Ψιλόβροχο

έκανε κρύο και ψιλόβρεχε...
ήταν ένας διαβολεμένος σκατόκαιρος...
ο Φράνκυ, περπατούσε με τα χέρια του χωμένα βαθιά
στις τσέπες του τριμμένου Τζιν του και είχε τους γιακάδες
του ναυτικού του επενδύτη, σηκωμένους και το κεφάλι
χωμένο μέσα τους...

περπατούσε χωρίς να πηγαίνει κάπου συγκεκριμένα,
όταν σκέφτηκε τη Στέλλα...
"...το μοναδικό μέρος που μπορείς να βρεις
ζεστό φαΐ, ζεστό κρεββάτι και ζεστό κορμί,
όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά..." μονολόγησε...


προχώρησε προς την κάβα, μπήκε κι αγόρασε ένα μπουκάλι
havana club μαύρο, το έχωσε στη μέσα τσέπη του ναυτικού του επενδύτη,
ξανάχωσε τα χέρια βαθιά στις τσέπες του τριμμένου του τζιν
και το κεφάλι μέσα στους συνεχώς σηκωμένους γιακάδες
και τράβηξε προς το σπίτι της Στέλλας, αναλογιζόμενος
ενώ δεν είχε της είχε φερθεί και με τον καλύτερο τρόπο,
αυτή ήταν πάντα εκεί.... γι αυτόν....
πάντα, όμως;;; πόσο κρατά το "πάντα";;;


έφτασε στο σπίτι της και χτύπησε το κουδούνι...
- τι θες; η Στέλλα είναι στο μπάνιο.!.
του απάντησε μια αντρική φωνή...

έβγαλε το μπουκάλι με το havana club από την τσέπη του,
κατέβασε μια γερή γουλιά, γύρισε την πλάτη στο θυροτηλέφωνο..
"δυστυχώς με πρόλαβε άλλος απόψε" μονολόγησε
και ξανάφερε το μπουκάλι στο στόμα του...

ψιλόβρεχε ακόμα....