Την παραπάνω περιγραφή, έχω αντιγράψει από το blog
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ
καθώς όσο και να έψαξα δε μπόρεσα να βρω
στοιχεία στα Ελληνικά για τον XUAN BELLO....
Ελπίζω να μην έχει αντίρηση έτσι και το δει..
Το ποίημα το είχα αποθηκευμένο στο πισι μου από......
τα χρόνια της αθωότητας_
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ
καθώς όσο και να έψαξα δε μπόρεσα να βρω
στοιχεία στα Ελληνικά για τον XUAN BELLO....
Ελπίζω να μην έχει αντίρηση έτσι και το δει..
Το ποίημα το είχα αποθηκευμένο στο πισι μου από......
τα χρόνια της αθωότητας_
01.Aπρίλη.2008/00:27Τελικά ο φίλος ο οποίος απαγγέλλει
μας ενημέρωσε
πως το συγκρότημα
του οποίου η μουσική ακουγεται πίσω από το
"Ανολοκλήρωτο Ποίημα"
είναι των Gwei Lo
μας ενημέρωσε
πως το συγκρότημα
του οποίου η μουσική ακουγεται πίσω από το
"Ανολοκλήρωτο Ποίημα"
είναι των Gwei Lo
Xuan Bello - Ανολοκλήρωτο Ποίημα
Εγώ που δεν πιστεύω πια σε ότι γράφω
Που ψεύδομαι όταν τονίζω τις αποχρώσεις
Σ’ αυτό που πραγματικά αξίζει, εγώ, στα
είκοσι και κάτι χρόνια
της ζωής μου, στο Βιέδο.
Που ψεύδομαι όταν τονίζω τις αποχρώσεις
Σ’ αυτό που πραγματικά αξίζει, εγώ, στα
είκοσι και κάτι χρόνια
της ζωής μου, στο Βιέδο.
Εξηγώ ότι δικαιώνονται τα πράγματα που φεύγουν,
ο καπνός των τσιγάρων, ο αέρας που ανασαίνω
η ζωή που ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου
σαν το νερό σ’ ένα τρύπιο δοχείο.
ο καπνός των τσιγάρων, ο αέρας που ανασαίνω
η ζωή που ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου
σαν το νερό σ’ ένα τρύπιο δοχείο.
Εγώ, που αυτή τη νύχτα κρυώνω
και διακρίνω μακρινό, απόμακρο
το φως απ’ ένα παράθυρο εκείνου που
δεν με περιμένει
εγώ, που έπραξα αυτό που θέλησα
και έπραξα κι αυτό που δε θέλησα
εγώ με τη μοίρα της αβεβαιότητας
και με παρελθόν τη νοσταλγία
αυτού που ποτέ δεν αντίκρισα.
και διακρίνω μακρινό, απόμακρο
το φως απ’ ένα παράθυρο εκείνου που
δεν με περιμένει
εγώ, που έπραξα αυτό που θέλησα
και έπραξα κι αυτό που δε θέλησα
εγώ με τη μοίρα της αβεβαιότητας
και με παρελθόν τη νοσταλγία
αυτού που ποτέ δεν αντίκρισα.
Στη σιωπή λησμόνησα τη σιωπή.
Στη σιωπή αβέβαιος και σκεπτικός, σκληρός
όποτε κάποιος περιμένει την κουβέντα μου
(εγώ δεν σκέφτομαι τίποτε, κοιτάζω το
δώμα, νυστάζω
και ονειρεύομαι απίθανες υπονοούμενες
ζωές).
Στη σιωπή αβέβαιος και σκεπτικός, σκληρός
όποτε κάποιος περιμένει την κουβέντα μου
(εγώ δεν σκέφτομαι τίποτε, κοιτάζω το
δώμα, νυστάζω
και ονειρεύομαι απίθανες υπονοούμενες
ζωές).
Στη σιωπή σκέφτηκα εσένα, και για σένα,
ζωή μου, γιατί σε χάνω και τραγουδώ
ό,τι πεθύμησα μα δεν έχω.
Εγώ γνωρίζω το φως ενός παραθύρου,
νυχτερινού και την ύπαρξη καλυμμένη
από εκείνο το φως
γλυκιά και ξανθιά σαν τις ηλιαχτίδες μέσα
από μια χάντρα
Εγώ γνωρίζω τον μικρόψυχο χρόνο
και το πόδι που σκοντάφτει στο χαλί
ζωή μου, γιατί σε χάνω και τραγουδώ
ό,τι πεθύμησα μα δεν έχω.
Εγώ γνωρίζω το φως ενός παραθύρου,
νυχτερινού και την ύπαρξη καλυμμένη
από εκείνο το φως
γλυκιά και ξανθιά σαν τις ηλιαχτίδες μέσα
από μια χάντρα
Εγώ γνωρίζω τον μικρόψυχο χρόνο
και το πόδι που σκοντάφτει στο χαλί
Και την ύπαρξη άτοπη, εκτός χρόνου,
που μπαίνει μέσα μου και δε θέλει πια να βγει.
που μπαίνει μέσα μου και δε θέλει πια να βγει.
Εγώ, ο Χουάν Μπέλο,
που πέρασα όλη τη ζωή μου διαβάζοντας βιβλία,
που θέλησα
να ζήσω από την άλλη πλευρά του
καθρέφτη
που πέρασα όλη τη ζωή μου διαβάζοντας βιβλία,
που θέλησα
να ζήσω από την άλλη πλευρά του
καθρέφτη
(εδώ δεν υπήρχε περισσότερη ζωή)
εγώ που γνωρίζω τη θάλασσα μέσα από
τα γραπτά μου
και το φως της μέρας μέσα από τα γραπτά
των άλλων,
υπήρξα ευτυχισμένος και δυστυχισμένος,
αγαπήθηκα και αγάπησα
μ’ έναν έρωτα που σμίγει βλέμματα και
περίσκεψη.
τα γραπτά μου
και το φως της μέρας μέσα από τα γραπτά
των άλλων,
υπήρξα ευτυχισμένος και δυστυχισμένος,
αγαπήθηκα και αγάπησα
μ’ έναν έρωτα που σμίγει βλέμματα και
περίσκεψη.
Τα πρωϊνά, στα μικρομάγαζα του Πουμαρίν
(όπου οι κουβέντες ανταλλάσσονται φειδωλά)
μίλησα ευγενικά, μετρημένα,
ρώτησα για τη ζωή που δεν πονά.
Μα το απόγευμα κάλπασε και πέρασαν τα χρόνια,
το απόγευμα κάλπασε μέσα στη ζωή μου
σαν γέρικο άλογο που τρέχει για να μην σταματήσει,
το απόγευμα ήρθε με γκρίζα φώτα και δίχως ψιχάλες.
Το απόγευμα έφερε μοναξιά,
παλιούς ξαναδιαβασμένους στίχους παθιασμένους
μα τώρα πια προσποιητούς.
Μουχλιασμένους παλιούς στίχους
που εδώ επαναλαμβάνω
υποκρινόμενος το πάθος,
τον έρωτα,
την ύπαρξη αυτών των λέξεων
που προφέρω.
Υπήρξαν βαπόρια που έβλεπα στο λιμάνι
και που ποτέ δεν μπήκα.
Υπήρξαν έρημοι,
που διέσχισα στους χάρτες με το δάχτυλο.
Υπήρξαν γυναίκες που αγάπησα,
από έρωτα βουβό,
και που προσπέρασαν άλλες, χωρίς να με δουν.
(όπου οι κουβέντες ανταλλάσσονται φειδωλά)
μίλησα ευγενικά, μετρημένα,
ρώτησα για τη ζωή που δεν πονά.
Μα το απόγευμα κάλπασε και πέρασαν τα χρόνια,
το απόγευμα κάλπασε μέσα στη ζωή μου
σαν γέρικο άλογο που τρέχει για να μην σταματήσει,
το απόγευμα ήρθε με γκρίζα φώτα και δίχως ψιχάλες.
Το απόγευμα έφερε μοναξιά,
παλιούς ξαναδιαβασμένους στίχους παθιασμένους
μα τώρα πια προσποιητούς.
Μουχλιασμένους παλιούς στίχους
που εδώ επαναλαμβάνω
υποκρινόμενος το πάθος,
τον έρωτα,
την ύπαρξη αυτών των λέξεων
που προφέρω.
Υπήρξαν βαπόρια που έβλεπα στο λιμάνι
και που ποτέ δεν μπήκα.
Υπήρξαν έρημοι,
που διέσχισα στους χάρτες με το δάχτυλο.
Υπήρξαν γυναίκες που αγάπησα,
από έρωτα βουβό,
και που προσπέρασαν άλλες, χωρίς να με δουν.
...πες πως δεν ξέραμε,
πες ήμασταν παιδιά
πες ότι θες μα πες τους μια δικαιολογία
για τότε που τραβούσες νότια πορεία
και γω σου φώναζα πίσω να 'ρθεις ξανά....
πες ήμασταν παιδιά
πες ότι θες μα πες τους μια δικαιολογία
για τότε που τραβούσες νότια πορεία
και γω σου φώναζα πίσω να 'ρθεις ξανά....