[:no_color]

col·or [kuhl-er]
 ☆
είχα βρεθεί (λέει) για άλλη μια φορά στο παλιό σπίτι-απ' έξω
σα να ήταν αυτό αλλά δεν ήταν.
το ανακαίνιζαν κι έξω έιχε ένα σωρό πράγματα 
που οι νέοι ιδιοκτήτες του
τα θεώρησαν άχρηστα και τα είχαν στοιβάξει 
δίπλα από τους κάδους των σκουπιδιών.
άρχισα να ψάχνω και βρήκα ένα σωρό πράγματα που ήθελα
-τίποτα όμως που να μου θύμιζε στω και κάτι-
έβγαλα το κινητό να πάρω τηλέφωνο την Α. 
δεν υπήρχε σήμα πουθενά κι άρχισε να σκοτεινιάζει.
το έχωσα στην μπροστινή τσέπη παρέμα με το σακουλάκι του καπνού.
στερέωσα την τσάντα μου στον ώμο και μετακινήθηκα μακριά 
από τους κάδους των σκουπιδιών.


πλησίασα εκεί που κάποτε ήτανε η πόρτα και τώρα 
είχε μόνο κάτι παλιοσανίδες
απ' έξω είχε κάτι στρογγυλά τραπέζια 
και πάνω τους όμορφα τακτοποιημένα
ένα σωρό πράγματα -σα να ήμασταν σε παζάρι ένα πράμα-
διάφορα μικροαντικείμενα, όλα για να τα πάρει όποιος τα ήθελε.
ξεχώρισα μερικές περίτεχνα σκαλισμένες θήκες 
για ινδικά αρωματικά στικ.
στικ υπήρχαν και πάνω τους πιασμένα με λαστιχάκια.
κοίταξα γύρω μου· κανένας. έχωσα μερικά μέσα στην τσάντα 
και ταυτόχρονα σκεφτόμουνα που μπορεί να μου χρησιμέψουν
«σε τίποτα μάλλον» -άφησα τα περισσότερα πίσω 
«...ας τα πάρει κάνας άλλος»
ξανακοίταξα το κινητό για σήμα. τίποτα.
κοίταξα και τριγύρω. κανένας αλλά ένοιωθα σα να μην ήμουνα μόνος.
γύρισα στο τραπέζι. η τσάντα είχε κάνει φτερά. 
«με κλέψανε» αλλά  φάνηκε να μη με νοιάζει.
παραμέρισα τις σανίδες που παρίσταναν την πόρτα και μπήκα μέσα.
γυμνοί, παμπάλαιοι ασβεστωμένοι τοίχοι με σημάδια καπνιάς πάνω τους.
απέναντι, υπήρχε (λέει) κάτι σαν καφενείο.
μπήκα μέσα· στο ίδιο χαλι κι αυτό με το πρώτο σπίτι.
η τσάντα μου ήταν πεταμένη στο πάτωμα, δεξιά της πόρτας.
έσκυψα και τη μάζεψα. άδεια.
βγήκα έξω κι έψαξα για την Α. 
ακόμα να έρθει και κάτι ξελιγωμένες λάμπες κάνανε τους ίσκιους 
να φαίνονται μεγαλύτεροι.

 ☆
 Σηκωσα γιακάδες, έχωσα τα χέρια χέρια στις τσέπες και ξεκίνησα
«...μόνο ένας δρόμος υπάρχει, θα με συναντήσει έτσι κι αλλιώς»
και συνέχισα να φεύγω. περνώντας από το τραπέζι με τα αντικείμενα, 
βούτηξα ένα λευκό κομψότατο σημειωματάριο 
κι ένα μολύβι από τα ικέα.
το ξεφύλλισα-άδειο κι έτσι το έστειλα να κάνει παρέα 
με το κινητό και το σακουλάκι του καπνού.
φτάνοντας στην άκρη γύρισα ολόκληρος πίσω για μια τελευταία ματιά
«όλα μαυρόασπρα ρε πούστη μου -πουθενά χρώμα»
αυτό ήτανε που δε μου καθότανε τόσην ώρα.
στην απέναντι πλαγιά της Πραγματικότητας, 
τα φώτα από το αυτοκίνητο της Α. 
σκίζανε το σκοτάδι.
προχώρησα... 
«έτσι κι αλλιώς θα με φτάσει»
...και να μη με έφτανε, ήξερε που θα με έβρισκε_


στα σχόλια-στο πρώτο δηλαδή- 
υπάρχουν οι λίστες τον κομματιών
που ακούστηκαν στα επεισόδια 231, 232 + 233
στον RadioActive 91.3 (sifnos)
τις Παρασκευή 14/02, Σαββάτο 15/02
και
Κυριακή 16/02

[:until]

un•til |ˌənˈtil;
 «-κοίταα, το βράδυ -αργά θα έρθει ο Κωστάκης ο Σ.
τον ξέρεις τον Κωστάκη τον Σ.;»
«-όχι, από που να τον ξέρω;»
«-λογικό, αφού δεν είσαι από δω»
«-ε ναι, δεν....»
«-λοιπόν, ο Κωστάκης ο Σ.  έχει γεννέθλια απόψε»
«-απόψε ή όλη την ημέρα;»
«-Σήμερα ρε»
«-και..;»
«-καιαια... πως να στο πω;»
«-με δικά σου λόγια ίσως;»
«-σε αυτό έχεις ένα δίκιο!»
(ξύνει μάγουλο και φεύγει)

(επιστρέφει μετά από ένα τέταρτο-μετά από τρία-τέσσερα τραγούδια δηλαδή)
«-όλα καλά; αυτό που ακούμε τι είναι;»
«-καλά. Quantic»
«-Ωραίο!»
«-ναι, καλό»
«-σου είπα για τον Κωστάκη τον Σ., ε;»
«-κάτι άρχισες να λές»
«-κοίτα τι θέλω από σένα-ο Κωστάκης ο Σ. είναι ροκάς...»
«-πόσο ροκάς δηλαδή;»
«-ροκάς! παλιός... όταν λοιπόν τελειώσεις αυτά που έχεις στο μυαλό σου να παίξεις
κατά τις δύο δηλαδή, θα ήθελα να βάλεις και καμμια ροκιά,
παλιά δουλεύαμε μαζί και μιας κι έχει γεννέθλια...»
«-είναι ροκάς ο Κωστάκης· και θες να βάλω ροκ· γύρω στις δύο»
«-ναι, θα βάλεις;»
«-εγώ θα βάλω -αυτός να δούμε αν θα τα καταλάβει!»
«-θα τα καταλάβει, αφού είναι ροκάς»
«-οκ»
«-ωραία! συνέχισε έτσι!»
 

 
 (πεντέξι μουσικές ώρες αργότερα· ξανάρχεται χορεύοντας)
«-τι είναι αυτό που παίζει;»
«-νίκος γράψας»
«-καλό, πρώτη φορά το ακούω»
«-κι εγώ πρώτη φορά το βάζω»
«-να κλείσουμε μελωδικά και με στυλ, ε; έχεις βάλει ότι ήθελες;»
«-ναι, μια χαρά! ο Κωστάκης ο Σ. ήρθε; Του άρεσε;»
«-ναι!! από τη στιγμή που άρχισες να παίζεις ελληνικά και μετά την καταβρήκε»
«-..........»
«-μην κλείσεις ακόμα, 
κράτα τρία-τέσσερα κομμάτια. 
παράγγειλαν ποτά οι κοπέλες»
«-οκ»

 Στα σχόλια είναι και οι τρεις λίστες από τα επεισόδια νούμερο
διακόσα είκοσιοκτώ-εικοσεννιά + τριάντα
που βγήκαν στον αέρα το ΠΣΚ 6-7-8 φλεβάρη εν έτη 2014
enjoy
 
Andre Toussaint - Nassau Cha Cha

episode 229 on mixcloud 

[:at_the bottom]



τα τελευταία βράδια 
-για να μη σου πω τα περισσότερα ή σχεδόν όλα,
με επισκέπτονται τα όνειρα ξανά
είχαν -για να λέμε την αλήθεια καιρό να το κάνουν
το κακό είναι πως κάνουν ένα γρήγορο πέρασμα μόνο
κάτι σαν «φιλική συμμετοχή» ή σε "ρόλο guest star» προτιμάς
μόλις το πέρασμα τους τελειώσει
σκορπίζονται στο πάτο του μυαλού μου
σαν κινούμενοι ίσκιοι  ένα πράμα
τώρα, για να λέμε (ξανά)  την αλήθεια, εγώ χαμπάρι δεν παίρνω
την ανεπαίσθητη παρουσία, παύλα, πέρασμά τους
την αντιλαμβάνομαι το πρωΐ, όταν ξυπνάω με ένα
αδικαιολόγητο άισθημα ευφορίας
-πράγμα παράξενο για μένα
ή αισθάνομαι λες και γύρισα από κάποιο ταξίδι
ή μια μεγάλη βόλτα με τη μηχανή ή γενικά κατάκοπος
έχω πάντως -πάντα κάπου στον πάτο του μυαλού μου
κάποιες θολές, σκόρπιες και ξεκάρφωτες εικόνες
από μέρη που για πρώτη φορά έχω δει

 

είχε νυχτώσει και είχε βρέξει
ήμασταν (λέει) στην πλατεία
οι δυο μας αλλά και όλοι οι άλλοι επίσης
εγώ λίγο πιο πέρα, στηριγμένος σ' ένα στύλο
με τα χέρια στις τσέπες του επενδύτη και τους γιακάδες σηκωμένους
οι υπόλοιπο φάνηκαν να εισέρχονται από παρακέιμενα στενά
αλλά μαζεύτηκαν λίγο πιο πέρα και με την πλάτη προς το μέρος μου
η πλατεία, υγρή και φωτισμένη, με δέντρα 
κτήρια χωρίς τζαμαρίες, πετρινα κι αυτά
φωτισμένα κι ασοβάτιστα
κίτρινο σε όλες τις αποχρώσεις τους και βροχή
χωρίς κρύο
σε άκουσα να έρχεσαι και μετά σε μύρισα
το άρωμά σου δηλαδή
έχωσες το χέρι σου στη δεξιά τσέπη του επενδύτη μου
«-κοίτα πόσο έχουνε αλλάξει όλοι»
γύρισα και σε κοίταξα-κοίταζες τους "όλους" που μας είχαν γυρίζει την πλάτη
«-....και φαντάσου δεν έχει περάσει πολύς καιρός απο την τελευταία φορά»
σε ξανακοίταξα αλλά πάλι κοίταζες τους "όλους"
 αλλά αυτή τη φορά με σκούντησες με τον αγκώνα σου
«ο γ. ακόμα μας αποφεύγει, ε;»


 ακούμπησα τις πατούσες στο πάτωμα-τινάχτηκα κι έψαξα να βρω χαλί
το ρολόι έδειχνε τέσσερις το πρωΐ
περιπλανήθηκα λίγο στα διαμερίσματα ξυπόλητος
προσπαθώντας να ανασύρω εικόνες από τον πάτο του μυαλού μου
αρχίδια...
κάποιες λίγες κι αυτές....σέπια...



στα σχόλια, θα βρείτε τις λίστες από τα επεισόδια
διακόσα είκοσι έξι + διακόσα είκοσεφτά_

[:225/300]


 ☆

Πάει καιρος που η Τερέζα είχε ξεκόψει από το σπίτι της.
Ζούσε μονάχη σ' ένα μικρό ρετιρέ, απ΄αυτά που οι μηχανικοί προβλέπουνε σε κάθε πολυκατοικία, κατάλληλο για γκαρσονιέρες και για μοναχικές κοπέλλες δίχως πόρους.
Γύριζε νωρίς-νωρίς τα πρωϊνά για ύπνο, την ώρα που οι θυρωροί καθάριζαν τα πεζοδρόμια, χτυπούσαν τα χαλιά και βγάζανε τους τενεκέδες, τα σκουπίδια. Την ώρα που τα υπηρεσιακά λεοφωρεία τρέχανε γρήγορα με σβηστά φώτα, γύριζε μισομεθυσμένη μ' ένα κεφάλι όλο καπνούς και αλκοόλ και μια πικρή βροχή από μοναξιά στα μάτια.
Πετούσε τα ρούχα της στην έξω πόρτα κι έμπαινε ολόγυμνη στην κάμαρά της. Πότε-πότε ξερνούσε το ολονύχτιο γλέντι της κι ύστερα ξάπλωνε στο κρεββάτι, έσβυνε το φως και κάπνιζε το τελευταίο τσιγάρο της καθώς οι θόρυβοι της πόλης μεγάλωναν.

[απόσπασμα από το 
«ο Οργισμένος Βαλκάνιος» 
 του Νικου Νικολαΐδη]

στα σχόλια η λίστα του 
διακοσοστού εικοστού πέμπτου
μουσικού επεισοδίου
στον RadioActive 91.3 στη Σίφνο