μόνος όμως.
Και σήμερα ήταν μόνος. απ' όποια πλευρά κι αν το έβλεπες.
Στην αρχή αδιαφόρησε για τις κοπέλες αλλά ο αέρας κάποια στιγμή του έφερε τα πνιχτά γελάκια τους και τον ανάγκασε να σηκώσει το κεφάλι από τη σελίδα 40 που είχε κολλήσει από την ώρα που είχε φτάσει.
"Η υπομονή είναι να περιμένεις χωρίς βιασύνη -χωρίς βιασύνη, χωρίς άγχος- μια ευχάριστη αναβολή αυτού που θα γίνει.
Πάσχιζα τη μέρα με τη μέρα.... Ήξερα ότι περίμενα και ήξερα τι περίμενα. Εκεί βρίσκεται η μεγάλη χαρά του να είσαι πολεμιστής".
Αναρωτιόταν τι τάχα περίμενε όταν η κοπέλα με τα μακριά καστανά μαλλιά και τα αμυγδαλωτά μάτια είχε αρχίσει να βγάζει τα ρούχα της μένοντας με το μαγιό της. Τράβηξε πίσω τα μαλλιά του που έπεφταν στα μάτια του και κοίταξε κάπως αδιάκριτα αλλά όσο πιο κομψά μπορούσε.
Γύρισαν και τον κοίταξαν. Όλες μαζί και ντράπηκε. Ξεφύλλισε το βιβλίο κι έκανε πως κάτι κοίταζε χαμένο στις σελίδες του.
Σελίδα 39, μία πριν την προηγούμενη αλλά δεν είχε σημασία τώρα...
"Το να κουρδίζεις το πνεύμα σου όταν κάποιος άλλος σε ταλαιπωρεί λέγεται έλεγχος".
Υπήρχαν διάφορα σημεία στις σελίδες σημειωμένα από κάποιον προηγούμενο αναγνώστη. Με αστερίσκους όμως. Πολυάκτινα αστεράκια. Αυτός προτιμούσε να υπογραμμίζει.
"Έβαλαν όρια και προσδιόρισαν το άγνωστο σαν κάτι που είναι κρυμμένο από τον άνθρωπο, τυλιγμένο ίσως από κάτι το τρομακτικό, αλλά που, παρ' όλα αυτά, είναι μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Το άγνωστο γίνεται γνωστό κάποια δεδομένη στιγμή".
Η κοπέλες είχαν στήσει πηγαδάκι καθισμένες στις πετσέτες τους. Ομπρέλα δεν είχαν αλλά σήμερα ο ήλιος δεν έκαιγε και τόσο πολύ οπότε δεν την χρειάζονταν.
Το μυαλό του ξανάτρεξε στα τελευταία γεγονότα κι ένοιωσε έναν κόμπο στο λαιμό και κάτι σα λυγμό. Ξάπλωσε ανάσκελα κι έχωσε τα μούτρα του μέσα στις σελίδες του βιβλίου μυρίζοντας την ιστορία του.
"Υπάρχει ένας απλός πρακτικός τρόπος. Μπροστά στο άγνωστο ο άνθρωπος γίνεται δραστήριος"
-Σκατά, είπε στον εαυτό του και ανακάθισε στην πετσέτα του. Και τότε την είδε που πλησίαζε
- Γεια σου.
- Γεια.
- Σε έχουμε δει εδώ και ώρα με τις φίλες μου. Αναρωτιόμασταν πως να σε λένε. Την κοίταζε και ζαλιζόταν από το άρωμά της και στο μυαλό του τα τελευταία γεγονότα. Συνήλθε απότομα και πέρασε στην αντεπίθεση.
- Και πως με λένε τελικά; Ήξερε πως ακουγόταν λίγο ειρωνικός αλλά έλπιζε να το περάσει στο ντούκου.
- Πως σε λένε; Η κοπέλα χαμογέλασε και το πρόσωπό της φωτίστηκε. -Εμένα Αλεξάνδρα, του είπε.
- Άγγελο, της είπε ψέμματα και δεν ήξερε γιατί.
- Μ' αρέσει τ' όνομά σου. Θα μου δώσεις φωτιά;
- Δεν καπνίζω, της είπε.
- Πολύ ωραίο το μπλουζάκι σου του είπε αυτή. Η κουβέντα σκόρπαγε, σαν την άμμο που άφηνε να κυλά ανάμεσα από τα δάχτυλά του για να κρύψει την αμηχανία του.
- Να στο δώσω αν σ' αρέσει τόσο της είπε κι άρχισε να το βγάζει. Της το πρότεινε. Κι αυτή το πήρε. Ένα κατακόκκινο tshirt και δυο χρόνια πριν σταματήσει να φοράει κόκκινα.
Η κοπέλα-Αλεξάνδρα σηκώθηκε
-Ευχαριστώ του είπε και το άρωμά της τον τύλιξε ακόμα μία φορά.
Δεν είπε τίποτα. Στήριξε το κεφάλι στην παλάμη κι έμεινε να την κοιτάζει να ξεμακραίνει. έφτασε στην παρέα της.
- Τι σου είπε; άκουσε τις φίλες της να ρωτάνε.
- Τίποτα, με έδιωξε. Δεν είχε φωτιά.
- Ούτε καν για τα προσχήματα; Κακάρισαν οι φίλες της..
- Ε δεν είχε. Ο αέρας του έφερνε τις κουβέντες τους. Άλλωστε δεν ήταν και τόσο μακριά
- Κι αυτό; Έδειξαν το κόκκινο tShirt του -Τι είναι αυτό;
- Τι είναι αυτό; Αυτό είναι ένα tShirt.
Πήρε να μαζεύει τα πράγματά του. Έβγαλε το αμέσως επόμενο αγαπημένο του μπλουζάκι. ένα λευκό με τον Τζέημς Ντην πάνω και το φόρεσε. Μάζεψε τα μαλλιά του κοτσίδα, έχωσε πετσέτα, βιβλίο κουβάρι στο σακίδιο, γύρισε την πλάτη κι άρχισε να ανηφορίζει.
- Άγγελε!! -ΕΕεειιι. Είχε ξεχάσει πως είχε συστηθεί με ψεύτικο όνομα και δε γύρισε με την πρώτη.
Η Αλεξάνδρα έτρεχε πίσω του. Περίμενε να τον πλησιάσει. Του χαμογέλασε και του έπιασε το χέρι με το δεξί. με το αριστερό του έβαζε στο χέρι ένα γυαλιστερό zippo αναπτήρα.
- Οι γυναίκες πάντα έχουν φωτιά, ακόμα κι όταν σου ζητάνε. Έτσι για να ξέρεις κι έσκυψε και τον φίλησε μεταξύ χειλιών και μάγουλου. Γύρισε κι άρχισε να τρέχει προς τις φίλες της. Αυτές είχαν σηκώσει τα χέρια και χαιρετούσαν...
Χαμογέλασε θλιμμένα. Τα τελευταία γεγονότα ήταν ακόμα νωπά μέσα του. Άνοιξε το zippo και τον μύρισε. Σήκωσε το χέρι σε χαιρετισμό. Η Αλεξάνδρα απλά τον κοιτούσε...
Σε λίγο χάθηκε πίσω από τις πεύκες....
" Κλαπ-κλαπ-κλαπ-κλαπ" ο ήχος από το καπάκι του zippo που ανοιγόκλεινε μέσα στη δεξιά παλάμη του τον συνόδευε μέχρι τη στάση του λεωφορείου.
Τον ξέχασε για λίγο καιρό μέσα στην τσέπη του τζιν του. Καιρό μετά που τον άνοιξε για να τον γεμίσει βρήκε κι ένα χαρτάκι με έναν αριθμό τηλεφώνου. Τα τελευταία γεγονότα όμως που λέγαμε στην αρχή, είχαν αλλάξει τροπή κι έτσι δεν πήρε ποτέ τηλέφωνο.
Καλύτερα να μη σας πω πόσες φορές μετάνοιωσε που δεν το έκανε...
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Μερικές ώρες νωρίτερα, (για σήμερα μιλάω) ο προαναφερόμενος zippo
παρέδωσε... καπάκι....
" Κλαπ-κλαπ-κλαπ-κλαπ"....
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον αναπτήρα τον είχε πάντα
πάνω του.
Φωτιά δεν του ξαναζήτησε ποτέ κανένας.
Την Αλεξάνδρα δεν την ξανάδε ποτέ_
- Γεια.
Η κοπέλα τον είχε πλησιάσει ξεκόβοντας από την παρέα της. Ήταν η πιο όμορφη από τις τρεις τους με μακριά καστανά μαλλιά και αμυγδαλωτά μάτια. Φορούσε ένα άρωμα που ήταν πολύ της μόδας εκείνη την εποχή και το μύριζε όπου κι αν πήγαινε αλλά αυτό δεν τον χαλούσε καθόλου. Όχι εκείνη τη στιγμή. Άλλωστε του άρεσε κιόλας.
Βρισκόταν ξαπλωμένος στο πλάι, λίγα μέτρα μακριά από τα κύματα και προσπαθούσε να διαβάσει για κάποια εσωτερική φλόγα αλλά δεν τα κατάφερνε. Το μυαλό του έτρεχε στα τελευταία γεγονότα. Αποσυντονιζόταν αλλά λίγο τον ένοιαζε
Παράτησε το βιβλίο με το κοκκινόμαυρο εξώφυλλο στο πλάι και βάλθηκε να χαράζει σχέδια στην άμμο με ένα κομμάτι ξύλο που είχε ξεβράσει η θάλασσα.
Οι κοπέλες κάθονταν καμιά τριανταριά μέτρα μακρυά του και είχαν έρθει λίγο πιο μετά από αυτόν. Κόντευε να μεσημεριάσει. Είχε έρθει πρωί για δύο λόγους. Ο ένας για να έχει ησυχία και να μπορέσει να σκεφτεί με την ησυχία του το τελευταία γεγονότα κι ο άλλος, επειδή το μέρος εκείνο, το πρωινό που ο ήλιος ήταν ακριβώς από την αντίθετη κατεύθυνση, έπαιρνε κάποια άλλη, διαφορετική υπόσταση και νόμιζε πως όχι μόνο πως βρισκόταν αλλού αλλά και σε άλλο πλανήτη. Κι έτσι προτιμούσε τα πρωινά -μόνο όταν ερχόταν μόνος όμως.
Και σήμερα ήταν μόνος. απ' όποια πλευρά κι αν το έβλεπες.
Στην αρχή αδιαφόρησε για τις κοπέλες αλλά ο αέρας κάποια στιγμή του έφερε τα πνιχτά γελάκια τους και τον ανάγκασε να σηκώσει το κεφάλι από τη σελίδα 40 που είχε κολλήσει από την ώρα που είχε φτάσει.
"Η υπομονή είναι να περιμένεις χωρίς βιασύνη -χωρίς βιασύνη, χωρίς άγχος- μια ευχάριστη αναβολή αυτού που θα γίνει.
Πάσχιζα τη μέρα με τη μέρα.... Ήξερα ότι περίμενα και ήξερα τι περίμενα. Εκεί βρίσκεται η μεγάλη χαρά του να είσαι πολεμιστής".
Αναρωτιόταν τι τάχα περίμενε όταν η κοπέλα με τα μακριά καστανά μαλλιά και τα αμυγδαλωτά μάτια είχε αρχίσει να βγάζει τα ρούχα της μένοντας με το μαγιό της. Τράβηξε πίσω τα μαλλιά του που έπεφταν στα μάτια του και κοίταξε κάπως αδιάκριτα αλλά όσο πιο κομψά μπορούσε.
Γύρισαν και τον κοίταξαν. Όλες μαζί και ντράπηκε. Ξεφύλλισε το βιβλίο κι έκανε πως κάτι κοίταζε χαμένο στις σελίδες του.
Σελίδα 39, μία πριν την προηγούμενη αλλά δεν είχε σημασία τώρα...
"Το να κουρδίζεις το πνεύμα σου όταν κάποιος άλλος σε ταλαιπωρεί λέγεται έλεγχος".
Υπήρχαν διάφορα σημεία στις σελίδες σημειωμένα από κάποιον προηγούμενο αναγνώστη. Με αστερίσκους όμως. Πολυάκτινα αστεράκια. Αυτός προτιμούσε να υπογραμμίζει.
"Έβαλαν όρια και προσδιόρισαν το άγνωστο σαν κάτι που είναι κρυμμένο από τον άνθρωπο, τυλιγμένο ίσως από κάτι το τρομακτικό, αλλά που, παρ' όλα αυτά, είναι μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Το άγνωστο γίνεται γνωστό κάποια δεδομένη στιγμή".
Η κοπέλες είχαν στήσει πηγαδάκι καθισμένες στις πετσέτες τους. Ομπρέλα δεν είχαν αλλά σήμερα ο ήλιος δεν έκαιγε και τόσο πολύ οπότε δεν την χρειάζονταν.
Το μυαλό του ξανάτρεξε στα τελευταία γεγονότα κι ένοιωσε έναν κόμπο στο λαιμό και κάτι σα λυγμό. Ξάπλωσε ανάσκελα κι έχωσε τα μούτρα του μέσα στις σελίδες του βιβλίου μυρίζοντας την ιστορία του.
"Υπάρχει ένας απλός πρακτικός τρόπος. Μπροστά στο άγνωστο ο άνθρωπος γίνεται δραστήριος"
-Σκατά, είπε στον εαυτό του και ανακάθισε στην πετσέτα του. Και τότε την είδε που πλησίαζε
- Γεια σου.
- Γεια.
- Σε έχουμε δει εδώ και ώρα με τις φίλες μου. Αναρωτιόμασταν πως να σε λένε. Την κοίταζε και ζαλιζόταν από το άρωμά της και στο μυαλό του τα τελευταία γεγονότα. Συνήλθε απότομα και πέρασε στην αντεπίθεση.
- Και πως με λένε τελικά; Ήξερε πως ακουγόταν λίγο ειρωνικός αλλά έλπιζε να το περάσει στο ντούκου.
- Πως σε λένε; Η κοπέλα χαμογέλασε και το πρόσωπό της φωτίστηκε. -Εμένα Αλεξάνδρα, του είπε.
- Άγγελο, της είπε ψέμματα και δεν ήξερε γιατί.
- Μ' αρέσει τ' όνομά σου. Θα μου δώσεις φωτιά;
- Δεν καπνίζω, της είπε.
- Πολύ ωραίο το μπλουζάκι σου του είπε αυτή. Η κουβέντα σκόρπαγε, σαν την άμμο που άφηνε να κυλά ανάμεσα από τα δάχτυλά του για να κρύψει την αμηχανία του.
- Να στο δώσω αν σ' αρέσει τόσο της είπε κι άρχισε να το βγάζει. Της το πρότεινε. Κι αυτή το πήρε. Ένα κατακόκκινο tshirt και δυο χρόνια πριν σταματήσει να φοράει κόκκινα.
Η κοπέλα-Αλεξάνδρα σηκώθηκε
-Ευχαριστώ του είπε και το άρωμά της τον τύλιξε ακόμα μία φορά.
Δεν είπε τίποτα. Στήριξε το κεφάλι στην παλάμη κι έμεινε να την κοιτάζει να ξεμακραίνει. έφτασε στην παρέα της.
- Τι σου είπε; άκουσε τις φίλες της να ρωτάνε.
- Τίποτα, με έδιωξε. Δεν είχε φωτιά.
- Ούτε καν για τα προσχήματα; Κακάρισαν οι φίλες της..
- Ε δεν είχε. Ο αέρας του έφερνε τις κουβέντες τους. Άλλωστε δεν ήταν και τόσο μακριά
- Κι αυτό; Έδειξαν το κόκκινο tShirt του -Τι είναι αυτό;
- Τι είναι αυτό; Αυτό είναι ένα tShirt.
Πήρε να μαζεύει τα πράγματά του. Έβγαλε το αμέσως επόμενο αγαπημένο του μπλουζάκι. ένα λευκό με τον Τζέημς Ντην πάνω και το φόρεσε. Μάζεψε τα μαλλιά του κοτσίδα, έχωσε πετσέτα, βιβλίο κουβάρι στο σακίδιο, γύρισε την πλάτη κι άρχισε να ανηφορίζει.
- Άγγελε!! -ΕΕεειιι. Είχε ξεχάσει πως είχε συστηθεί με ψεύτικο όνομα και δε γύρισε με την πρώτη.
Η Αλεξάνδρα έτρεχε πίσω του. Περίμενε να τον πλησιάσει. Του χαμογέλασε και του έπιασε το χέρι με το δεξί. με το αριστερό του έβαζε στο χέρι ένα γυαλιστερό zippo αναπτήρα.
- Οι γυναίκες πάντα έχουν φωτιά, ακόμα κι όταν σου ζητάνε. Έτσι για να ξέρεις κι έσκυψε και τον φίλησε μεταξύ χειλιών και μάγουλου. Γύρισε κι άρχισε να τρέχει προς τις φίλες της. Αυτές είχαν σηκώσει τα χέρια και χαιρετούσαν...
Χαμογέλασε θλιμμένα. Τα τελευταία γεγονότα ήταν ακόμα νωπά μέσα του. Άνοιξε το zippo και τον μύρισε. Σήκωσε το χέρι σε χαιρετισμό. Η Αλεξάνδρα απλά τον κοιτούσε...
Σε λίγο χάθηκε πίσω από τις πεύκες....
" Κλαπ-κλαπ-κλαπ-κλαπ" ο ήχος από το καπάκι του zippo που ανοιγόκλεινε μέσα στη δεξιά παλάμη του τον συνόδευε μέχρι τη στάση του λεωφορείου.
Τον ξέχασε για λίγο καιρό μέσα στην τσέπη του τζιν του. Καιρό μετά που τον άνοιξε για να τον γεμίσει βρήκε κι ένα χαρτάκι με έναν αριθμό τηλεφώνου. Τα τελευταία γεγονότα όμως που λέγαμε στην αρχή, είχαν αλλάξει τροπή κι έτσι δεν πήρε ποτέ τηλέφωνο.
Καλύτερα να μη σας πω πόσες φορές μετάνοιωσε που δεν το έκανε...
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Μερικές ώρες νωρίτερα, (για σήμερα μιλάω) ο προαναφερόμενος zippo
παρέδωσε... καπάκι....
" Κλαπ-κλαπ-κλαπ-κλαπ"....
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον αναπτήρα τον είχε πάντα
πάνω του.
Φωτιά δεν του ξαναζήτησε ποτέ κανένας.
Την Αλεξάνδρα δεν την ξανάδε ποτέ_
[:a day like any other]
ξυπνάς -κάποια στιγμή και η μέρα δείχνει να θέλει να σου κάνει όλα τα χατίρια. σαν μια ακριβοπληρωμένη πόρνη. όλα τα χατίρια χωρίς ίχνος συναισθήματος. περπατάς με τα χέρια χωμένα στις τσέπες και κάπως άγαρμπα, ενώ το κεφάλι δεν έχει γιακάδες για να κρυφτεί και στέκεται δήθεν ανέμελο στη θέση του...
και μετά μια αλληλουχία γεγονότων και η πολλά υποσχόμενη μέρα πάει περίπατο. όχι περίπατο στο πάρκο -αυτό θα ήταν άλλη μία υπόσχεση. η πολλά υποσχόμενη μέρα εξαφανίζεται -σκάει σα σαπουνόφουσκα αν θέλεις -στην τελική, παύει να υπάρχει...
και μετά εσύ να ψάχνεις να βρεις τι στο διάλο έγινε και πήγαν όλα κατά κει -στο διάλο εννοώ
και το στόμα σου πικρίζει από τον καφέ και τραβάς άλλη μια γουλιά παρ' όλα αυτά --γενναία γουλιά και πνίγεσαι καθώς προσπαθείς να την κατεβάσεις παρέα με καπνό από κάποιο κακοστριμμένο τσιγάρο. αυτά σκέφτεσαι κοιτώντας τα χέρια σου που τρέμουνε και το μυαλό σου, σαν ξεχαρβαλωμένο βιουμάστερ προσπαθεί να ταξινομήσει σε μια λογική σειρά τις εικόνες που γάμησαν την πολλά υποσχόμενη μέρα...
κάποια τηλεφωνήματα...
η "ενοχική" -από την άλλη άκρη φωνή -Να σε ρωτήσω κάτι; -Ρώτησες ήδη. τι να με ρωτήσεις; αφού θα το κάνεις έτσι κι αλλιώς -τι με ρωτάς;
και μετά η άλλα αντ' άλλων κουβέντα... άλλα λες εσύ, άλλα απαντάει ο άλλος και ρίχνει μια θλιμμένη ματιά στην πολλά υποσχόμενη μέρα που σου γύριζει σιγά-σιγά την πλάτη...
και μετά κι άλλο τηλεφώνημα -κι άλλες γαμημένες συζητήσεις... με το ίδιο ύφος. και καθώς κάνεις πως ακούς, από απέναντι, βλέπεις την πολλά υποσχόμενη μέρα να έχει καθίσει κάτω και να σε μουτζώνει με χέρια και με πόδια...
"καθρεφτάκι" σκέφτεσαι, όπως όταν κάναμε μικροί αλλά τα χέρια σου είναι απασχολημένα. το ένα να κρατάει το γαμημένο το τηλέφωνο -τι το σηκώνεις; τα χουμε ξαναπεί "κανένας δε σε παίρνει για καλό τώρα πιά" και με το άλλο να ρουφάς τον καφέ που είναι πικρός σαν ξερατό σήμερα. κι έτσι λούζεσαι τις μούτζες και δεν το λες ούτε του παπά...
ακόμα μερικές γουλιές και το φανταστικό βιουμάστερ τρίζει προσπαθώντας να ταξινομήσει τις εικόνες αλλά αυτές του την κάνουν σήμερα και ξεθωριάζουν πριν προλάβουν να καθαρίσουν...
σα να βγάζεις το χαρτί από τα υγρά εμφάνισης μέσα στον σκοτεινό θάλαμο πριν το πετάξεις μέσα στη λεκάνη. γίνεται αυτό; δε γίνεται. κι όμως γίνεται. τώρα μη ρωτάς να σου πω. κάπως έτσι είναι σήμερα όλα. κι αυτό το γαμημένο το κομμάτι. πως βρέθηκε εδώ; και γιατί το ακούω..
κι έξω πήρε πάλι να μπουμπουνίζει λες και θα βρέξει....
γαμημένη πολλά υποσχόμενη μέρα...
βάλε μουσική
και δε γαμιέται και η μέρα; έτσι κι αλλιώς όλες ίδιες είναι. εκτός κι αν σήμερα, βρέξει στ' αλήθεια_
Subscribe to:
Posts (Atom)