[:pages–(again?)]

με τα πεταμένα βιβλία που βρίσκω στους δρόμους, 
τα σκουπίδια ή όπου αλλού
δύο πράγματα μου συμβαίνουν. 
το πρώτο ότι τα λυπάμαι και τα μαζεύω 
και το 
δεύτερο ότι τις περισσότερες φορές 
λείπουν ολόκληρες σελίδες ή κομμάτια από αυτές
ή οι τελευταίες -αυτό είναι το χειρότερό μου-
και λυπάμαι που τα μάζεψα αλλά και να τα πετάξω.

στα σχόλια -αν θέλεις- 
μπορείς να γράψεις τις τέσσερις
τελευταίες σειρές 
από τη σελίδα 78 
από όποιο βιβλίο θέλεις εσύ_


τα πρωϊνά, ξυπνάω νωρίς και κάνει κρύο.
τα βράδια, κοιμάμαι αργά και ίσως κάνει κρύο
δεν παίρνω και όρκο
στο ενδιάμεσο όμως δε μπορώ να θυμηθώ
τι συμβαίνει
αλλά
μερικές φορές
ακούω
τη
 

[:greed]

»... ο γέρος, έστριψε το τσιγάρο του, το σάλιωσε
και το έφερε στο στόμα του με
τελετουργικές κινήσεις...
«κανένας δεν είναι ικανοποιημένος με όσα έχει»
είπε χωρις να γυρίσει το κεφάλι του
«κανένας!»
 

[:foothill]

ήτανε -λέει- κάτω, χαμηλά -στους πρόποδες του λόφου
και γέμιζε με τα χέρια κάτι άσπρα τσουβάλια με χώμα.
φώναξα -μέχρι που πόνεσα αλλά δε φάνηκε να με άκουσε
και για να λέμε την αλήθεια ούτε κι εγώ άκουγα τη φωνή μου.
έψαξα να βρω να πετάξω μια πέτρα -τόσο δάσος και δεν υπήρχε 
ούτε για δείγμα. σα να τις είχε μαζέψει όλες κάποιος.
«δε γαμιέται, θα πάω προς τα κει» σκέφτηκα
-«κι ότι είναι να γίνει, θα γίνει»
ξεκίνησα ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στα πεύκα αλλά τελικά ήτανε
λες και και πήγαινα ένα βήμα μπρος, δύο πίσω
όπως γίνεται ως συνήθως στα όνειρα.
όταν έφτασα δεν ήταν κανένας μόνο τα τσουβάλια άδεια
 -ή μισογεμάτα να θες-
με χώμα βρεγμένο και παρατημένα.
μέσα από τα καλάμια ακούστηκε ένα σούρσιμο
σα σφύριγμα 
αλλά ο ήλιος έπεφτε και δεν ήταν να μένεις και πολύ
σε κείνο το μέρος.
δεν παίζουν με τις ψυχές

[:151_weeks_later]

152 weeks later
νέα σου δεν έχω
και πληροφορίες 
δε μπορώ 
να ζητήσω από κανέναν_

[:failure_notice]

στην αρχή έστελνε γράμματα. τότε ήταν παλιά. γράμματα σε φάκελο κανονικό.
άσπρο με τις θαλασσί ρίγες -το φτηνό, ξέρεις. μετά αναβαθμίστηκε λίγο κι έπαιρνε
από κείνους τους άσπρους και πιο μετά κίτρινους. έστελνε χιλιάδες γράμματα. 
χιλιάδες, τρόπος του λέγειν, αλλά είπαμε, τότε ήταν παλιά και τα γράμματα
με το ταχυδρομείο ήταν ο πιο φθηνός τρόπος επικοινωνίας. 
αργότερα, όσο περνούσε ο καιρός εμπλούτιζε τους κίτρινους τώρα πια
φακέλλους που χρησιμοποιούσε με ακαταλλαβίστικες ζωγραφιές
από μαρκαδόρους, στυλό, μολύβια, νερομπογιές και τους γέμιζε 
με ότι μπορεί να βάλει το μυαλό σου.
συνήθως μουσική, φωτογραφίες και διάφορα άλλα,
αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.


Υπήρχαν φορές που για μεγάλο διάστημα έκοβε την αλληλογραφία μαχαίρι,
ετοίμαζε όμως τους φακέλλους -έτσι για να υπάρχουν
κι όταν ερχόταν η ώρα τους, έπαιρναν το δρόμο τους.
Στο ταχυδρομείο, οι υπάληλλοι τους περιεργάζονταν διεξοδικά
κι από όλες τις οπτικές γωνίες, πάντα χαμογελώντας
μετά τον ζύγιζαν και τον ακουμπούσαν με προσοχή στο καλάθι.

την τελευταία φορά που πήγε στο ταχυδρομείο να στείλει γράμμα
είχε ένα παλιό -ξεχασμένο μέσα σε λευκό φάκελλο
αυτόν με τις θαλασσί ρίγες που λέγαμε παραπάνω.
το ταχυδρομείο είχε μεταφερθεί σε νέο κτήριο, 
οι παλιοί-"γνωστοί" του υπάλληλοι είχαν από καιρό βγει στη σύνταξη
κι αυτός έμπαινε στο κτήριο για πρώτη φορά.
στο γκισέ ένας νεαρός, μόλις του έδωσε το φάκελλο τον κοίταξε με απορία.
...πάντως, υπάρχουν πιο ανέξοδοι τρόποι στις μέρες μας 
για να αλληλογραφίσεις. και πιο γρήγοροι....
είπε, συνεχίζοντας μια κουβέντα που δεν είχε αρχίσει ποτέ
 και κουνούσε πάνω-κάτω το φάκελλο που κρατούσε από μια γωνία
...υπάρχουν και τα μέηλ, συνέχισε απτόητος
και πέταξε το φάκελλο σα φρίσμπυ στο άδειο καλάθι.

στο σπίτι αργότερα, απεφάνθη πως ο νεαρος 
μπορεί και να 'χε δίκηο. κάπου έχω ένα μέηλ.
ξανάγραψε το γράμμα -το θυμόταν πάνω κάτω-
πάτησε "αποστολή", φόρεσε το ναυτικό επενδύτη του και
κίνησε για το κτήριο του ταχυδρομείου και πήρε το φάκελλο πίσω.
το δίπλωσε στη μέση και το έχωσε στην εσωτερική τσέπη.



το βράδυ, όταν άνοιξε το μέηλ του να διαπιστώσει αν 
ο νεαρός είχε δίκηο πάνω πάνω δέσποζε ένα
MAILER-DAEMON@yahoo.com
τράβηξε το φάκελλο από τη μέσα τσέπη και
τον σιδέρωσε με την παλάμη του.
αρχίδια γλυκειά μου, είπε στον αέρα και τον πέταξε 
σα φρίσμπυ μέσα στη φρουτιέρα, έγυρε πίσω
κι έστριψε τσιγάρο



[:damage]

7
Εκείνο το βράδυ είδα έναν εφιάλτη, ήμουνα σε μια παρα-
λία τροπική, αμουδιά απέραντη με φοίνικες και φυσούσε
μανιασμένα, φυσούσε προς το πέλαγος και σήκωνε την 
άμμο, τα δέντρα έγερναν προς το νερό, ήταν απόγευμα κι
η άμμος έτσουζε στο πρόσωπο, κρατούσα με δυσκολία τα
μάτια μου ανοιχτά κι είδα μεσ΄απ΄τα σύννεφα της άμμου
ένα νεκροταφείο αυτοκινήτων μπροστά μου, δεν ήταν 
και πολύ μεγάλο, έβαλα τα δυνατά μου να φτάσω ως εκεί
και νύχτωσε, βγήκε ένα φεγγάρι τόσο δα, κατακίτρινο όμως,
στάθηκα μπροστά σ' ένα αυτοκίνητο μαύρο, παλιό, 
μεγάλο, έπιασα το χερούλι της πόρτας και το τραβούσα 
απεγνωσμένα, μέσα ήταν η Κάριν ντυμένη στα μαύρα,
το χρυσό κεράσι γυάλιζε στο στήθος της, έγειρε προς
το μέρος μου κι άνοιξε την πόρτα, μπήκα, την έκλεισα, 
πάμε, είπε, τι κάθεσαι; καθώς έψαχνα για κλειδιά,
ξέχασα τα κλειδιά, είπα
Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Έμμονες Ιδέες, σελ 139



[:jackanapes]

—κάποια στιγμή, θύμησέ μου να σου μιλήσω
γι' αυτά
—πότε;
—κάποια στιγμή...

[:souls]

 

—Φιλί το λες αυτό, Ροντ Τζόρνταν;
—Νομίζω πως είναι το καλύτερο που μπορώ να
δώσω απόψε, Μπέλ.
—Το καλύτερό σου δεν είναι καλό, τότε.
—Παράξενο, το ίδιο λέω κι εγώ τώρα τελευταία, Μπελ...